Νέστορας Χατζούδης για τα βιβλία του: «Πρόκειται για προσωπική κοινωνική υποχρέωση προς τους Γαλατσιώτες»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Νέστορας Χατζούδης για τα βιβλία του: «Πρόκειται για προσωπική κοινωνική υποχρέωση προς τους Γαλατσιώτες»

Ο Νέστορας Χατζούδης γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Αδάμ του Νομού Θεσσαλονίκης. Από αγροτική αριστερή οικογένεια πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις σκληρές συνθήκες της γερμανικής και βουλγάρικης κατοχής, της εμφύλιας σύγκρουσης και στη συνέχεια των πολιτικών και κοινωνικών διακρίσεων των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Τελείωσε το Γυμνάσιο και πήρε το πτυχίο του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από τη νεοσύστατη τότε Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης. Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά μέσα από την ΕΔΑ και με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 εντάχτηκε στο αντιστασιακό Κίνημα μέσα από τις Οργανώσεις του ΚΚΕ, συνελήφθηκε από την Χούντα και φυλακίστηκε ως το 1973.
Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Γαλάτσι με τη γαλατσιώτισσα δικηγόρο Σοφία Γρατσία, που και η ίδια διώχθηκε από το χουντικό καθεστώς και απέκτησαν δύο παιδιά. Πήρε ενεργό μέρος στη Γαλατσιώτικη πολιτική σκηνή και ως μέλος του ΚΚΕ συνέβαλε στη δημιουργία του δημοτικού Συνδυασμού “Δημοκρατική Συνεργασία” όλων των δημοκρατικών και αριστερών κομμάτων με επικεφαλής τον Β. Παπαδιονυσίου, που κέρδισε πανηγυρικά τις πρώτες μεταχουντικές δημοτικές εκλογές.
Υπηρέτησε το Γαλάτσι από την θέση του Δημοτικού Συμβούλου και του Γεν. Γραμματέα του Δήμου. Ως Δημοτικός Σύμβουλος αλλά και ως ενεργός πολίτης ασχολήθηκε συστηματικά για τη διάσωση των εκτός Σχεδίου δασικών – αναδασωτέων εκτάσεων του Κτήματος Βέικου και των Τουρκοβουνίων και συνέβαλλε με ιδιαίτερη επιμονή και ένταση στην προβολή του αιτήματος για αναδάσωση και κοινωνική αξιοποίησή τους. Αρθρογραφεί στο τοπικό Τύπο για θέματα τοπικού ενδιαφέροντος και πολιτικής επικαιρότητας και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την έρευνα της εξέλιξης του Γαλατσίου κατά τον 20ό αιώνα.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στο Αδάμ της Θεσσαλονίκης;
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΧΑΤΖΟΥΔΗΣ: Κυρία Λαρεντζάκη, με την ερώτησή σας μου ζητάτε να κάνω ένα άλμα στο παρελθόν, ογδόντα χρόνια πίσω. Στην περίοδο της παιδικής μου ηλικίας που ταυτίζεται με τα ζοφερά χρόνια της δεκαετίας του 1940. Τα χρόνια από το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, της Κατοχής της πείνας και του θανάτου. Της Εθνικής Αντίστασης κατά των στρατευμάτων κατοχής, που στην περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό μου, ήταν τριπλή: Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική. Στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση και το σύντομο ειρηνικό ξέφωτο, ακολούθησαν τα χρόνια της εμφύλιας σύγκρουσης, των αλληλοσκοτωμών, των στρατοδικείων, των εκτελέσεων, των φυλακίσεων, των εξοριών και της μακράς περιόδου των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια.
Την περίοδο του αγώνα κατά των στρατευμάτων κατοχής, αριθμός οικογενειών μεταξύ των οποίων και η δική μου, συμμετείχαν στον εθνικό αγώνα με διάφορους τρόπους, κυρίως με προσφορά και προώθηση μέσων για τις επισιτιστικές ανάγκες των ανταρτικών ομάδων που λημέριαζαν στον ορεινό όγκο που εκτείνεται από το Χορτιάτη ανατολικά μέχρι το Χολομώντα. Το ίδιο δίκτυο εφοδιασμού συνεχίστηκε αργότερα και για τις ανάγκες των ανταρτικών ομάδων κατά την εμφύλια σύγκρουση, στη διάρκεια της οποίας έλαβαν χώρα και ένοπλες συγκρούσεις μέσα στο χωριό, πυρπολήσεις σπιτιών και φυσικά με θύματα εκατέρωθεν.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ένας αριθμός κατοίκων του χωριού, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν στη Μακρόνησο. Η μάνα μου βρέθηκε ξαφνικά με την ευθύνη να μεγαλώσει και να προστατέψει τέσσερα παιδιά, αγόρια όλα, σε ένα περιβάλλον διακρίσεων, απαγορεύσεων και καχυποψίας που καλλιεργούσαν οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές που έδρευαν στην περιοχή. Όπως αντιλαμβάνεστε, παιδικά χρόνια όπως τα εννοούμε σήμερα δεν υπήρξαν.

«Π»: Έχετε υπηρετήσει το Γαλάτσι από την θέση του δημοτικού συμβούλου και του Γενικού Γραμματέα του Δήμου. Μιλήστε μας για την εμπειρία σας.
Ν.Χ.: Προσωπικά πιστεύω ότι και ως δημοτικός σύμβουλος και ως Γεν. Γραμματέας του Δήμου κινήθηκα μέσα στο πλαίσιο των καθηκόντων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις αρμοδιότητες αυτών των θεσμικών θέσεων. Η Δημοτική Παράταξη την οποία εκπροσωπούσα στο Δημοτικό Συμβούλιο, ασχολήθηκε με τα σοβαρά θέματα της πόλης μας, για τα οποία η θεσμικά υπεύθυνη Διοίκηση του Δήμου είτε αδιαφορούσε είτε ενεργούσε χωρίς να ενημερώνει το Δ.Σ. Η απουσία διαφάνειας υπήρξε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου που λειτουργούσε ο Δήμαρχος Β. Παπαδιονυσίου. Στο πλαίσιο αυτό εμείς – στη Δημοτική μας Παράταξη λειτουργούσαμε πάντοτε συλλογικά – αναλαμβάναμε πρωτοβουλίες ώστε τα θέματα να τίθενται στο Δ.Σ. και βέβαια φροντίζαμε να ενημερώνουμε τους δημότες με διάφορους τρόπους: επισκέψεις και συζητήσεις με τους κατοίκους στις γειτονιές και στις λέσχες των Συλλόγων, δημοσιεύσεις στις τοπικές εφημερίδες και την εφημερίδα της παράταξής μας που εκδιδόταν επί μία δεκαετία περίπου και για τα ευρύτερης σημασίας προβλήματα (όπως για παράδειγμα Τουρκοβούνια, κυκλοφοριακός κόμβος, Παλαί, θερινά σινεμά Αλέξανδρος και Ζαΐρα κλπ.) καταφεύγαμε με δημοσιεύσεις και στις κεντρικές εφημερίδες. Στον τομέα της ενημέρωσης το ταλέντο του μέλους της παράταξης Βασίλης Ζαφειράκης, που τόσο νωρίς έφυγε, υπήρξε αξεπέραστο. Ακόμα, ενημερώναμε γραπτώς τους Δημάρχους και τα Δ.Σ. των γειτονικών Δήμων για θέματα που είχαν επιπτώσεις και στους ίδιους, καθώς και τα αρμόδια Υπουργεία, τη Νομαρχία, τους βουλευτές των κομμάτων για να προωθήσουν αναφορές και ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο.
Στο πλαίσιο αυτό υπέβαλλα, ως δημοτικός σύμβουλος, τον Ιούνιο του 1992, μηνυτήρια αναφορά στον τότε Υπουργό οικονομικών της Ν. Δ. Παλαιοκρασά για τον κίνδυνο που διέτρεχε η δασική – αναδασωτέα έκταση του κτήματος Βεΐκου από την αυθαίρετη δραστηριότητα ιδιωτών. Στη συνέχεια επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ προχωρήσαμε σε προφορική ενημέρωση και στενή συνεργασία με τον Νομάρχη Δημήτρη Κατριβάνο και τελικά οι ενέργειες αυτές οδήγησαν στη παρέμβαση του Υπουργού Κώστα Λαλιώτη που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των επιχειρήσεων από τη δασική έκταση και την ουσιαστική προστασία της από αυθαίρετες δραστηριότητες ιδιωτών αλλά και των κληρονόμων.
Έχει σημασία, και γι’ αυτό το αναφέρω, ότι τον Ιανουάριο του 1992, των παραπάνω ενεργειών, προηγήθηκε απάντησή μου, ως δημοτικού συμβούλου, στη μηνυτήρια αναφορά των κληρονόμων Βεΐκου προς όλους τους δημ. συμβούλους με εκφοβιστικό περιεχόμενο. Υπήρξε η μοναδική απάντηση μετά την επίμονη άρνηση του Δημάρχου να απαντήσει συλλογικά το Δ.Σ. με απόφασή του.
Όσον αφορά τη θητεία μου ως Γενικού Γραμματέα του Δήμου επί Δημαρχίας Θ. Τούντα, η προσπάθεια και η επιμονή μου να αντιμετωπιστούν διάφορα θέματα που σέρνονταν για χρόνια, έκανε αίσθηση και ίσως να ενόχλησε. Στην άσκηση δημόσιας εξουσίας όμως εκτός από ευχάριστος, πρέπει κανείς να είναι κυρίως χρήσιμος με αποφάσεις και πράξεις που αποσκοπούν στο συλλογικό όφελος.

«Π»: Ως ενεργός πολίτης ασχοληθήκατε με τη διάσωση της εκτός σχεδίου δασικής αναδασωτέας έκτασης του κτήματος Βέικου και των Τουρκοβουνίων. Πιστεύετε ότι απέδωσε η ενασχόλησή σας με το θέμα;
Ν.Χ.: Αναμφίβολα! Το κρίσιμο στην όλη υπόθεση ήταν και είναι να μην υπάρξει υποχώρηση του Δημοσίου όσον αφορά στο δασικό χαρακτήρα της έκτασης. Και αυτό έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα της πολιτικής του Δήμου, κάτι που δεν συνέβαινε. Και σ’ αυτό η παρέμβαση της δημοτικής μας Παράταξης, όπως ανέφερα ποιο πάνω, υπήρξε ξεχωριστή, δυναμική και συνεχής. Σε συνεργασία πάντοτε και με τις άλλες παρατάξεις, κοινωνικούς φορείς και αγωνιστικές κινήσεις όπως η «Κίνηση Πολιτών Γαλατσίου» και βέβαια με Δημοτικές Παρατάξεις, Φορείς και κοινωνικές Κινήσεις των γειτονικών Δήμων.

«Π»: Πώς βλέπετε το Γαλάτσι, τον δήμο μας, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα;
Ν.Χ.: Μπορούμε να το βλέπουμε χωρίς να μελαγχολούμε και χωρίς να αγανακτούμε όλοι – και περισσότερο όσοι έτυχε να ασχοληθούμε με «αυτά που δεν βλέπονται» και γνωρίζουμε, και είναι απολύτως βέβαιο ότι μπορούσαν όλα αυτά, ότι υπήρχαν δηλαδή οι προϋποθέσεις, όχι απλώς να μπορούμε να τα βλέπουμε αλλά και να τα απολαμβάνουμε! Ότι ήταν απόλυτα εφικτό και τα Τουρκοβούνια να αναπλαστούν σε ένα τεράστιο «Αστικό Πάρκο» μητροπολιτικής εμβέλειας και υπόγειος κυκλοφοριακός κόμβος να κατασκευαστεί και Κεντρική Πλατεία να υπάρχει και ένα δυο Δημοτικά Πάρκινγκ και όλες οι σχολικές μονάδες να είναι μέσα στο Δήμο και άλλα και άλλα πολλά…
Υπήρχαν και οι θεσμικές και οι οικονομικές δυνατότητες και οι τοπικές προϋποθέσεις και χωρίς αμφιβολία η ομοφωνία του Δ.Σ και η δυναμική στήριξη του τοπικού κοινωνικού κινήματος (Συνδικάτο Οικοδόμων, συνοικιακοί – παροικιακοί Σύλλογοι, η Εκπαιδευτική Κοινότητα, οι Σύλλογοι Γυναικών ΟΓΕ και ΕΓΕ και αναμφίβολα όλοι οι τοπικοί κομματικοί φορείς). Και βέβαια και ο γνωστός δυναμισμός και η επιμονή που χαρακτήριζαν τον Δήμαρχο Β. Παπαδιονυσίου στην επίτευξη τεθέντος στόχου. Όμως δεν τέθηκαν ποτέ σοβαροί στόχοι…Υιοθετήθηκε η τακτική του «βλέπουμε και κάνουμε!», του «άστο γι’ αργότερα!».

«Π»: Αρθρογραφείτε στην εβδομαδιαία νομαρχιακή εφημερίδα ΠΑΛΜΟΣ και κατά γενική ομολογία είναι σημαντική αυτή η παρουσία σας και τα άρθρα σας. Τι σας απασχολεί περισσότερο αυτόν τον καιρό;
Ν.Χ.: Μετά την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, τις συνεχείς απειλές της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας και τη σοβαρή διατάραξη των σταθερών που ισορροπούσαν μέχρι σ’ ένα βαθμό τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, ανησυχώ στη σκέψη να βρεθούμε σε καταστάσεις σαν αυτές που έζησα στα παιδικά μου χρόνια και περιγράφω στην πρώτη σας ερώτηση. Τρομάζω στη σκέψη τί θα συμβεί, πώς θα τις αντιμετωπίσουν οι νεότερες γενιές που έζησαν σε μακρά περίοδο συνεχούς ειρήνης και σχετικής ευμάρειας και ιδιαίτερα τα παιδιά;

«Π»: Απότοκα της έρευνά σας για την εξέλιξη του Γαλατσίου κατά τον 20ο αι. είναι τα δύο πονήματά σας 1ος και 2ος τόμος με τίτλο «Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο Διάβα του 20ου αιώνα», οι παρουσιάσεις των βιβλίων σας έγιναν με αθρόα συγκέντρωση συμπολιτών μας και όχι μόνο. Θα υπάρξει συνέχεια;
Ν.Χ.: Επιθυμία μου είναι η ερευνητική προσπάθεια που ξεκίνησα και είχε ως αποτέλεσμα τους δύο τόμους που κυκλοφόρησαν να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί με έναν τρίτο τόμο με θέμα την ανθρωπογεωγραφία του Γαλατσίου. Έχει γίνει σχετική προεργασία που όμως εξαιτίας της πανδημίας η έρευνα δεν προχώρησε. Βέβαια αν υπάρξουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις θα συνεχίσω…

«Π»: Ποιό ήταν το κύριο μέλημά σας κατά τη συγγραφή των βιβλίων σας;
Ν.Χ.: Το περιεχόμενο των βιβλίων μου δεν είναι ούτε μυθογραφία ούτε διήγηση. Είναι το αποτέλεσμα έρευνας. Καταγραφή γεγονότων δηλαδή που συνέβησαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα καθώς ο οικισμός «Γαλάτσιον», μερικών διάσπαρτων πρόχειρων μονόχωρων οικίσκων, εξελισσόταν στο σημερινό οικιστικό συγκρότημα που «δεν βλέπεται». Συνεπώς, εκτός από τον εντοπισμό των πηγών πληροφόρησης και την άντληση κατά το δυνατό περισσότερων στοιχείων, η πιστότητα τους με απασχολούσε ιδιαίτερα. Σημειώνω ότι η έρευνα είναι χρονοβόρος επίπονη εργασία με την οποία δεν ήμουν καθόλου εξοικειωμένος και φυσικά συνάντησα πολλές δυσκολίες. Ιδιαίτερα κατά την έρευνα των θεμάτων που συγκροτούν τον 1ο Τόμο. Ο εντοπισμός ιδιαίτερα των προφορικών πηγών, η προσέγγιση των ανθρώπων, οι επανειλημμένες οχλήσεις για τις απαραίτητες διασταυρώσεις κλπ. με δυσκόλεψαν πολύ. Δεν αισθανόμουν άνετα, είχα την αίσθηση ότι ενοχλώ.
Για την ύλη του 2ου Τόμου δεν υπήρξαν αυτού του είδους προβλήματα. Τα περισσότερα στοιχεία βρίσκονταν σε ντοσιέ στη βιβλιοθήκη μου και η αξιοπιστία τους εξασφαλισμένη αφού επρόκειτο για επίσημα έγγραφα διαφόρων Υπηρεσιών, αδιάψευστες καταχωρήσεις και κριτικές στα μέσα ενημέρωσης για τη δημοτική πολιτική κλπ.

«Π»: Πόσα χρόνια σας πήρε να κάνετε την έρευνα, να ετοιμάσετε το υλικό, ποιες οι πηγές σας;
Ν.Χ.: Συνολικά για τους δύο τόμους περίπου 12 χρόνια. Πηγές μου υπήρξαν η μνήμη παλιών Γαλατσιωτών, οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ, τα πρακτικά του Κοινοτικού και στη συνέχεια του Δημοτικού Συμβουλίου, τα Αρχεία των Συλλόγων Λαμπρινής από το 1928, Καραγιαννέϊκων και Άνω Μενιδιάτικων, του 1ου Δημοτικού Σχολείου από το 1920, Αρχεία του Δήμου της Αθήνας, το Ιστορικό Αρχείο του Κράτους, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ), βιβλία για την ιστορία των Αθηνών κ.α.

«Π»: Ως πολιτικό ον με αγώνες και φυλάκιση κατά την περίοδο της Χούντας, πώς βλέπετε την πολιτική κατάσταση της χώρας;
Ν.Χ.: Με ιδιαίτερη ανησυχία αλλά και ελπίδα. Η γενική εικόνα λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος απέχει πολύ από τις απαιτήσεις της συγκυρίας εξαιτίας των διαδοχικών κρίσεων, της εισβολής της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, την πολύ πιθανή σοβαρή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και τον επιθετικό παροξυσμό της Τουρκίας. Βέβαια ως λαός κατά τη διάρκεια των τελευταίων 70 χρόνων συνεχούς Ειρήνης αντιμετωπίσαμε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις και επικίνδυνες στιγμές χωρίς ιδιαίτερα σοβαρούς συλλογικούς τραυματισμούς και αυτό μου επιτρέπει να είμαι αισιόδοξος.

«Π»: Ποιοι αποτέλεσαν την πρώτη οικιστική και κοινωνική αρχή του Γαλατσίου. Αληθεύει ότι «τσοπάνηδες έβοσκαν τα πρόβατά τους» στην περιοχή μας;
Ν.Χ.: Χωρίς καμιά αμφιβολία. Αδιάψευστη απόδειξη οι πολυπληθείς γαλατσιώτικες οικογένειες – απόγονοι των βοσκών που ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους στην περιοχή μας από τα πρώτα χρόνια ακόμα της ίδρυσης του Νεοελληνικού Κράτους (1830). Μάλιστα έπρεπε να εξασφαλίζουν σχετική άδεια παραμονής όσοι προέρχονταν από περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι σε αριθμό που να συγκροτούν διακριτή, ξεχωριστή κοινωνία υπήρξαν οι εργάτες των νταμαριών. Νταμαρτζήδες, καμινάρηδες, μεταφορείς, τεχνίτες εξορυκτικών εργαλείων, μηχανήματων, μεταφορικών μέσων (αραμπάδων τα πρώτα χρόνια, φορτηγών αυτοκινήτων) κλπ. Και βέβαια ταυτόχρονα και παράλληλα και σε βάθος χρόνου οι πολυπληθείς αφίξεις από κάθε γωνιά της χώρας, που οι ανάγκες επιβίωσης τους έδιωχναν από τον τόπο τους.

«Π»: Πώς αποτυπώνεται στο διάβα του χρόνου η όσμωση του πληθυσμού που πρωτοκατοικεί το Γαλάτσι από το 1910, όταν ήρθαν εργάτες για τα Καμίνια και οι εισροή των Ναξιωτών αλλά και από άλλες περιοχές της χώρας;
Ν.Χ.: Με μια πρώτη ματιά οι Γαλατσιώτες της ηλικίας μου αλλά και οι κάπως νεότεροι το βλέπουν αμέσως στη σωματική διάπλαση, το λεγόμενο σωματότυπο, και τη φυσιογνωμία των σημερινών κατοίκων που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και πήραν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους στο Γαλάτσι. Για δεκαετίες μπορούσε να μαντεύσει κανείς την καταγωγή κάποιου από την εξωτερική του εμφάνιση. Οι σημερινοί Γαλατσιώτες έχουν πλέον τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά των αστών, των κατοίκων των αστικών κέντρων. Φυσικά αυτό αποτυπώνεται και στα πολιτισμικά δεδομένα. Από τη γλώσσα, τη δημόσια συμπεριφορά, τις καταναλωτικές συνήθειες, τις ψυχαγωγικές και διασκεδαστικές προτιμήσεις, τις πνευματικές αναζητήσεις, τις ανησυχίες κλπ., ό,τι αφορά στις ανάγκες και επιθυμίες ενός σύγχρονου πολίτη κατοίκου αστικού κέντρου.
Και μια και τό’φερε η κουβέντα, μια πρόταση: Οι άνθρωποι που στη διάρκεια του 20ου αιώνα αναγκάστηκαν να φύγουν από τα χωριά τους και τελικά ρίζωσαν στο Γαλάτσι, κουβάλησαν μαζί τους αντικείμενα, εργαλεία, συσκευές, προϊόντα οικοτεχνίας κλπ. χαρακτηριστικά του κάθε ξεχωριστού τόπου με τα οποία ευκόλυναν τη ζωή τους και ομόρφαιναν τη νέα κατοικία τους. Όλα αυτά, προϊόντα οικοτεχνικής δημιουργίας χαρακτηριστικά ενός άλλου πολιτισμικού προτύπου με την αποχώρηση από τη ζωή των ανθρώπων που τά’φεραν μαζί τους και αποτελούσαν το συνδετικό κρίκο τους με την πατρίδα θα χαθούν. Έχω τη γνώμη ότι το σημερινό Γαλάτσι οφείλει να φροντίσει για τη διάσωσή τους με ένα Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού. Στο Δήμο μας επιβιώνουν ακόμα μερικά ωραία διώροφα σπιτάκια, κατάλληλα γι’ αυτό το σκοπό. Οι παροικιακοί Σύλλογοι, η Διοίκηση του Δήμου, το Δημοτικό Συμβούλιο, όλοι μας οφείλουμε να το φροντίσουμε. Είναι χρέος μας…

«Π»: Υπάρχουν κριτικές για τα δύο βιβλία σας; Τί λέει το αναγνωστικό κοινό;
Ν.Χ.: Σχετική με την ερώτησή σας εικόνα έχω μόνο για τον 1ο Τόμο και μπορώ να σας πω ότι η υποδοχή του από τους Γαλατσιώτες ξεπέρασε τις προβλέψεις μου. Με συναντούσαν στο δρόμο ή τηλεφωνούσαν για να μου πουν ότι το διάβασαν «μονορούφι». Είναι ενδεικτικό ότι εξακολουθεί να κινείται. Για τον 2ο Τόμο που κυκλοφόρησε το περασμένο Ιούνιο μέσα στην περίοδο των διακοπών είναι πολύ νωρίς. Οι Γαλατσιώτες επέστρεψαν από τις διακοπές τους και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα γνωστά προβλήματα του χειμώνα να καραδοκούν. Το βιβλίο δεν έχει διαβαστεί ακόμα. Όμως από την υποδοχή που του επιφυλάχτηκε κατά την παρουσίασή του, πιστεύω ότι θα ακολουθήσει πορεία ανάλογη του 1ου Τόμου.
Κοιτάξτε το περιεχόμενο των βιβλίων, που διασώζουν ιστορικά δεδομένα, τα καθιστά διαχρονικά, επίκαιρα σε βάθος χρόνου. Οι άνθρωποι πάντοτε θέλουν να γνωρίζουν όσα και για ποιους λόγους συνέβησαν στο τόπο που γεννήθηκαν και το ψάχνουν.

«Π»: Γράφεται η Ιστορία από μαρτυρίες και ιστορίες ανθρώπων;
Ν.Χ.: Φυσικά, με μια προϋπόθεση. Οι όποιες μαρτυρίες και ιστορίσεις, πριν ενδυθούν το χαρακτήρα Ιστορίας, θα πρέπει να υπόκεινται σε αλλεπάλληλες αντιπαραβολές και διασταυρώσεις για να επιβεβαιώνεται απόλυτα η αλήθεια τους.
Βέβαια η πραγματική ιστορία για ένα γεγονός γράφεται μόνο κατά στιγμή που συντελείται, που πραγματώνεται. Η ιστόρησή του επιχειρείται εκ των υστέρων. Στο μεταξύ μεσολαβούν μια σειρά παράγοντες όπως προβλήματα μνήμης, ιδιοτέλειες, σκοπιμότητες, συμφέροντα, κλπ. με αποτέλεσμα την παραμόρφωση, την αλλοίωση, τη μεγαλοποίηση, την απαξίωση την απόκρυψη σημαντικών πλευρών ή την προσθήκη αρνητικών και επινοημένων κλπ.κλπ.

«Π»: Μπορούσε το Γαλάτσι να είναι διαφορετικό και ποιός πιστεύετε έχει τη κύρια ευθύνη; Ποιό μήνυμα θέλετε να περάσετε στους Γαλατσιώτες;
Ν.Χ.: Η συγγραφή του 2ου Τόμου αποτελεί πολιτική πράξη. Πρόκειται για προσωπική πολιτική – κοινωνική υποχρέωση προς τους Γαλατσιώτες. Να πληροφορηθούν τους λόγους για τους οποίους τα Τουρκοβούνια 50 χρόνια τώρα παραμένουν αποκρουστικό σεληνιακό τοπίο και οι άλλες αξιόλογες περιαστικές εκτάσεις (Νταμάρι Λεβεντάκη, Λόφος του Παιδιού, Αλεπότρυπα) αλλά ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό (Λόφος Άγιου Σπυρίδωνα) παραμελήθηκαν ή αφέθηκαν αναξιοποίητες στην κατάσταση που βρίσκονταν τη δεκαετία του 1960. Δεν υπήρξε μέριμνα ούτε για την προστασία τους από αυθαιρεσίες και τμήματά τους κατάντησαν σκουπιδότοποι.
Να πληροφορηθούν γιατί δεν έχει το Γαλάτσι μια άξια λόγου πλατεία, πολεοδομικό και κοινωνικό κέντρο; Γιατί το κυκλοφοριακό σταυροδρόμι, θηλιά στο λαιμό της πόλης μας δεν υπογειοποιήθηκε; Γιατί από τους πέντε συνολικά κινηματογράφους δεν σώθηκε ούτε ο πιο αξιόλογος και ευρύτερα γνωστός «Αλέξανδρος», στο κεντρικότερο σημείο της πόλης; Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα δημοτικό πάρκινγκ; Γιατί δεν προχώρησε η κατασκευή Δημαρχείου, η λειτουργεία σύγχρονης Δημοτικής Βιβλιοθήκης που ο ίδιος ο Δήμαρχος τα εισηγήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο πριν το 1980 και πήρε την ομόφωνη απόφασή του; Σταματώ εδώ όμως, γιατί «τα γιατί;» δεν έχουν τελειωμό.
Χωρίς αμφιβολία λοιπόν το Γαλάτσι μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό. Φυσικά δεν μπορούσε να γίνει Ψυχικό. Μπορούσε όμως να εξελιχθεί σε ελκυστικό τόπο κατοικίας για την εργαζόμενη οικογένεια. Πολιτικό μήνυμα συνεπώς η συγγραφή και έκδοση του 2ου Τόμου που φιλοδοξεί να αναδείξει τις ευθύνες για το σημερινό Γαλάτσι όχι μόνο του συνεχώς επί τριάντα και πλέον χρόνια Δημάρχου Βασίλη Παπαδιονυσίου για την πολιτική, τις πρακτικές, τις διαχειριστικές σπατάλες και τις παραλείψεις της κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, αλλά ευρύτερα του πολιτικού μας συστήματος που τις γνώριζε τις ανεχόταν και πιθανώς τις υπέθαλπε. Και βέβαια και τις δικές μας, του καθενός ξεχωριστά, που αδιαφορούμε για ό,τι συμβαίνει έξω από το κατώφλι του σπιτιού μας. Και πολύ περισσότερο όταν στο πλαίσιο της γνωστής πολιτικής και κομματικής ψηφοθηρικής συναλλαγής προτάσσουμε το ατομικό μας βόλεμα (στην πραγματικότητα ψευτοβόλεμα) που συνήθως αποβαίνει σε βάρος του συλλογικού συμφέροντος. Όπως το σημερινό Γαλάτσι που τόσο μας ταλαιπωρεί και μας απογοητεύει, ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να είναι ανθρωπινότερο.
Πρόθεσή μου λοιπόν δεν ήταν η άσκηση κριτικής. Αυτή τη λειτουργία την άσκησα και την υπηρέτησα επί μία και πλέον εικοσαετία από τις θεσμικές θέσεις που υπηρέτησα. Όσο μου το επέτρεπαν οι προσωπικές μου δυνάμεις βέβαια και οι αντικειμενικές συνθήκες της περιόδου. Συνεπώς η όποια κριτική ασκείται από τα ίδια τα γεγονότα που καταχωρίζονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου και υποστηρίζονται από γραπτά ντοκουμέντα.

• Τα βιβλία του Νέστορα Χατζούδη «Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο Διάβα του 2ου αιώνα» 1ος και 2ος Τόμος μπορείτε να τα προμηθευτείτε από τα γραφεία του «Παλμού», Αλκυόνης 10 στο Γαλάτσι, ή κάνοντας τηλεφωνικά την παραγγελία σας στο 210.2130131.

Πήγαινε στην κορυφή