«Η πεζογραφία με έμαθε να λειτουργώ με αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους», Γιάννης Φιλιππίδης – Συγγραφέας

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Η πεζογραφία με έμαθε να λειτουργώ με αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους», Γιάννης Φιλιππίδης – Συγγραφέας

Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της Άνεμος Εκδοτική. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και επώνυμες ιστοσελίδες. Από το 2013 αρθρογραφεί κι είναι αρχισυντάκτης στο www. anemosmagazine.gr. Aπό την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», μυθιστόρημα, 2006., «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”», μυθιστόρημα, 2008. «Μα, το ψάρι είναι φρούτο», οχτώ απρόβλεπτες ιστορίες για ενήλικους αναγνώστες, 2011. «Κρατάς μυστικό;», μυθιστόρημα, 2011. «Ζωή με λες», παιχνίδια πεζογραφίας, 2011. «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης», μυθιστόρημα, 2012. «Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης», μυθιστόρημα, 2014. «Το ασανσέρ των οκτώμισι», θεατρικό, 2015. «Κωδικός ελευθερία», παιχνίδια πεζογραφίας, 2015. «Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων», μυθιστόρημα, 2017. «Είχε λιακάδα σήμερα», μυθιστόρημα, 2019. «Το σπίτι με τις κλειδαριές», μυθιστόρημα, 2020. «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι», μυθιστόρημα, 2021. Και τα πολυσυμμετοχικά «Το προσωπικό μου θέατρο σκιών» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011). «Προσωπογραφίες» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Γιαννιτσά, μια από τις πιο όμορφες πόλεις της κεντρικής Μακεδονίας, πρόλαβα να παίξω σε γειτονιές από κείνες που δεν υπάρχουν πια, να διασκεδάσω με παιχνίδια που τα παιδιά κυρίως των μεγάλων πόλεων έχουν μόνο ακουστά ή και όχι.

«Π»: Τι σας ώθησε στην συγγραφή;
Γ.Φ.: Διάβαζα πολύ από την εποχή που έμαθα να διαβάζω. Αγάπησα πολύ τα βιβλία, οι λέξεις απέκτησαν για μένα χαρακτήρα, εικόνα ακόμα και αισθητικά. Έτσι στα οχτώ μου χρόνια απέκτησα την πρώτη μου γραφομηχανή. Ανεπίδεκτος στο να μάθω τυφλό σύστημα ή ν’ αποκτήσω ευχέρεια και ταχύτητα, άρχισα να γράφω τα δικά μου κείμενα. Δεν είχανε βέβαια λογοτεχνική αξία αλλά η αρχή είχε γίνει, χωρίς να το συνειδητοποιώ.

«Π»: Μιλήστε μας για τις σπουδές σας στην υποκριτική τέχνη στην Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Πώς σας βοήθησαν στην πορεία σας;
Γ.Φ.: Οι σπουδές μου κι η δεκαπενταετής θητεία μου στο θέατρο, με βοήθησαν να διδαχτώ θεωρητικά και πρακτικά το πώς να προσεγγίζω έναν χαρακτήρα, να ντύνομαι τα ρούχα του, να νιώθω τον σφυγμό ή τα συναισθήματά του. Τον αείμνηστο δάσκαλό μου θα τον ευγνωμονώ πάντα, γιατί στάθηκε ένας άξιος δάσκαλος. Αλλά η νοοτροπία του ελεύθερου θεάτρου με απογοήτευσε, αλλιώς είχα διδαχτεί την υποκριτική τέχνη στη Σχολή. Έτσι, ταυτόχρονα με τη δουλειά μου στο θέατρο, είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Ένα απόγευμα κάθισα σ’ έναν υπολογιστή και τα δάχτυλα άρχισαν να τρέχουν μόνα τους. Έτσι μαγικά, προέκυψε πολύ καιρό αργότερα το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου».

«Π»: Τι είναι η συγγραφή για εσάς;
Γ.Φ.: Ολόκληρη η ζωή μου πια. Γράφω βλέπετε από τα 27 επαγγελματικά – χωρίς να το αντιλαμβάνομαι στην αρχή – και η πεζογραφία με δίδαξε να λειτουργώ με υπερευαισθησία και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους.

«Π»: Ποιό λογοτεχνικό είδος αγαπάτε και υπηρετείτε;
Γ.Φ.: Αγαπάω πολύ το κοινωνικό μυθιστόρημα, είτε αυτό είναι ένα δραματικό βιβλίο δυνατών συναισθημάτων, είτε πρόκειται για βιβλία που εμπεριέχουν άφθονο χιούμορ, ανάλογα με το πού με κατευθύνει η κάθε περίοδος της ζωής μου, μιας και δε σταματώ να γράφω ποτέ. Μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνω, κάνω στάσεις που μου είναι αναγκαίες, για να μπορώ να αποφορτίζομαι από το προηγούμενο βιβλίο και να δημιουργώ κατ’ αρχήν και ίσως για καιρό, τις προϋποθέσεις και τους χαρακτήρες για κάτι καινούργιο.

«Π»: Ποιες είναι οι ώρες που επιλέγετε να γράφετε; Υπάρχουν προϋποθέσεις;
Γ.Φ.: Πάντα γράφω στο εφεδρικό μου γραφειάκι στον Άνεμο, μακριά από τηλεφωνήματα ή άλλους θορύβους. Και πάντα το γράψιμο συνοδεύεται από μουσική, κυρίως σάουντρακ από ταινίες, τα οποία αναζητώ με μανία στο διαδίκτυο κι όταν βρίσκω θέματα που με συγκινούν, τα αποκτώ και τα χρησιμοποιώ, ανάλογα με την υφή κάθε βιβλίου, κάθε κεφαλαίου. Οι ώρες που γράφω; Ξεκινάω συνήθως το πρωί, αφού πιω έναν καφέ και συνεχίζω ως αργά το απομεσήμερο, καμιά φορά και αργά το απόγευμα, αν είναι αναγκαίο να ολοκληρώσω μια ενότητα και οι δυνάμεις μου, μου το επιτρέπουν.

«Π»: Τι σας εμπνέει, σας μεθάει;
Γ.Φ.: Πρόσωπα και καταστάσεις που γεννάει συνήθως η φαντασία μου. Η πεζογραφία μ’ έκανε πολύ παρατηρητικό. Ακόμα κι ένας άνθρωπος που θ’ ανταμώσω στο δρόμο, μια εικόνα, μια μνήμη από το παρελθόν, αποτελούν το εφαλτήριο για να ξεκινήσω ή και να αφιερώσω ένα ολόκληρο βιβλίο.

«Π»: Ως υπεύθυνος στην Άνεμος Εκδοτική, πώς βλέπετε την αγορά υπάρχει ζήτηση νέων βιβλίων και συγγραφέων;
Γ.Φ.: Υπάρχει πάντα ζήτηση, αλλά σ’ έναν ορυμαγδό καλών και τοξικών εκδοτικών οίκων, που δεν δουλεύουν σωστά στην επικοινωνία και τη διανομή του βιβλίου, μιας και η απλή εκτύπωση δεν αρκεί, μπερδεύουν το αναγνωστικό κοινό. Χρειάζεται να οπλιστούν οι νεότεροι με αγάπη στο αντικείμενό τους, γνώση του πού απευθύνονται και υπομονή ώστε να καταφέρουν να ξεχωρίσουν.

«Π»: Πώς δημιουργείτε τους ήρωές σας;
Γ.Φ.: Εδώ λειτουργεί πρώτιστα η έμπνευση. Είναι αναγκαίο να ερωτευτώ πρώτος εγώ τα βασικά πρόσωπα του κάθε μου βιβλίου, καιρό πριν ξεκινήσω να γράφω. Πρώτα σκιτσάρονται μέσα μου, αποκτούν παρελθόν και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έπειτα τους εισάγω στη μυθοπλασία που ξεκινάει και τα μυθιστορήματα γράφονται απ’ όσα μου υπαγορεύουν οι ήρωές μου.

«Π»: Ποια η πορεία του ηλεκτρονικού βιβλίου; Το ίντερνετ βοηθά τους συγγραφείς;
Γ.Φ.: Το διαδίκτυο βοηθάει πολύ στο να αναδειχτούν νέες φωνές και γραφές, καινούργιοι εκδοτικοί οίκοι, που δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν οικονομικά σε διαφημιστικές δαπάνες. Αλλά στις νεότερες κυρίως ηλικίες, ένα κινητό στο χέρι βλάπτει όχι μόνο τα βιβλία που δεν θα διαβαστούν από τα νέα παιδιά, αλλά και την ζωή τους εν γένει. Το ηλεκτρονικό βιβλίο, μολονότι κουβεντιάζεται εδώ και χρόνια, δεν τυγχάνει της εκτίμησης του κοινού, που δείχνει ν’ αγαπάει το χαρτί, αφού το βιβλίο είναι ένα μέσο, που μεταφέρεται οπουδήποτε και δεν σε αναγκάζει να χρησιμοποιήσεις την τεχνολογία.

«Π»: Από το 2006 έως και σήμερα έχετε 13 τίτλους βιβλίων. Τί πραγματεύονται;
Γ.Φ.: Συμβαδίζω με τις εποχές και τα χρόνια που κυλούν, δεν αντιγράφω ποτέ μου τον εαυτό μου, αν κάποιο βιβλίο σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Ακούω πάντα την καρδιά μου. Έτσι όλα μου τα βιβλία είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα, εκτός από δύο, το «Ζωή με λες» και το «Κωδικός ελευθερία», που είναι βιβλία εσωτερικού διάλογου μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Ακόμα στην βιβλιογραφία μου συμπεριλαμβάνονται ένα θεατρικό έργο και μια σειρά διηγημάτων, που αγαπήθηκε πολύ και φέρει τον απροσδόκητο τίτλο «Μα το ψάρι είναι φρούτο».

«Π»: Ποιό βιβλίο σας θεωρείτε ιδανικό για διακοπές;
Γ.Φ.: Μια τέτοια επιλογή, κατά την ταπεινή μου κρίση, δεν έχει να κάνει με μένα, αλλά με τους αναγνώστες και με τις αναγνώστριες των βιβλίων μου. Κάποιοι προτιμούν τα βιβλία που είναι πιο ανάλαφρα, άλλοι πάλι δεν έχουν πρόβλημα να διαβάσουν ένα δραματικό βιβλίο, ανάλογα με τις δικές τους προτιμήσεις.

«Π»: Οι πρωτοεμφανιζόμενοι νεαροί συγγραφείς φέρνουν φρέσκες ιδέες φρέσκο αέρα στην λογοτεχνία; Τους δίνονται οι ευκαιρίες;
Γ.Φ.: Το ότι είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, δεν εξυπακούεται πάντα ότι πρεσβεύουν κάτι καινούργιο. Όταν τα πρότυπα – συγγραφείς που διαβάζουν ανήκουν σε άλλες προηγούμενες γενιές, τους επηρεάζουν αρνητικά, ιδιαίτερα αν οι αγαπημένοι τους συγγραφείς αποτελούν πρότυπα προς αποφυγήν. Ευκαιρίες πάντα δίνονται, αλλά θα πρέπει να σταθούν προσεκτικοί, πρώτιστα στο τι χειρόγραφα παραδίδουν προς έκδοση, όσο και στο να επιλέξουν έναν εκδοτικό οίκο, που θα μοιραστεί μαζί τους τα όνειρά τους.

«Π»: Αγαπάτε τα ταξίδια, είναι ταξίδι το κάθε σας βιβλίο;
Γ.Φ.: Πράγματι, αγαπάω τα ταξίδια κι έχω ταξιδέψει πολύ ως τώρα, πάντα εντός συνόρων μιας και αγαπάω πολύ κάθε ελληνικό τόπο, είτε είναι τουριστικός είτε όχι. Κι αναμφίβολα, αυτός ο ταξιδιωτικός άνεμος διαπνέει και τα βιβλία μου. Ανεξάρτητα από μένα, πιστεύω πως κάθε βιβλίο είναι ένα ταξίδι, που σου ξυπνάει συναισθήματα, που βρίσκονται κρυμμένα μέσα σου.

«Π»: Ποιούς συγγραφείς αγαπάτε και διαβάζετε ;
Γ.Φ.: Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι ο Παύλος Μάτεσης, ο Γιάννης Ξανθούλης, η Ιζαμπέλ Αλιέντε, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κι άλλοι μικρότεροι που δεν είναι τόσο ξακουστοί, αλλά τα βιβλία τους είναι διαμάντια.

«Π»: Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και οι απανωτές οικονομικές κρίσεις, τί αποτέλεσμα έχει στις εκδόσεις νέων βιβλίων;
Γ.Φ.: Το αναμενόμενο: Πτώση του τζίρου των πωλήσεων σε βάθος χρόνου. Ο Έλληνας προτιμά να ψυχαγωγείται με το διαδίκτυο ή με μια ανοιχτή τηλεόραση, παρά με ένα βιβλίο. Κι αυτό, είναι κάτι που πρέπει ο κάθε βιβλιόφιλος, να προσπαθήσει να ανατρέψει, είτε επιστρέφοντας στην παλιά καλή συνήθεια της ανάγνωσης που έχει να του προσφέρει το συναίσθημα, που του στερεί η ηλεκτρονική εποχή, είτε ακόμη ακόμη, να προτρέψει φίλους του να το κάνουν, προτείνοντάς τους αξιόλογα βιβλία.

«Π»: Τι σας στενοχωρεί;
Γ.Φ.: Η μιζέρια των άλλων, το ψέμα κι η μνησικακία. Υπερευαίσθητος όπως είμαι σαν άνθρωπος, πληγώνομαι εύκολα από λόγια που μαθαίνω να λέγονται για μένα και θαρρώ ότι μιλάνε για κάποιον άλλον. Οι άνθρωποι βγάζουν βιάστηκα συμπεράσματα παρακολουθώντας μέρος της ζωής μου από την κλειδαρότρυπα του διαδικτύου, φωτογραφίες, συνεντεύξεις ή εξυμνητικές κριτικές. Λησμονούν το γεγονός ότι μετράω πια 16 χρόνια στον κόσμο της πεζογραφίας και ό,τι κατάφερα, έγινε βιβλίο το βιβλίο, άνθρωπο τον άνθρωπο. Η εμπάθεια πολλών δεν τους επιτρέπει να γνωρίσουν τον αληθινό Γιάννη. Τον Γιάννη που έχει ελλειμματική όραση, (πάσχω από τα 33 μου χρόνια από την νόσο του Στάργκαρντ) που μου ’χει θαμπώσει καταστροφικά την οπτική μου ικανότητα, με αποτέλεσμα η καθημερινότητά μου να είναι πολύ δυσκολότερη απ’ αυτήν των άλλων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η πάθηση, εμένα με έχει κάνει πιο δυνατό και πιο επίμονο σαν χαρακτήρα και δημιουργό.

«Π»: Ο έρωτας για εσάς;
Γ.Φ.: Είναι ο κινητήριος μοχλός στη ζωή μου. Στάθηκα τυχερός, να γνωρίσω το οριστικό μου ταίρι στα είκοσί μου χρόνια. Έχουμε κλείσει πια τα 32 χρόνια κοινής ζωής, μιας ζωής που βέβαια χρειάστηκε πολλή δουλειά για να στεριώσει, αλλά το κάναμε κι αυτό. Τώρα το μόνο που ευχόμαστε για μας είναι υγεία και μακροημέρευση.

«Π»: Μιλήστε μας για το νέο σας μυθιστόρημα.
Γ.Φ.: Το «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι» φρονώ ότι είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία μου. Ξεκινάει πολύ δυνατά με το ολοκαύτωμα του Διστόμου, που έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου του 1944. Η επέλαση των κατακτητών στάθηκε λυσσαλέα. Σκότωσαν ότι ζωντανό βρέθηκε στο δρόμο τους, βίασαν, έκαψαν… Από αυτά τα δραματικά γεγονότα που δεν περιγράφονται με λόγια θα γλιτώσει ένα κορίτσι η Αντιγόνη. Δύο βδομάδες αργότερα θα ξεκινήσει ο προσωπικός της Γολγοθάς. Φορτωμένη σ’ ένα κάρο που κουβαλάει πατάτες θα μεταφερθεί ως την Λιβαδειά με την ελπίδα να βρει καταφύγιο στο φτωχικό σπίτι των μοναδικών συγγενών της εκεί. Ωστόσο ο θείος της, μη μπορώντας να θρέψει ένα στόμα παραπάνω, θα την δώσει ως εσωτερική υπηρέτρια στο σπίτι ενός πλούσιου γαιοκτήμονα αλλά και συνεργάτη των Γερμανών. Εκεί θα περάσει δύσκολα χρόνια, απάνθρωπα. Το 1950 τα αφεντικά της θα την πουλήσουν σ’ ένα κύκλωμα που εμπορεύεται νεαρά κορίτσια που προορίζονται για νύφες μεσήλικων Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική. Η Αντιγόνη θα πάθει πολιτισμικό σοκ αντικρίζοντας τεράστιους δρόμους ουρανοξύστες και μια πόλη που δείχνει να μην τελειώνει πουθενά. Εκεί θα ζήσει εντελώς διαφορετικά. Θα ζήσει δύο ολόκληρα χρόνια μαθαίνοντας την γλώσσα και τον πολιτισμό της ξενιτιάς. Εκεί επίσης θα συνειδητοποιήσει τι είναι καλό για κείνη και τι όχι. Περισσότερα στοιχεία δεν θέλω να αποκαλύψω αλλά γρήγορα η ζωή της θα αρχίσει να έχει και πάλι νόημα και σκοπό.
Αυτό το μυθιστόρημα χρειάστηκε πολύμηνη έρευνα τόσο για τα γεγονότα που παρουσιάζω στην πληγωμένη Ελλάδα αλλά και ποιες αντιλήψεις επικρατούσαν για την θέση της γυναίκας εκείνα τα χρόνια. Αργότερα θα δούμε πόσο δύσκολη ήταν η μετανάστευση από άλλες χώρες στην Αμερική, το πως φέρονταν στους νεοφερμένους που αναγκάζονταν να δουλεύουν από το πρωί μέχρι την νύχτα, τον τρόπο διαβίωσης τους όσο και το πως αντιμετωπίζονταν κυρίως από τους Αγγλοσάξονες που τους αντιμετώπιζαν σαν μιάσματα.
Η ηρωίδα μου όμως θα σταθεί πιο γερά στα πόδια της στο μυαλό της θα φυσήξει καινούργιος άνεμος και θα χειραφετηθεί όπως δεν το ’χε κάνει ποτέ ως τότε. Κι αυτό το βιβλίο μου έχει τελικά προσανατολισμό, την ελπίδα και το φως.

«Π»: Τι ετοιμάζετε;
Γ.Φ.: Αυτή την εποχή δεν γράφω κάποιο βιβλίο. Μετατρέπω το πρώτο μου μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο. Είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη γυναικεία αφήγηση και ίσως να φαντάζει εύκολο. Δεν είναι όμως καθόλου για μένα, τον συγγραφέα του. Θέλω να γίνει σωστά και να μη λείψουν όμορφες ενότητες, αφηγήσεις σημαντικών γεγονότων και στοιχεία που ορίζουν την προσωπικότητα του βιβλίου.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή