«Αυτό που έμαθα από την πορεία μου είναι πως τίποτα δεν είναι αιώνιο», Θέμης Ανδρεάδης – Τραγουδιστής

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Αυτό που έμαθα από την πορεία μου είναι πως τίποτα δεν είναι αιώνιο», Θέμης Ανδρεάδης – Τραγουδιστής

Ο Θέμης Ανδρεάδης γεννήθηκε στην Καλλιθέα στις 31 Δεκεμβρίου 1949. Το 1965, σε ηλικία 15 ετών, άρχισε να ασχολείται με την μουσική μαθαίνοντας κλασική κιθάρα με δάσκαλο τον Νότη Μαυρουδή. Ο Μαυρουδής του γνώρισε και τα τραγουδιστικά στέκια της εποχής που ήταν οι μπουάτ του Νέου Κύματος. Επηρεαζόμενος από αυτό το διαφορετικό της εποχής σε ηλικία 16 ετών το 1966 άρχισε να μελοποιεί ποιήματα από τις «Ανθολογίες» αλλά και σε στίχους φίλων και δικούς του και να τα τραγουδά στις μπουάτ. Έτσι από το 1966 έως το 1971 τραγουδά στις μπουάτ της εποχής δικά του αλλά και γνωστών συνθετών τραγούδια.
Το 1971 ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος τον επιλέγει και τραγουδά για δύο χρόνια στη ιστορική μπουάτ «Λήδρα’» στην Πλάκα, μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη, συμμετέχοντας παράλληλα σε πολλές εκδηλώσεις και συναυλίες του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Το 1972 μπαίνει και στην δισκογραφία ερμηνεύοντας τα πρώτα τραγούδια του σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου όπως «Του άντρα του πολλά βαρύ», «ο Ταρζάν», «Όχι δεν πρέπει» σε στίχους του ποιητή Γιώργου Χρονά και «Πού πάτε λοιπόν» σε στίχους του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Σκούρτη.
Το 1973 είναι σημαδιακό όταν γνωρίζεται με τον στιχουργό και γελοιογράφο Γιάννη Λογοθέτη γνωστό και ως ΛοΓο και σε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Κιουρκτσόγλου ξεκινούν ένα είδος τραγουδιού που έμελλε να έχει μεγάλη επιτυχία και να καταγραφεί ως Σατιρικό Τραγούδι.
Ακολούθησε μεγάλη δισκογραφία. Είτε με τον Λογοθέτη είτε με άλλους συνθέτες είτε γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές ο Ανδρεάδης συνέχισε αυτό το είδος με μεγάλη επιτυχία μέχρι το 1980. Από το 1980 έκανε μια στροφή στην καριέρα του κάνοντας ανεξάρτητες παραγωγές με πιό έντεχνα ακούσματα γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές και συνεργαζόμενος με στιχουργούς όπως τον Μάνο Ελευθερίου, τον Λάζαρο Μπίκα, τον Γιάννη Ευθυμιάδη.
Έχει συνεργαστεί στις μπουάτ και στα νυκτερινά κέντρα, με τους καλλιτέχνες Καίτη Χωματά, Μιχάλη Βιολάρη, Αρλέττα, Γιώργο Μαρίνο, Μανώλη Μητσιά, Δήμητρα Γαλάνη, Βίκυ Μοσχολιού, Νίκο Ξυλούρη, Νινή Ζαχά, Σπεράντζα Βρανά, Τόλη Βοσκόπουλο, Σταμάτη Κόκκοτα, Τάνια Τσανακλίδου, Λιζέτα Νικολάου, Λίτσα Διαμάντη, Ρένα Κουμιώτη,Γιάννη Καλαντζή, Δημήτρη Μητροπάνο, Μαρία Δημητριάδη, Ρίτα Σακελλαρίου,Γιώργο Ζαμπέτα, Πόλυ Πάνου, Φίλιππα Νικολάου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Κατερίνα Στανίση, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Βογιατζή, Σωτηρία Μπέλλου, Δημήτρη Γκόγκο Μπαγιαντέρα, Στέλιο Κυρομήτη, Δούκισσα και άλλους πολλούς.
Και με τους συνθέτες Γιάννη Μαρκόπουλο, Μίμη Πλέσσα, Γιώργο Χατζηνάσιο, Χριστόδουλο Χάλαρη, Βασίλη Δημητρίου, Γιάννη Κιουρκτσόγλου, Λυκούργο Μαρκέα, Γιάννη Λογοθέτη, Χρήστο Κυριαζή, Νίκο Καρβέλα, Νινή Ζαχά, Τάκη Μουσαφίρη, Γιάννη Καραλή, Χρύσανθο Μουζακίτη και άλλους.
Έχει δώσει αναρίθμητες συναυλίες και παραστάσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Από το 1986 που ήταν και η τελευταία προσωπική του δισκογραφική δουλειά ακολουθεί τον δρόμο της σιωπής έως το 2012 που επανέρχεται με έναν ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών, αποδεικνύοντας πως ο καλλιτέχνης μπορεί παρά τις όποιες δυσκολίες να βγαίνει απο την σιωπή με την δύναμη της δημιουργίας. Είναι παντρεμένος από τον Σεπτέμβρη του 1977 με την γλύπτρια Άννα Αβράμ. Είναι πατέρας δύο γιών και παππούς δύο εγγονιών.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ: Γεννήθηκα την τελευταία μέρα του 1949 (31-12-1949) στην Καλλιθέα και σαν πρωτοχρονιάτικος μποναμάς ενέσκηψα στις ζωές των γονιών μου. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα με ανεμελειά όπως την περνούσαν τα παιδιά της μεταπολεμικής γενιάς που μεγάλωναν σε ένα φτωχό, υπό ανάπτυξη αλλά και με ελπίδα, περιβάλλον. Η γειτονιά μου αποτελείτο από χαμόσπιτα και οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι. Παρ΄ όλα αυτά η χαρά κι η ανεμελιά μας συνόδευε σε κάθε μας βήμα.

«Π»: Ποιά τα μουσικά σας ακούσματα;
Θ.ΑΝ.: Τα μουσικά μου ακούσματα, γιατί αυτά είχα έντονα από παιδί, ήταν το ραδιόφωνο που άκουγα και τραγουδούσα μαζί του, με τα λαϊκά και ελαφρά τραγούδια του αλλά και οι βεγγέρες που γίνονταν όταν γιόρταζε κάποιος και στήνονταν αυτοσχέδιες τραγουδιστικές χορωδίες που συμμετείχα τραγουδώντας κι εγώ. Επίσης ήμουν και καλός ψάλτης και έψαλα κάθε Κυριακή αλλά και τις γιορτές στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Καλλιθέας, με τον ψάλτη κύριο Φώτη. Είχα και θαυμάστριες όλες τις ηλικιωμένες κυρίες της εποχής!

«Π»: Τί είναι για εσάς η μουσική;
Θ.ΑΝ.: Η μουσική; Ο λόγος της ύπαρξής μου.

«Π»: Θυμάστε το πρώτο τραγούδι που είπατε στο κοινό;
Θ.ΑΝ.: Ναι, φυσικά το θυμάμαι. Ήμουν 16 ετών και όντας μαθητής κλασικής κιθάρας με δάσκαλό μου τον Νότη Μαυρουδή, είχα από τότε την έφεση να σκαρώνω μελωδίες. Άνοιγα τις Ανθολογίες ποιητών και έβαζα μουσική σε όποιο ποίημα μου κινούσε το ενδιαφέρον. Έτσι έβαλα μουσική σε ένα ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά και άρεσε τόσο πολύ στην αδελφή μου που με πήρε από το χέρι και με πήγε σε μιά ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής, του Γιώργου Οικονομίδη τα «Χαρούμενα Ταλέντα» και το τραγούδησα. Ηταν μεγάλη η επιτυχία που είχε το τραγούδι κι εγώ που το τραγούδησα που πήρα πολύ καλά σχόλια. Ήταν η πρώτη δημόσια παρουσία μου. Στο ραδιόφωνο.

«Π»: Τί κρατήσατε ως φυλακτό από τη διδασκαλία σας στην κλασική κιθάρα από τον δάσκαλό σας Νότη Μαυρουδή;
Θ.ΑΝ.: Ό,τι έμαθα στην κιθάρα και στη μετέπειτα πορεία μου στον χώρο του τραγουδιού, το εμπνεύστηκα και το διδάχτηκα από τον αγαπημένο μου Νότη. Ήταν σταθμός στη ζωή μου.

«Π»: Μπουάτ, τα στέκια του τραγουδιού της εποχής εκείνης. Μιλήστε μας γι’αυτές.
Θ.ΑΝ.: Οι μπουάτ ήταν αχτίδες φωτός! Αυτοί οι μικροί χώροι περιορισμένων ατόμων λειτουργούσαν σαν φωτοδότες. Εκεί οι άνθρωποι ένοιωθαν ότι το τραγούδι είναι λειτούργημα και οι καλλιτέχνες λειτουργοί της Τέχνης. Προσέφεραν στο τραγούδι την σοβαρότητα που του άξιζε. Το Νέο Κύμα έγινε ο μεγάλος προπομπός της άνθησης του ελληνικού τραγουδιού.

«Π»: Ποιά συνεργασία σας θεωρείτε αξέχαστη και ανεκτίμητη;
Θ.ΑΝ.: Όλες τις συνεργασίες που έκανα με όλους τους συναδέλφους μου ήταν εξαιρετικές γιατί έγιναν από δική μου επιλογή. Και είχα την τύχη να συνεργαστώ με θρυλικά ονόματα.

«Π»: Από το 1972 έως το 2021 έχετε πλουσιότατη δισκογραφική παρουσία. Πώς βλέπετε τώρα το παρόν και το μέλλον της;
Θ.ΑΝ.: Πράγματι, είχα την μεγάλη τύχη να υπάρξω δισκογραφικά την χρυσή δεκαετία της δισκογραφίας την δεκαετία το ’70 τότε που συνυπήρχα με τεράστια όνόματα του Ελληνικού τραγουδιού. Τότε έκανα τις μεγάλες επιτυχίες μου που ακόμα τραγουδιούνται
Δυστυχώς από το 2000 και εντεύθεν η δισκογραφία εξέπνευσε τα λοίσθια. Καταποντίστηκε από το youtube και το ίντερνετ γενικώς. Ό,τι θέλουν οι καταναλωτές το βρίσκουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον η δισκογραφία.

«Π»: Το 1986 είναι η τελευταία προσωπική σας δισκογραφική δουλειά. Μετά ακολουθείτε το δρόμο της σιωπής. Ποιός ο λόγος αυτής της αποχής;
Θ.ΑΝ.: Το 1992 έχοντας ήδη μια μεγάλη πορεία, ένοιωσα μια μεγάλη κούραση από την υπερδραστηριότητα που είχα αναπτύξει από το 1966 με μπουάτ, νυχτερινά κέντρα, στούντιο ηχοληψίας, συναυλίες εντός και εκτός Ελλάδος, συνεντευξεις, τηλεόρασεις, ραδιόφωνα κ.α και αποφάσισα να διακόψω για λίγο καιρό. Όμως με… πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα κάπως παραπάνω απο ότι ήθελα… 20 χρόνια! Ομως παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα ξαναβρήκα το κουράγιο και με την δύναμη του καλλιτέχνη, ξανάρθα στο προσκήνιο.

«Π»: Τί σας δίδαξε η επιτυχία σας;
Θ.ΑΝ.: Με δίδαξε πως τίποτα δεν είναι αιώνιο, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα.

«Π»: Τί σηματοδότησε στην καριέρα σας η συνεργασία σας με τον μεγάλο στιχουργό Μάνο Ελευθερίου;
Θ.ΑΝ.: Το 1982 έχοντας ήδη στο ενεργητικό μου μια μεγάλη καριέρα στο διασκεδαστικό – σατιρικό τραγούδι, αποφασίζω να εμφανίσω στο μεγάλο κοινό μια διαφορετική πλευρά του καλλιτεχνικού μου εαυτού, αυτή που υπήρχε πάντα αλλά η επιτυχία του σατιρικού διασκεδαστή τραγουδιστή, δεν την άφηνε να εμφανιστεί.
Κάνω λοιπόν μια παραγωγή, ιδίοις χρήμασι, με τραγούδια που τους στίχους μου είχε δώσει απο την δεκαετία του ’70 ο φίλος μου Μάνος Ελευθερίου και τους μελοποιώ και κάνω έναν δίσκο, το «Σαν Ξαφνικό Ταξίδι» που είχε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία αλλά μικρή εμπορική γιατί κινείτο εκτός δισκογραφικών εταιριών. Τον δίσκο αυτόν ακολούθησαν άλλοι δύο το 1986 το «Βάλε το ράδιο στην διαπασών» μετά η μακροχρόνια σιωπή μου και η επάνοδός μου το 2012 με τον δίσκο – πάλι παραγωγή δική μου – «Το Σώμα Ξέρει». Αυτή η στροφή ήταν ενδεικτική της καριέρας μου δεν μου βγήκε όπως περίμενα και μου έγινε σαφές πως αν γίνεις γνωστός με ένα είδος τραγουδιού, κι εδώ είναι το σατιρικό, με αυτό θα πορεύεσαι εσαεί.

«Π»: Τί ζημιά θεωρείτε πως έκανε η πανδημία του κορωνοϊού στο τραγούδι;
Θ.ΑΝ.: Μεγάλη ζημιά. Έμειναν άνεργοι όλοι οι παράγοντες του Πολιτισμού και των Τεχνών.

«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Θ.ΑΝ.: Σε λίγο θα μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω τραγούδια μου σε 17 ποιήματα που έχω μελοποιήσει. Ανυπομονώ.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή