Χριστιανισμός & Ορθολογισμός, γράφει ο Γιώργος Πένταρης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Χριστιανισμός & Ορθολογισμός, γράφει ο Γιώργος Πένταρης

Είναι η δεύτερη χρονιά που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα εν μέσω πανδημίας και μέσα σε ένα μείγμα απόψεων λανθασμένων, σωστών και το κυριότερο «ημιλανθασμένων», οι οποίες είναι και οι χειρότερες. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι το πώς θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα και βέβαια την Πρωτοχρονιά με τρόπο που να φέρει τις μικρότερες απώλειες και αυτό είναι η κύρια μέριμνα της κυβέρνησης. Το ότι η πολιτική της κυβέρνησης κριτικάρεται από την αντιπολίτευση μείζονα και ελάσσονα είναι θέμα ορθολογισμού και της φιλοσοφικής αντίληψης των πραγμάτων.

Ο ορθολογισμός ως φιλοσοφική αντίληψη των πραγμάτων επεμβαίνει σε κάθε έκφανση της ζωής και μια τέτοια έκφανση είναι και η γέννηση του Χριστού, που ως γεγονός αυτό καθ’ εαυτό είναι κάτι που αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, αλλά και γίνεται απολύτως αποδεκτή από άλλους. Το ότι υπάρχουν γραπτά κείμενα για την διδασκαλία Του είναι γεγονός. Η ορθολογική σκέψη θέτει το ερώτημα για την πραγματικότητα που εκπροσωπούν τα κείμενα των Ευαγγελιστών. Είναι διηγήσεις που έζησαν οι ίδιοι ή είναι συμπληρωμένα και από απόψεις και διδασκαλίες άλλων, όπως το «κατά Μάρκον» Ευαγγέλιο που είναι το παλαιότερο και έχει γραφτεί το αργότερο μέχρι το 65 μ.Χ. Άλλο παράδειγμα είναι το «κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιο που γράφτηκε γύρω στο 80 μ.Χ., δηλαδή 40 χρόνια μετά τον θάνατο και την Ανάσταση Αυτού. Μέχρι τότε τα γεγονότα παρέμεναν στο μυαλό του Ευαγγελιστού, τα οποία συμπληρώνονταν, όπως είναι φυσικό, και από διηγήσεις των άλλων μαθητών του Ιησού και ενδεχομένως και από διηγήσεις άλλων ατόμων που έζησαν την διδασκαλία και τα γεγονότα του Χριστού.
Τα άλλα δύο Ευαγγέλια γράφτηκαν μετά το 150 μ.Χ. και είναι προφανές ότι αυτά έχουν γραφτεί είτε από διηγήσεις άλλων είτε από ανάγνωση των δύο πρώτων Ευαγγελίων, δηλαδή τα κατά Μάρκο και κατά Μταθαίον. Όπως ίσως θα καταλάβατε από τα παραπάνω, υπάρχει ένας προβληματισμός για την ακρίβεια των γεγονότων που περιγράφονται στα Ευαγγέλια και εδώ μπαίνει η αντίθεση μεταξύ ορθολογισμού, της λογικής βασάνου των γεγονότων και της πίστης. Η χριστιανική θρησκεία, όπως και οι άλλες θρησκείες, στηρίζονται κυρίως στην πίστη παραμερίζοντας την λογική. Πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχτούν εναποτίθενται στην πίστη και άλλα γεγονότα που έχουν ιστορικό υπόβαθρο γίνονται δεκτά γιατί υπάρχουν πολλές και διάφορες πηγές.
Τα πραγματικά γεγονότα που έχουν να κάνουν με την χριστιανική θρησκεία δημιουργούν στην πραγματικότητα τα θεμέλια αυτής. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, όπου εκεί καθορίστηκε εν τέλει το χριστιανικό δόγμα. Βέβαια οι ορθολογιστές έχουν και πολλές άλλες ενστάσεις όσον αφορά τα γεγονότα και τους λόγους εξάπλωσης του χριστιανισμού. Ένα μικρό και διαφωτιστικό κείμενο είναι των επιστημόνων αστροφυσικών Μάνου Δανέζη και Στράτου Θεοδοσίου στον σύνδεσμο https://manosdanezis.gr.

Οποιαδήποτε και αν είναι η πραγματικότητα όσον αφορά την γέννηση και ζωή του Χριστού, εκείνο που έχουμε σήμερα ως δεδομένο είναι η διδασκαλία της Καινής Διαθήκης που στην ουσία είναι ένας κανόνας ζωής που εξυπηρέτησε στο διάβα των αιώνων πολλά και διάφορα συμφέροντα είτε υπέρ είτε κατά των λαών. Στην εποχή μας με την πρόοδο της επιστήμης και της λογικής, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας, η αντίληψη του Θείου και η σχέση του με τον άνθρωπο δεν είναι ίδιες με τις αντιλήψεις που υπήρχαν πριν από έναν αιώνα. Σήμερα η εκκλησία προσαρμόζεται με μεγαλύτερη ευκολία, εν συγκρίσει με παλαιότερες εποχές, στις νέες κοινωνικές αντιλήψεις και ανάγκες σε αρκετά μεγάλο βαθμό παρ’ ότι ο πυρήνας της χριστιανικής διδασκαλίας παραμένει αναλλοίωτος εδώ και πολλούς αιώνες. Ο ορθολογισμός λοιπόν έχει γίνει αποδεκτός από μεγάλη μερίδα ιεραρχών, αλλά ακόμη παραμένουν θύλακες της παλιάς σχολής σκέψης και αυτό το είδαμε με τον διαφορετικό τρόπο που αντιμετωπίζεται η πανδημία και τα εμβόλια. Έχουμε από τη μια μεριά Ιεράρχες, όπως ο Μάξιμος Ιωαννίνων ή ο Χρυσόστομος Μεσσηνίας, που προτρέπουν το κόσμο να εμβολιαστεί και να παίρνει όλα τα μέτρα εναντίον του κορονοϊού και από την άλλη Ιεράρχες και κατώτερος κλήρος που αντιμετωπίζουν τα πράγματα όπως ήταν πριν την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ., την εποχή δηλαδή πριν την εικονομαχία όπου οι εικόνες είχαν πάρει οι ίδιες θείες ιδιότητες που ήταν και η βασική αφορμή της εικονομαχίας. Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, μέσω της διδασκαλίας του Ιωάννη του Δαμασκηνού, όρισε ότι «πρέπει να υπάρχουν μέσα στις εκκλησίες οι εικόνες των αγίων, με τη διαφορά ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να τις λατρεύουν, αλλά απλώς να τις προσκυνούν “τιμής ένεκεν”, γιατί εικονίζουν πρόσωπα άγια, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη του Χριστού ή έζησαν βίο άξιο μίμησης». Η σύνοδος απέκρουσε έντονα την κατηγορία και την ταύτιση της εικονολατρίας με την ειδωλολατρία πράγμα που σήμερα κάποιοι του κλήρου το εφαρμόζουν απαιτώντας π.χ. από τους πιστούς να βγάζουν την μάσκα όταν προσκυνούν τις εικόνες ή ότι δεν κολλάει ο κορονοϊός με την Θεία Κοινωνία.
Το μυστήριο της Γέννησης του Χριστού αποτελεί κομβικό σημείο μετασχηματισμού της ηθικής των κοινωνιών και του συστήματος αξιών των ανθρώπων. Η «έλευση του Κυρίου επί γης» άλλαξε ριζικά την πορεία του κόσμου και τον εισήγαγε σε μια νέα εποχή. Οι πιστοί και οι αρνητές του Θεανθρώπου συγκλίνουν σε μια βασική θέση ότι δηλαδή κανένα άλλο γεγονός πολιτικό, πνευματικό ή οικονομικό δεν καθόρισε σε τέτοιο βαθμό την ηθική πορεία του κόσμου και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Αυτή η ιδιαιτερότητα προκαλεί δέος στους πιστούς, αμφισβητήσεις στους σκεπτικιστές και συνιστά μια πρόκληση στους ορθολογιστές. Η γέννηση λοιπόν του θεανθρώπου, πέρα από τις νοσταλγίες των παιδικών μας χρόνων, συνοδεύεται και από ένα πλήθος ερωτημάτων που αποδομούν την πίστη μας και προκαλούν διάφορες ερμηνείες.

Όπως προανέφερα, η ίδια η γέννηση ως φυσικό φαινόμενο δεν αμφισβητείται από τους αρνητές του χριστιανισμού αλλά αδυνατούν να αποδεχτούν την ενσάρκωση του Θεού και στέκονται μετέωροι, όπως ο ψαλμωδός, απέναντι στο μυστήριο αυτό «ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί»;
Η απόλυτη άρνηση του μηνύματος της Γέννησης συνδυάζεται και με την απόρριψη θεμελιακών στοιχείων της διδασκαλίας του Χριστού. Ειδικότερα ο Νίτσε ταύτισε την έλευση του Χριστού με την εκδίκηση των αδυνάτων κατά των ισχυρών. Ο Νίτσε, ως θεωρητικός της δύναμης, διείδε στο κήρυγμα του Χριστού μια προσπάθεια των κατατρεγμένων να βρουν δικαίωση εις βάρος των δυνατών. Η θέση του Χριστού «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται και ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» βρίσκει αντίθετο το Γερμανό φιλόσοφο που διακήρυξε πως η ζωή ανήκει στους δυνατούς και σε εκείνους που αγωνίζονται με τόλμη, θάρρος και αυτοπεποίθηση χωρίς ίχνος ενοχής και μετριοφροσύνης. Από την πλευρά της ψυχολογίας ο Φρόιντ καταλογίζει στο χριστιανισμό τη γέννηση του άγχους μέσα από τις ενοχές του προπατορικού αμαρτήματος και από την πλευρά του διαλεκτικού υλισμού ο Μαρξ θεωρεί ότι το χριστιανικό κήρυγμα «εάν τις σε ραπίσει την αριστεράν στρέψουν και την δεξιάν….» είναι στάση εθελοδουλίας και όχι ως μια προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων. Όσες θεωρίες κι αν διατυπώθηκαν από τους εκφραστές του ορθολογισμού, η Γέννηση του Χριστού δεν έχασε τίποτε από τη λαμπρότητα και το μυστηριακό της χαρακτήρα. Ίσως, γιατί ο ορθολογισμός δεν βρήκε εκείνο το σταθερό σημείο που θα αντικαθιστούσε την πίστη στο Θεό. Το θείο, δηλαδή, δεν γίνεται αντικείμενο γνώσης και δεν ερμηνεύεται μόνο μέσω της νόησης. Η συναισθηματική βίωση, η διαίσθηση και η πίστη, τα οποία είναι εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, έχουν το δικό τους τρόπο να κάνουν τον άνθρωπο ικανό να προσεγγίζει γεγονότα που βρίσκονται έξω από τους συμβατικούς κώδικες ερμηνείας.
Ακόμη και στο σημερινό τεχνοκρατικό κόσμο που ζούμε, η Γέννηση μπορεί ακόμη να εμπνεύσει και να διδάξει διακηρύττοντας το «δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Χρόνια πολλά σε όλους τους φίλους του ΠΑΛΜΟΥ!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή