«Ιδεολογική αρματωσιά μου είναι η αγάπη», Κωνσταντίνος Γεωργίου – Συγγραφέας

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Ιδεολογική αρματωσιά μου είναι η αγάπη», Κωνσταντίνος Γεωργίου – Συγγραφέας

Ο Κωνσταντίνος Γεωργίου γεννήθηκε το 1976 στο Αγρίνιο. Το 1998 αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι λειτουργός της Μέσης εκπαίδευσης και τα τελευταία δώδεκα χρόνια προσφέρει τις υπηρεσίες του ως φιλόλογος στο Γενικό Λύκειο Γαβαλούς του δήμου Αγρινίου. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Τον Απρίλιο του 2020 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ιωλκός η πρώτη του ποιητική συλλογή «Σε πρώτο πληθυντικό».


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Σας ευχαριστώ πολύ για το ερώτημα αυτό. Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που μου πρόσφερε αφειδώς ζεστασιά και αγάπη. Χρωστάω τα πάντα στους γονείς μου (αν είχαν πρόσωπο οι σημερινοί άγιοι, σίγουρα θα είχαν το δικό τους). Αυτοί μου εμφύσησαν την αγάπη για το κάλλος, την αγάπη για τον συνάνθρωπο. Αυτοί μου πρωτομίλησαν με τον τρόπο τους για το αληθινό νόημα της ζωής και μου προσδιόρισαν τον δρόμο. Αυτοί μου έδωσαν τα πρώτα πνευματικά ερεθίσματα και γέννησαν στην ψυχή μου ξεχωριστές ευαισθησίες. Χρόνια φτωχικά αλλά τόσο πλούσια σε αγάπη και καλοσύνη, απλότητα και τρυφερότητα. Χρόνια ανέμελα που δεν με πρόδωσαν ποτέ. Ένας ολόκληρος μυθικός κόσμος που τον κουβαλάω μέσα μου και τον ανασαίνω κάθε στιγμή. Τα βιώματά μου αυτά είναι ζωηρά καταγεγραμμένα όχι μόνο στην ψυχή μου αλλά και στο ποιητικό μου έργο, όπως στους καταληκτικούς στίχους από το ποίημά μου «Μνήμες»:
«Σ’ ένα από αυτά τα σπίτια γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε./
Μ’ αυτές τις μνήμες χτίσαμε και το δικό μας σπίτι./
Μ’ αυτές τις μνήμες στεριώσαμε και την δική μας αγάπη./
Μ’ αυτές τις μνήμες συνεχίζει ο κόσμος να είναι όμορφος.»
Αναλογίζομαι κι εγώ πολλές φορές πόσο σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει το παρελθόν στη ζωή και την πορεία ενός ανθρώπου. Γεννήθηκα στο Αγρίνιο σε μια λαϊκή συνοικία με χαμηλά σπίτια, με ασβεστωμένες αυλές και λουλούδια που μύριζαν τις καλοκαιρινές νύχτες αγιόκλημα και γιασεμί. Η γειτονιά φάνταζε σαν μια μεγάλη οικογένεια. Άνθρωποι του μεροκάματου και του μόχθου, άνθρωποι δουλευτάδες, που ζύμωναν καθημερινά με τον ιδρώτα τους και το χαμόγελό τους την πίστη τους για ένα μέλλον καλύτερο. Θυμάμαι το νοιάξιμο των ανθρώπων, την απλότητά τους, την καλοσύνη τους. Θυμάμαι ακόμη έντονα τα πρώτα μου παιχνίδια ξυπόλητος με ένα τσούρμο άλλα παιδιά στο χωμάτινο στενό της γειτονιάς και μέσα στα καπνοχώραφα του κάμπου του Αγρινιού κάτω από την αψάδα του θερινού ήλιου.

«Π»: Σε ποια ηλικία ανακαλύψατε την ανάγκη της έκφρασης μέσω της ποίησης;
Κ.Γ.: Θυμάμαι ότι η πρώτη μου επαφή με την ποίηση ήταν σε πολύ μικρή ηλικία μέσα από τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Για πρώτη μου φορά τότε ψέλλισα στίχους… Στίχους του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Χριστοδούλου και πολλών άλλων. Στα παιδικά μου μάτια έμοιαζαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι θεοί. Ήταν πρότυπα ζωής για μένα, ιδιαίτερα στην εφηβεία μου, που διασταυρώθηκε ο ποιητικός τους λόγος με τις δικές μου υπαρξιακές, κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες των χρόνων εκείνων.
Μεγαλώνοντας, όμως, και καταλαβαίνοντας καλύτερα, άρχισα να μελετώ το έργο τους επισταμένως, να αναγνωρίζω την σπουδαιότητά του με τρόπο περισσότερο συνειδητό. Σ’ αυτό φυσικά συνέβαλαν και οι κλασικές μου σπουδές. Θέλω να πω δηλαδή ότι πάντα υπήρχε το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός μου γι’ αυτούς και το έργο τους. Η συγγραφή, βέβαια, ήλθε πολύ αργότερα, όταν ευδόκησαν οι μέρες.
Η συγγραφή, νομίζω, ότι προϋποθέτει, πρώτα απ’ όλα, πλούσια αναγνώσματα, δυνατά πνευματικά ερεθίσματα και, φυσικά, μακρά πορεία άσκησης αλλά και ασκητισμού. Όλα αυτά λιπαίνουν τις προσωπικές ανησυχίες, τον προβληματισμό, πλουταίνουν το συναίσθημα και έχουν ως αποτέλεσμα την γέννηση, την καρποφορία, η οποία αναζητά απεγνωσμένα διέξοδο έκφρασης και αποτύπωσης της. Είναι μια βαθύτατη εσωτερική ανάγκη που λειτουργεί με τρόπο υποχρεωτικό στην εκδήλωσή της και στο πρωτοφανέρωμά της. Κι είναι, εξάλλου, η ποίηση μια συνάντηση, μια συνάντηση του ατομικού βιώματος με το συλλογικό βίωμα, μια συνάντηση απελευθέρωσης από τον περίκλειστο εσωτερικό χώρο του ατομικού βιώματος στον ανοιχτό και φωτεινό χώρο της συλλογικής εμπειρίας και της κοινότητας των ανθρώπων.

«Π»: Ως φιλόλογος, μοιραζόσαστε με τους μαθητές σας την αγάπη σας για την ποίηση; Ποιά η αντίδρασή τους;
Κ.Γ.: Φυσικά και ναι… Η ποίηση είναι μετοχή και μέθεξη, κοινωνία ψυχών και μετάληψη συναισθημάτων. Αισθάνομαι πολύ ευλογημένος που έχω την ευκαιρία στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος να συν-κινούμαι με τους μαθητές μου, απολαμβάνοντας την ποίηση, πρωτίστως, ως καλλιτεχνική δημιουργία, μακριά από σχολαστικιστικές αναλύσεις που αποδομούν την ενότητα του ποιητικού έργου. Κι όταν βλέπω το φέγγος στα μάτια των παιδιών μου να δυναμώνει, τότε είναι που αισθάνομαι κι εγώ μια ανυπότακτη βεβαιότητα για το μέλλον.

«Π»: Τι είναι η γραφή για εσάς;
Κ.Γ.: Κατ’αρχάς, είναι δημιουργία, η χωρίς όρια και όρους δημιουργία του ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος έχει απεγκλωβιστεί συνειδησιακά από τα «ημαρτηκότα» και τα «ημαρτημένα» της συμβατικής ηθικής και μετέρχεται του κάλλους ως μέσου αναπαρθένευσης όλων των φυσικών, ηθικών και πνευματικών αξιών. Και ως τέτοια, η ποίηση είναι πράξη ερωτική, η οποία προϋποθέτει μιαν απεύθυνση, έναν Άλλον, για να συλλειτουργήσει. Είναι έκφραση απελευθερωτική, είναι η ζώσα πνοή που συντελεί στην εξύψωση της ανθρωπίνης υπάρξεως και σηματοδοτεί την μετάβασή της από την βαρβαρότητα και τον πρωτογονισμό στην εκλέπτυνση των συναισθημάτων και στην εδραίωση της ευγένειας ενός ανώτερου πολιτισμού, ο οποίος επαγγέλλεται την αυτοπραγμάτωση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η ποίηση εκκινά από μια βαθύτατη εσώτατη υπαρξιακή ανάγκη εξωτερίκευσης με όρους υψηλής αισθητικής. Αυτή η εξωτερίκευση θεωρώ ότι συνδέεται με την έμφυτη ανάγκη του κοινωνικού ανθρώπου – με την πλατιά αντίληψη της αίσθησης του συνανήκειν – να συνομολογήσει τις ανησυχίες και τους φόβους του, να συνεκφράσει τις σκέψεις και τις ιδέες του, να κοινωνήσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του στο πλαίσιο της κοινότητας. Είναι η ποίηση δηλαδή η καθολική ανάγκη της επαφής, η καθολική ανάγκη της επικοινωνίας, η καθολική ανάγκη της διαμόρφωσης κλίματος αδελφοσύνης και αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους και στους λαούς. Η λειτουργία της ποίησης έχει πρωτίστως μεγάλη κοινωνική σημασία και λιγότερο προσωπική, ατομική.

«Π»: Θυμάστε το πρώτο ποίημά σας;
Κ.Γ.: Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν το παρακάτω τετράστιχο:
Ιμερος
Στην σκέψη μια φωταψία σκοτεινή, / λουσμένη από έρεβος μονάχο / κι είναι η πλάση μαυροντυμένη, γιορτινή, / γονατισμένη στου φεγγαριού τον τάφο.

«Π»: Ποιοι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς – ποιητές;
Κ.Γ.: Η αλήθεια είναι ότι έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στην γενιά του ’30, ποιητές και πεζογράφους. Τους θαυμάζω πολύ τους ποιητές αυτής της γενιάς, γιατί μαζί με τον μοντερνισμό που εισήγαγαν εκφράζουν συνάμα και μια βαθιά αίσθηση ελληνικότητας, που απλώνει βέβαια τις ρίζες της στην παράδοσή μας, αλλά στοχεύει στο μέλλον. Αξεπέραστοι ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Εμπειρίκος. Φυσικά, από τους παλαιότερους ο Σολωμός, ο Σικελιανός και τους επόμενους ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης και πολλοί άλλοι. Στην πεζογραφία με σαγηνεύουν οι γραφές των Μ. Καραγάτση, Τερζάκη, Μυριβήλη, Βενέζη και πολλών άλλων προγενέστερων και μεταγενέστερων.

«Π»: Τι σας εμπνέει;
Κ.Γ.: Τι ωραία λέξη: Έμπνευση… Κουβαλάει μια μαγεία πάνω της αυτή η λέξη. Δεν είμαι σίγουρος… Αλλά η ίδια η λέξη μαρτυρά, σε αντίθεση, ίσως, με την εντύπωση πολλών ότι πρόκειται για εκδήλωση μιας εξωτερικής στατικής κατάστασης, μιαν εσωτερική δυναμική διεργασία, η οποία εμπεριέχει την κίνηση της ροής, καθώς διαπερνά όλους εκείνους τους υπόγειους σκοτεινούς και μυστικούς δαιδαλώδεις λαβυρίνθους της ψυχής είτε ως φύσημα καθάριο είτε ως αστροποβόλημα φωτεινό, που αναμοχλεύει, παράλληλα, πέρα από τα συναισθήματα, και όλο το βιωματικό και πνευματικό υπόστρωμα της ύπαρξης ανασυνθέτοντάς το από την αρχή. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η ένθεη έκσταση του ποιητικού υποκειμένου, η τεταμένη συναισθηματική του διέγερση με την συσσώρευση τέτοιων ενεργειακών φορτίων, ώστε να επιζητούν επιτακτικά την εκροή τους για την αποκατάσταση της ομοιοστασίας του προσώπου αναγκάζοντάς το να πιάσει το χαρτί και το μολύβι. Ο ποιητής καταλαμβάνεται κλαδοκορμόριζα από το ιλαρόν φως και το υπηρετεί μεταφράζοντάς το στην γλώσσα των ανθρώπων. Θέλω να πω δηλαδή με τα παραπάνω ότι ο,τιδήποτε με οδηγεί με τρόπο απροσδόκητο και μυστηριακά απροσδιόριστο σε μιαν τέτοια βιωματική κατάσταση αποτελεί έμπνευση. Πρόσωπα, καταστάσεις, βιώματα της καθημερινότητας και οι λεπτομέρειές τους, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, οι αγωνίες και οι ανησυχίες του ανθρώπου, οι συλλογικοί αγώνες των ανθρώπων για την δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική απελευθέρωση. Μπορεί, όμως, άλλες φορές, η αφετηρία της έμπνευσης να είναι και το «ελάχιστον» (με όρους συμβατικής νοηματοδότησης), το οποίο ο ποιητής το καθιστά «μέγιστον» μέσα από την δική του ματιά και την ποιητική του ευαισθησία, όπως για παράδειγμα το κελάηδημα ενός πουλιού, ένα φύλλο που πέφτει από το δέντρο στο υγρό χώμα.

«Π»: Ποια τα συναισθήματά σας όταν γράφετε;
Κ.Γ.: Είναι τα επώδυνα συναισθήματα του τοκετού, που αντισταθμίζονται, όμως, από τα συναισθήματα της χαράς της δημιουργικής ολοκλήρωσης.

«Π»: Πιστεύετε ότι έχει η ποίηση την ίδια θέση που είχε και στο παρελθόν; Η νέα γενιά ενδιαφέρεται γι’ αυτήν;
Κ.Γ.: Νομίζω πως ναι. Η ποίηση είναι η πρωτοθυγατέρα των πιο ακριβών μας ονείρων. Και οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν να ονειρεύονται ποτέ. Πάντα θα εμπνέει τους ανθρώπους, πάντα θα τους απολυτρώνει από τον πόνο, πάντα θα είναι σταθερός παραστάτης και σύντροφος στις πιο δύσκολες στιγμές τους. Θεωρώ ότι η νέα γενιά ενδιαφέρεται, αρκεί να της δείξει κάποιος τον δρόμο, να της δώσει τα ερεθίσματα. Στις άνυδρες εποχές που βιώνουμε διψούν οι νέοι άνθρωποι, διψούν πολύ, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν.

«Π»: Τι άνθρωπος είναι ο ποιητής σήμερα;
Κ.Γ.: Είναι ένας άνθρωπος που έχει την ευαισθησία και την τόλμη να αποσυνθέτει την πραγματικότητα, να την αποσχηματίζει από τα ανηδονικά χαρακτηριστικά της και να την ανασυνθέτει στην βάση του ιδεαλισμού και του κοινωνικοποιητικού του ρόλου. Σε αυτό το σημείο θα δανειστώ τα λόγια του Γ. Ρίτσου ότι «οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος και οι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής».

«Π»: Τον Απρίλιο του 2020 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ιωλκός η πρώτη ποιητική σας συλλογή. Τι πραγματεύεται;
Κ.Γ.: Πράγματι, ήταν πολύ ευτυχής η στιγμή της συνάντησης και της συνεργασίας μας. Μάλιστα, το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανακυκλοφόρησε σε β έκδοση μόλις πριν από τρεις μήνες. Με αυτήν την ποιητική συλλογή, «Σε πρώτο πληθυντικό», ουσιαστικά αυτοσυστήνομαι στο αναγνωστικό κοινό προσδιορίζοντας τις ποιητικές μου συντεταγμένες αλλά και ορίζοντας ποιητικά την ιδεολογική μου τοποθέτηση μέσα στον κόσμο. Πρόκειται μάλλον για μια κοινωνική και πολιτική διακήρυξη απέναντι στον σύγχρονο αυτιστικό τρόπο ζωής και την αυστηρά καθορισμένη, εμμονική και ανορθόδοξη λογοκρατική αντιμετώπιση τόσο του κοσμικού μυστηρίου όσο και του ανθρωπίνου βίου. Θεωρώ ότι τα ποιήματά μου κινούνται κυρίαρχα πάνω σε τρεις βασικούς άξονες που αποτελούν και θεματικές περιοχές της ποίησης που αντιπροσωπεύω: ο έρωτας, η αγάπη ως συναίσθημα και κοινωνική στάση, η συλλογικότητα ως αξία και προϋπόθεση της ατομικής και κοινωνικής ευδαιμονίας. Η ιδεολογική αρματωσιά μου είναι η αγάπη, μια αγάπη πανανθρώπινη, μια αγάπη οικουμενική, χωρίς σύνορα, χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς προαπαιτούμενα και δεσμεύσεις, που δεν εκδηλώνεται μόνο ως συναίσθημα αλλά και ως κοινωνική συμπεριφορά προσφοράς και αποδοχής. Από την άλλη πλευρά, ο έρωτας, θείος και σάρκινος, ως ενσυνείδητη βιωμένη αγαπητική σχέση αλληλοπεριχώρησης που καταυγάζεται ως δύναμη πολύκαρπη, δύναμη μεταμόρφωσης του κόσμου και των ανθρώπων στο πεδίο της κοινής ευδαιμονίας. Στα ποιήματά μου διαπιστώνει κανείς ότι συμπλέκεται το ανυπέρβλητο συναίσθημα της αγάπης με το αίσθημα της κοινωνικής απελευθέρωσης και δικαιοσύνης, συνεκφράζεται πολλές φορές ως βίωμα ερωτικό που καταξιώνεται μεγάλως, όμως, μόνο μέσα στο πλαίσιο της συλλογικότητας, της κοινής προσπάθειας, του κοινού αγώνα, της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού.

«Π»: Ποια η δύναμη των λέξεων;
Κ.Γ.: Τεράστια η δύναμή τους και η επίδρασή τους. Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει: «Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται».

«Π»: Αγάπη – έρωτας.
Κ.Γ.: Θα σας απαντήσω με δυο αδημοσίευτους στίχους μου.
«Αγάπη είναι ό,τι δεν καίγεται μες στην φωτιά του Έρωτα. Και μες στα καπνίζοντα αποκαΐδια λάμπει ακόμη χρυσός o ήλιος».

«Π»: Το φυτό για να μεγαλώσει χρειάζεται ήλιο, νερό και αγάπη, στίχος σας από ποίημα σας με τίτλο «τα Πρώτα Γράμματα» από την ποιητική σας συλλογή «Σε Πρώτο Πληθυντικό». Η αγάπη πανταχού παρούσα, κυρίαρχη;
Κ.Γ.: Είναι πράγματι στοιχείο ζωτικής σημασίας η αγάπη, όπως ακριβώς το φως και το νερό. Μπορούμε να φανταστούμε την ζωή χωρίς την αγάπη; Η αποστέρησή της καθιστά τον κόσμο μας εφιαλτικό και τους ανθρώπους νευρωτικούς.

«Π»: Τι σας στενοχωρεί;
Κ.Γ.: Με στενοχωρεί η αδικία σε οποιαδήποτε μορφή, βία, ρατσισμός, αναξιοκρατία, κοινωνική ανισότητα. Ο εγωιστής και μονωμένος στον εαυτό του άνθρωπος αποκόπτεται από τον περίγυρο και λειτουργεί αρπακτικά σε βάρος των συνανθρώπων του. Είναι η αδικία μια δύναμη διαλυτική του συλλογικού αισθήματος, της κοινωνίας, και γι’ αυτόν τον λόγο με στενοχωρεί πραγματικά.

«Π»: Η καλή χρήση της τεχνολογίας οδηγεί στις τέχνες. Πώς τις βοηθά;
Κ.Γ.: Η συνετή χρήση της τεχνολογίας με μέτρο και συνείδηση του εργαλειακού της χαρακτήρα παρέχει στους ανθρώπους την δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με την τέχνη πολύ πιο εύκολα. Σώματα κειμένων σπουδαίων δημιουργών του λόγου ψηφιοποιημένα και διαθέσιμα, ηχογραφήσεις ποιημάτων, εικονικές περιηγήσεις σε μουσεία, δίσκοι σπουδαίων συνθετών διαθέσιμοι, livestreaming συναυλιών.

«Π»: Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, τί αποτελέσματα θα έχει στους νέους σήμερα και στο μέλλον; Πώς τον βιώσατε;
Κ.Γ.: Ήταν πράγματι μια πρωτόγνωρη κατάσταση για όλους μας. Έχω την γνώμη ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι χρόνια δύσκολα, ειδικά για τους νέους. Πολλές κεκτημένες ελευθερίες και δικαιώματα του ανθρώπου αμφισβητούνται ανοιχτά πλέον, καθώς, με πρόσχημα την δημόσια ασφάλεια και όχημα την κινδυνολογία και την προπαγάνδα, η κρατική εξουσία και ο παγκόσμιος έλεγχος προσπαθεί να καθυποτάξει κάθε φωνή που έρχεται αντιμέτωπη με την όποια αυθαιρεσία τους. Οι νόμοι της αγοράς τείνουν να κατακυριεύσουν όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας ποσοτικοποιώντας τις ανθρώπινες σχέσεις και εκχυδαΐζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μπροστά στην έρημο που έχουμε να διαβούμε, αυτό , ίσως, που μπορεί να μας ξεδιψάσει και να μας κρατήσει ορθούς είναι η τέχνη. Να αφυπνιστούμε και να συναισθανθούμε ότι μόνο συλλογικά μπορεί να υπάρξει ανατροπή.

«Π»: Τι ετοιμάζετε;
Κ.Γ.: Αυτήν την περίοδο, η οποία ομολογώ είναι πολύ παραγωγική για μένα ποιητικά, είμαι κοντά στην ολοκλήρωση της συγγραφής ενός κύκλου ποιημάτων που θα αποτελέσουν το κύριο σώμα της επόμενης ποιητικής συλλογής ως φυσικής ακολουθίας της συλλογής «Σε πρώτο πληθυντικό».

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή