Πάνος ΣΚουρλέτης : Από την υπεράσπιση του 8ωρου στη διεκδίκηση ενός νέου πλαισίου αναβάθμισης της εργασίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πάνος ΣΚουρλέτης : Από την υπεράσπιση του 8ωρου στη διεκδίκηση ενός νέου πλαισίου αναβάθμισης της εργασίας

Συνέντευξη του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Πάνου Σκουρλέτη, στην εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» και την δημοσιογράφο Ιωάννα Δρόσου:

Το κυρίαρχο θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης είναι το επερχόμενο νομοσχέδιο για τα εργασιακά,με τον ΣΥΡΙΖΑ να ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στην ανατροπή του και την κυβέρνηση να κατηγορεί τηναξιωματική αντιπολίτευση ότι η κριτική της είναι «εκτός τόπου και χρόνου» και πως λέει «τερατώδηψέματα και fakenews», τα οποία θα αποκαλυφθούν όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο. Τι ισχύει;
Οι αλλαγές που εμπεριέχονται στο νομοσχέδιο του κ. Χατζηδάκη δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.Αποτελούν συνέχεια αλλαγών εις βάρος του κόσμου της εργασίας, που είχαν προωθηθεί την περίοδο τωνμνημονίων, αλλά και πριν από αυτά αποτελούσαν βασικές θέσεις και αιτήματα του ΣΕΒ. Ουσιαστικά,έρχονται να ολοκληρώσουν την απόλυτη ελαστικοποίηση και υποβάθμιση της εργασίας. Κορυφαίο είναι το θέμα της καταστρατήγησης του οκταώρου και των απλήρωτων υπερωριών, με στόχευση μέσωαυτού του μηχανισμού να μειωθεί το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Να σημειώσουμε ότι ταχρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σπάσαμε ένα ρεκόρ, είχαμε το μεγαλύτερο ποσοστό πληρωμένωνυπερωριών από συστάσεως του ελληνικού κράτους και αυτό γιατί το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας)έπαιζε τον ρόλο του. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν έρθει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη έχουν ήδη φροντίσει νααπαξιώσουν το ΣΕΠΕ, ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα με ένα από τα πιο ξεχαρβαλωμένα εργασιακά πλαίσια.Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δια του κ. Χατζηδάκη, ο οποίος άλλωστε έχει γίνει πια ειδήμονας στηνεισήγηση και διεκπεραίωση σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, εμφανίζει το νομοσχέδιο σαν μιαελεύθερη δυνατότητα και επιλογή του εργαζόμενου να διευθετεί το χρόνο εργασίας του. Δεν πρόκειται περί αυτού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς σκοπεύει να αναδείξει τις πτυχές του νομοσχεδίου;
Πρώτον, πρέπει να προσεγγίσουμε το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις, ότι δηλαδή αποτελείσυνέχεια κάποιων προηγούμενων μέτρων. Δεύτερον, νομίζω ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη μάχηαυτή με έναν αμυντικό μόνο τρόπο. Ναι να υπερασπιστούμε το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων πουήδη υπάρχει, μόνο που αυτό είναι πάρα πολύ περιορισμένο. Παρά τα πραγματικά, αλλά μικρά βήματα,που έγιναν την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, απέχουμε πολύ από το να αποκατασταθεί ένα θεσμικό πλαίσιο, πουθα συνιστά μια πραγματική αναβάθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, πέρα από τημη κατάργηση του οκταώρου, θα πρέπει να επαναφέρουμε το ζήτημα της αποκατάστασης τωνσυλλογικών διαπραγματεύσεων και της συλλογικής αυτονομίας. Βεβαίως, με βάση τα προβλήματα πουέχουν ανακύψει από την πανδημία, σε συνδυασμό με τη βίαιη εισβολή των νέων τεχνολογιών, έρχονταιστην επιφάνεια και ζητήματα οριοθέτησης της τηλεργασίας. Πρέπει, επιπλέον, να θέσουμε μετ επιτάσεωςτο θέμα της καθιέρωσης του 35ωρου, που ούτως ή άλλως υπάρχει στις προγραμματικές μας θέσεις, αλλά μετις παρούσες συνθήκες, η αναγκαιότητά του μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο κατανοητή. Με μιαπρόταση θα έλεγα πως πρέπει να αντεπιτεθούμε και να θέσουμε επιτακτικά τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου προστασίας των
εργαζομένων και της αξιοπρέπειάς τους.

Εδώ και ένα χρόνο ένα πολύ μεγάλο μέρος των εργαζομένων βιώνει πρωτόγνωρες συνθήκεςεργασίας και επισφάλειας. Πώς θα τους πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ να κινητοποιηθούν και να αντιδράσουν;Ορόσημο είναι η μαζικότητα της Εργατικής Πρωτομαγιάς στις 6 Μαΐου, αλλά και η κινητοποίηση τωνσυνδικάτων.
Χρειάζεται μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη παρέμβαση, που θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες.Και τις κλασικές μορφές διαμαρτυρίας, με τις συγκεντρώσεις και τις περιοδείες σε χώρους εργασίας, καιτις ψηφιακές μορφές διαμαρτυρίας, που άνθισαν τον καιρό της πανδημίας και είδαμε να έχουν ευρύτατηαπεύθυνση. Αυτή η αναγκαία προγραμματική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση για τα εργασιακάζητήματα, θα πρέπει να έχει στόχευση και την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού και εργατικούκινήματος. Με απαξιωμένα συνδικάτα, με συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όπως αυτή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, που στηνκαλύτερη περίπτωση παρακολουθούν -αν δεν σιγοντάρουν- την κυβέρνηση, ο κόσμος αισθάνεται ότι δεν
εκπροσωπείται. Στον αντίποδα αυτών των καταστάσεων είναι κάποια πρωτοβάθμια σωματεία, που είναιπράγματι αντιπροσωπευτικά, αλλά χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ και όλες οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στονμαζικό συνδικαλιστικό χώρο να πρωτοστατήσουν στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Θα απευθυνθεί και στα άλλα κόμματα;
Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να έχει την αντανάκλασή της και στο πολιτικό επίπεδο. Νομίζω ότι μια σαφής απεύθυνση, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προςτο σύνολο της αριστερής και δημοκρατικής αντιπολίτευσης είναι επιβεβλημένη. Από εκεί και πέρα, αςαναλάβει κανείς την ευθύνη του, με τη στάση του να δείξει ότι υποτιμά ή ότι δεν κατανοεί αυτή τηναναγκαιότητα.

Πώς θα εμπνεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί αυτή τη μάχη να την πάει μέχρι τέλους; Εμφανίζεται ως ημητέρα των μαχών, όπως ήταν την προηγούμενη περίοδο το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», μία μάχη πουέχασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα πώς θα πείσει ότι θα ανατρέψει, σε περίπτωσηεκλογής, όσα θα έχουν ψηφιστεί;
Πρέπει, κατ αρχάς, να γίνει σαφές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να εντάξει αυτές τις αλλαγές σε μιαμνημονιακού τύπου τεχνογνωσία. Λέγοντας ότι αυτές οι ρυθμίσεις είναι προαπαιτούμενες για τηνάντληση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ουσιαστικά χρησιμοποιεί την ίδια πρακτική που ίσχυε τηνεποχή των μνημονίων. Αυτό, πέραν όλων των άλλων, είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό, διότι θέλει ναδεσμεύσει τις επόμενες κυβερνήσεις, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν εκλεγεί με ένα άλλο πρόγραμμακαι να βάλει, εκ προοιμίου, στην άκρη τη βούληση του κόσμου. Από εκεί και πέρα, αυτό που αφορά εμάς,σχετίζεται και με το κατά πόσο όλο το προηγούμενο διάστημα πείσαμε ότι έχουμε βγάλει τα σωστάσυμπεράσματα από την περίοδο της διακυβέρνησης. Διότι σε κάθε τι που λέμε, επαναφέρουν κάτι τοοποίο αφορά άλλες καταστάσεις, που αν όμως δεν εξηγηθεί μπορεί να αφήσει λάθος εντυπώσεις.Συνεχώς ακούμε ότι «και τα μνημόνια είχατε πει ότι θα σκίσετε, αλλά τελικά εφαρμόσατε μνημόνιο».Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα αλλάξει το πλαίσιο, παραπέμπει σε αυτές τις σκέψεις. Για αυτό νομίζω ότι ήταναπόλυτα κατανοητό και ορθό, ο ΣΥΡΙΖΑ από την επόμενη κιόλας των εκλογών να είχε οργανώσει, πέρα απόαυτό το βήμα που έκανε της διατύπωσης ενός συλλογικού απολογισμού, συζήτηση γύρω από τη δική τουεμπειρία των χρόνων της διακυβέρνησης, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό στον κόσμο κάτω από ποιεςσυνθήκες κυβέρνησε, κάτω από ποιους καταναγκασμούς, πού μπόρεσε να πετύχει κάποια πράγματα,ποιες ρωγμές εκμεταλλεύτηκε, πού συμβιβάστηκε και πού απέτυχε. Αυτή τη συζήτηση την έχουμε κάνεισε ένα πολύ πρώτο επίπεδο, αλλά δεν έχει γίνει κτήμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και του κόσμου που τονπαρακολουθεί. Με αυτή την έννοια, για να είμαστε πειστικοί, πρέπεινα είμαστε αυτοκριτικοί για το παρελθόν μας και απόλυτα σαφείς και τεκμηριωμένοι στα λεγόμενά μας και στα όσα προτείνουμε.Νομίζω ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική «συνταγή» που χρειάζεται. Σε κάθε περίπτωση η δέσμευσή μας για κατάργηση των αντεργατικών ρυθμίσεων πρέπει να είναι ρητή και κατηγορηματική.

Ενδεχομένως θα πρέπει να καταλήξει και ο ΣΥΡΙΖΑ σε ποιους απευθύνεται. Δίνεται η αίσθηση ότιπηγαίνει από τη μία πλευρά στην άλλη, από τη μία ψηφίζει το Ελληνικό, χάριν των επενδύσεων και,από την άλλη, βγαίνει και στηρίζει τους πληττόμενους από την πανδημία μικρομεσαίους καιεργαζόμενους. Δεν μπορεί να πατά σε δύο βάρκες, είναι έτσι;
Νομίζω πως αν είχαμε υιοθετήσει μια στάση σαν και αυτή που σας περιέγραψα σε αδρές γραμμές θα είχαμε συνεννοηθεί καλύτερα και στην περίπτωση του Ελληνικού, υιοθετώντας μια διαφορετική στάση εντός της Βουλής. Πέρα όμως από αυτό, είναι τέτοιες οι συνθήκες που εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ, και βάσει των προγραμματικών τουθέσεων, μπορεί και πρέπει να απευθύνεται στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Αυτή άλλωστε, σύμφωναμε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, είναι εκτός του πεδίου της πολιτικής της. Είναι πλέον ορατές οι προϋποθέσεις για τηδιαμόρφωση μιας ευρύτατης πλειοψηφίας ανάμεσα σε μισθωτή εργασία, αυτοαπασχολούμενους, μικρήκαι μεσαία επιχειρηματικότητα.

Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι νεκροί της πανδημίας ξεπέρασαν τους 10.000. Την ίδια στιγμή,που η κυβέρνηση άρει τα μέτρα και ανοίγει καταστήματα, τουρισμό και σχολεία, θεσμοθετεί ασυλίαγια τον εαυτό της. Η κυβέρνηση προχωρά χωρίς σχέδιο ή αυτό είναι το σχέδιό της, να αφήσει στη μοίρατου τον κόσμο;
Νομίζω ότι για το κυριότερο που έχει να εγκαλέσει κανείς την κυβέρνηση είναι ότι δεν μπόρεσε ναέχει μια συνεκτική πολιτική απέναντι στην πανδημία, τουλάχιστον μετά το πρώτο κύμα. Κάθε φοράπαίρνονται αποσπασματικά μέτρα, χωρίς να απαντάνε στις ανάγκες. Το είδαμε στα σχολεία, στα μέσαμαζικής μεταφοράς, στο δημόσιο σύστημα υγείας. Για αυτά είναι ασυγχώρητοι. Αν είχαν γίνει, είναιβέβαιο ότι θα είχαμε μικρότερο αριθμό κρουσμάτων. Δεν το έκανε διότι είναι δέσμια μιας ιδεοληπτικήςπροσέγγισης, αλλά και διότι ασκεί πολιτική αποθεώνοντας την επικοινωνία και τον τακτικισμό. Θεωρεί ότιέτσι μπορεί να ανταπεξέλθει, αλλά μια τέτοια τακτική έχει κοντά ποδάρια. Για αυτό φτάσαμε να είμαστε σε μια από τις
χειρότερες θέσεις ως προς τις απώλειες ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης και πρόγραμμα γιατους νέους και τον πολιτισμό. Προετοιμάζεται για εκλογές, σε κάθε περίπτωση;
Νομίζω ότι προχωρά με παράλληλα σενάρια, ένα από αυτά είναι και αυτό των πρόωρων εκλογών.Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι και προϋποθέσεις για να τις προκηρύξει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει θέμα εκλογών;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σωστά έχει ως θέση αρχής ότι σε συνθήκες κορύφωσης της πανδημίας θα ήταν ανεύθυνονα μιλήσουμε για εκλογές. Διότι εκλογές δεν σημαίνει μόνο η προκήρυξη τους, αλλά και συγκεντρώσεις,παρεμβάσεις, περιοδείες. Δεν μπορούν να γίνουν εκλογές με sms, δεν είναι δημοκρατικό. Ωστόσο, τοθέμα της ανατροπής των εφαρμοζόμενων πολιτικών τίθεται ολοένα και πιο έντονα από τα αδιέξοδα που
γεννά αυτή η πολιτική. Προφανώς η παράταση αυτής της κατάστασης, δηλαδή η αναποτελεσματικήδιαχείριση της πανδημίας και η μεροληπτική υπέρ των λίγων και ισχυρών συμφερόντων αντιμετώπιση τηςοικονομίας, οξύνουν τέτοιες αντιπαραθέσεις και θέτουν ολοένα και πιο έντονα το θέμα της ήττας αυτήςτης πολιτικής και κατ’ επέκταση της κυβερνητικής αλλαγής. Με αυτή την έννοια, το θέμα της αλλαγήςτίθεται από την ίδια τη ζωή.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή