Για τα 200 χρόνια της Επανάστασης, του Γιώργου Πένταρη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Για τα 200 χρόνια της Επανάστασης, του Γιώργου Πένταρη

Γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και μέσω του «Παλμού», σε αυτό και στο επόμενο φύλλο θέλω να γράψω και εγώ δυο λόγια όχι μόνο για να τιμήσουμε τους αγωνιστές, αλλά και να πάρουμε μαθήματα και από την αποκοτιά τους αλλά και από τα λάθη τους. Για να ασχοληθεί κάποιος με τα γεγονότα της Επανάστασης και να καταλάβει έστω επιφανειακά τί έγινε και τις συνέπειές της μέχρι σήμερα, θα χρειαστεί μια ολόκληρη ζωή. Τα αρχεία της Επανάστασης δεν έχουν μέχρι σήμερα μελετηθεί σε πλήρη έκταση και πολλά από αυτά δεν είναι διαθέσιμα στο κοινό. Για να μπούμε στο κλίμα της εποχής, θα ήταν χρήσιμο να πούμε μερικά λόγια για την τότε κατάσταση, αρχίζοντας από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Η πραγματική άλωση έγινε το 1204 από τους Φράγκους. Οι μετέπειτα αγριότητες και οι ληστρικές ενέργειες των Σταυροφόρων έκαναν τους Βυζαντινούς να λένε «προτιμότερο σαρίκιον τουρκικόν παρά τιάρα παπική». Παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των Παλαιολόγων, που και αυτοί είχαν λερωμένη τη φωλιά τους, η Πόλη έπεσε. Προνόμια δόθηκαν στους Χριστιανούς, μπήκαν φυσικοί αρχηγοί των Χριστιανών οι κληρικοί, κράτησαν δικαιώματα όσον αφορά τα της θρησκείας τους, τα σχολεία τους, την απονομή δικαιοσύνης, τη μέριμνα για την συλλογή φόρων.
Το σύστημα διοίκησης των Σουλτάνων ήταν δικαιότερο των Βυζαντινών στους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση. Μπήκε όμως γρήγορα σε περίοδο παρακμής και η διοίκηση άρχισε τις σπατάλες, έγινε πολύ αναποτελεσματική, φόροι επί φόρων έμπαιναν και ο ραγιάς απηύδησε. «Μάνα μ’ σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» και βγήκαν στο κλαρί. Έγιναν κλέφτες. Παρεμπόδιζαν το εμπόριο, τις επικοινωνίες και, το χειρότερο, την κανονική εισροή των φόρων. Αντίμετρα σε αυτά τα αγκάθια έγιναν, με επιλογή της οθωμανικής διοίκησης, οι αρματολοί. Ήταν Έλληνες, γνώριζαν και τους κλέφτες, γνώριζαν και το συγγενολόι τους, γνώριζαν τις κουμπαριές τους, γνώριζαν και τους φίλους τους. Διάφορα μικρά και μεγάλα προσωπικά συμφέροντα έφεραν την ώσμωση. Κυρίως στην Ρούμελη αλλά και στην Πελοπόννησο, οι κλέφτες γίνονταν αρματολοί και οι αρματολοί κλέφτες και πάλι απ’ την αρχή.
Ένας τέτοιος ήταν και ο Κολοκοτρώνης όπως και ο πατέρας του. Η ανταλλαγή των ρόλων, τους έφερε πολεμική εμπειρία και βέβαια κάποια οικονομικά οφέλη που πολλά από αυτά τα διέθεσαν για την Επανάσταση. Μα Έλληνες δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν όλοι οι άλλοι ραγιάδες που έκαναν τις δουλειές που θεωρούνταν απαξιωτικές για τους Τούρκους. Έγιναν πραματευτάδες, αγρότες, μαστόροι, καραβοκυραίοι. Πήγαν στην Εσπερία και μορφώθηκαν, πολλοί έμειναν εκεί και ποτέ δεν περίμεναν ότι κάποια στιγμή από τις ξένες χώρες θα βοηθούσαν τον Αγώνα. Κατέκτησαν με το εμπόριο και την γνώση όλες τις Βαλκανικές χώρες και τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης. Η Ιταλική Αναγέννηση που άναψε από τις σπίθες της Αρχαίας Ελληνικής γνώσης, έφερε τον Διαφωτισμό, μετά την Γαλλική Επανάσταση, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και τον ναυτικό αποκλεισμό της Αγγλίας. Τότε οι Έλληνες καραβοκυραίοι κυρίως Υδραίοι και Σπετσιώτες, αφού μετέτρεψαν τα πλοία τους σε ημιπολεμικά έσπαζαν ναυτικούς αποκλεισμούς και αποκόμιζαν τεράστια κέρδη. Δημιούργησαν μια παράδοση που διατηρήθηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα.
Κανένας όμως Ρωμιός δεν είχε σίγουρο το κεφάλι του και η αντίδραση μεγάλωνε όσο περισσότερο μεγάλωνε και η οικονομική τους δύναμη. Άρχισαν να σκέπτονται την απελευθέρωση και έγιναν τα Ορλωφικά που τα πλήρωσαν ακριβά γιατί έπεσαν στην παγίδα των αντιθέσεων Ρωσίας και Τουρκίας. Δεν ήταν και καλά οργανωμένοι και έτσι ακούστηκε απ’ τη λαϊκή μούσα το «αν σ’ αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρνα απ’ την Άνδρο», υπονοώντας την καταστροφή που υπέστη ο Λάμπρος Κατσώνης. Το ότι διατήρησαν την θρησκεία τους οι Γραικοί και έχοντας έναν θρησκευτικό αρχηγό τον Πατριάρχη και δεδομένου ότι τα χρησιμοποιούμενα Ευαγγέλια ήταν στα Ελληνικά, διατηρήθηκε η συνείδηση ότι αυτοί οι ορθόδοξοι που μιλάνε Ελληνικά ήταν οι απόγονοι και κληρονόμοι του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.
Καλά όλα αυτά, αλλά πού βρέθηκαν τα πολεμοφόδια; Τα γιαταγάνια; Οι ζωτροφίες – τα τρόφιμα δηλαδή για το στρατό, που θα χρειάζονταν αν θα γινόταν η Επανάσταση; Εδώ ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, στα απομνημονεύματά του μας διαφωτίζει. Μετά το 1817 πολλοί μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία άρχισαν να κατεβαίνουν στην Πελοπόννησο όπως ο Αναγνωσταράς Παπά Γεωργίου, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Παπαφλέσσας και αρκετοί άλλοι βέβαια με σκοπό την διάδοση του σκοπού της Φιλικής. Οι στόχοι των Φιλικών βρήκαν γόνιμο έδαφος ανάμεσα στους Πελοποννησίους πρόκριτους και καπεταναίους, όπως οι Πετιμεζαίοι στα Καλάβρυτα, οι Δεληγιανναίοι στην Καρύταινα, ο Παπαδιαμαντόπουλος στην Πάτρα, ο Σισίνης στην Γαστούνη, οι Βιλαέτηδες και οι Άχολοι στον Πύργο, οι Πλαπουταίοι και οι Λόντοι στην Βοστίτσα (το Αίγιο δηλαδή), όλοι οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου και πολλοί άλλοι. Μας λέει ο Φωτάκος: «Εγίνετο μεγάλη ενέργεια και η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο. Αυτοί εσκέπτοντο αρχιερείς, άρχοντες και καπεταναίοι και λοιποί αδελφοί περί των μέσων, τα οποία ημπορούσαν να μεταχειρισθούν δια τον μέλλοντα αγώνα.».
Έτσι εξασφαλίστηκαν τα πολεμοφόδια και γενικά η επιμελητεία που χρειάζεται ένας πόλεμος. Ο Φωτάκος είναι πολύ γλαφυρός στην περιγραφή των προετοιμασιών και των δικαιολογιών που μηχανεύονταν να ξεγελάσουν τους Τούρκους που είχαν αρχίσει να υποψιάζονται. Τα παλιά πάθη έσβηναν, συνεργασίες και θυσίες έγιναν για το καλό της πατρίδας.

Πώς ξεκίνησαν όμως τα γεγονότα; Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τον ρόλο της Φιλικής Εταιρείας. Η ιδέα ήταν να ξεκινήσει η Επανάσταση από την Μολδοβλαχία όπου και πολλοί Έλληνες υπήρχαν και χρήμα υπήρχε και η Ρωσία ήταν δίπλα. Δυστυχώς η Επανάσταση καταπνίγεται στο αίμα για λόγους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τώρα και οι Φιλικοί αποφάσισαν να εξάγουν την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι λόγοι:
α) Η εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων προυχόντων λόγω της συνδιοίκησης που υπήρχε στα θέματα της Πελοποννήσου,
β) η απουσία Τούρκικου στρατού γιατί είχε πάει να πολεμήσει τον Αλή Πασά και
γ) γιατί το 60% των Φιλικών ήταν στην Πελοπόννησο. Κάθε μεγάλη οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα μέλος της μυημένο στην Φιλική Εταιρεία.
Στις 14 Μάρτη 1821 οι Καλαβρυτινοί έσφαξαν τους Τούρκους φοροεισπράκτορες και στις 22 Μαρτίου ξεσηκώνονται. Από τις 14 Μάρτη μέχρι τις 28 Μαρτίου ξεσηκώνεται σχεδόν όλη η Πελοπόννησος και μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Στις 22 Μαρτίου για παράδειγμα, οι Μούρτζινοι, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Καπετανάκηδες, ο Αναγνωσταράς, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Παπαφλέσσας και λοιποί καπεταναίοι με 2.500 στρατιώτες Μανιάτες και άλλους, μαζεύονται στην Καλαμάτα, την οποία παρέδωσαν αμέσως οι Τούρκοι στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Πήραν θάρρος οι Έλληνες και άρχισαν την πολιορκία των φρουρίων Μεθώνης, Κορώνης και Νεοκάστρου. Ο Κολοκοτρώνης με 300 Μανιάτες, ο Αναγνωσταράς, ο Παπαφλέσσας και ο Πάνος Κεφάλας εκστράτευσαν στις 24 Μαρτίου 1821 για το εσωτερικό της Πελοποννήσου για να γενικεύσουν την επανάσταση.
Στρατηγικός στόχος του Κολοκοτρώνη η Τριπολιτσά που μετά από τετράμηνη πολιορκία έπεσε στις 23 Σεπτέμβρη του 1821. Ο Φωτάκος εδώ μας δίνει ολοζώντανες περιγραφές τονίζοντας και τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ καπεταναίων, Τούρκων, Ελλήνων και Αλβανών, αλλά και της σφαγής που επακολούθησε. Πολλοί Έλληνες και ξένοι παρατηρητές έγραψαν στηλιτεύοντας τις σφαγές λες και δεν είχαν γίνει ανάλογα στην Γαλλική Επανάσταση. Αρκετοί προσπάθησαν να τις δικαιολογήσουν. Από το Νοέμβρη του 1821 έως τον Γενάρη του 1822 το θέμα ήταν στις πρώτες σελίδες των ευρωπαϊκών εφημερίδων. Παρά την συμφωνία για τα λάφυρα, να πάει το 1/3 υπέρ πατρίδος, τίποτα δεν έμεινε. Η πατρίδα ωφελήθηκε μόνο από τα 11.000 ντουφέκια που όπλισαν τους Έλληνες και βέβαια από το θετικό πνεύμα και ενθουσιασμό που δημιουργήθηκε ώστε να προχωρήσει η Επανάσταση. Όμως μέσα στην Τριπολιτσά φάνηκαν τα πρώτα σημάδια του διχασμού και το ζήτημα της νομής της εξουσίας.

Ο γραμματικός του Γέρου του Μωριά, ο Φωτάκος μας λέγει:
«Την ημέραν όπου αντάμωσα τον αρχηγόν είχα πάγει εις το σπίτι του Δημητρίου Δελιγιάννη, ευρήκα μέσα και τους Καπεταναίους του τους εχαιρέτησα, και δεν με εδέχθησαν με τον τρόπον όπου με εδέχοντο έξω πριν έμβωμεν μέσα εις την Τριπολιτσάν, μάλιστα ήκουσα ύβρεις κατά του αρχηγού μου και φοβερισμούς. Του έκαμα την παρατήρησιν, ότι δεν αρμόζουν αυτά τα λόγια να τα λέγη ο Δελιγιάννης δια τον φίλον του τον Κολοκοτρώνην, και μου είπεν ότι δεν τον έχει φίλον τον κλέφτη, και δεν τον φοβείται πλέον. Αυτά όλα τα έκαμα γνωστά εις τον αρχηγόν μου. Αυτός δε μου είπε, καμόσου ότι δεν μου είπες τίποτε. Τώρα όπου ο Άγιος Θεός ηθέλησε και μας ενδυνάμωσε και επήραμεν την Τριπολιτσάν, ας λέγουν ότι θέλουν. Έχουν δίκαιον παιδί μου, διότι βλέπουν τούτους σκοτωμένους (και έδειξε τα Τουρκικά πτώματα), με τους οποίους είχαν μαζί την εξουσίαν. Τώρα την επήρε το έθνος. Αν εγελάσθηκαν και έκαμαν την επανάστασιν, ήλπιζαν να κληρονομήσουν του Τούρκους και να γείνουν αυτοί εις τον τόπον τους, αλλ’ αργά το εσυλλογίσθηκαν».
Αυτή η κουβέντα του Κολοκοτρώνη ήταν προφητική και κάτι τέτοια γεγονότα έμελλε να καθορίσουν το μέλλον της Επανάστασης και τελικά την ίδρυση της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Στο επόμενο η συνέχεια.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή