Φαρμακευτικές πατέντες, του Γιώργου Πένταρη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Φαρμακευτικές πατέντες, του Γιώργου Πένταρη

Στις αρχές Γενάρη, όταν ξέσπασε η δημόσια διαμάχη Συμπολίτευσης και Αντιπολίτευσης, για τις πατέντες του εμβολίου του κορωνοϊού, έγραψα ένα σχετικό άρθρο. Κάποιοι φίλοι μου ζήτησαν να κάνω μια μεγαλύτερη αναφορά στο θέμα της παραγωγής των φαρμάκων, την χρηματοδότησή τους και τις πατέντες. Οι πληροφορίες σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι δυσεύρετες και ακόμη ούτε και οι κυβερνήσεις μπορούν να έχουν πληροφορίες σχετικά, επειδή οι εταιρείες καλύπτονται πίσω από λεπτομερές νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικών δικαιωμάτων, το οποίο πλαίσιο έχει ψηφιστεί από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια.

Όπως είχα αναφέρει στο προηγούμενο άρθρο, είχα αντλήσει πληροφορίες από το κίνημα Commons που έχει σαν στόχο να κάνει κάθε είδους γνώση κοινό κτήμα. Το κίνημα των Commons είναι πολύ διαδεδομένο παγκοσμίως σχεδόν σε όλους τους τομείς της επιστημονικής γνώσης, είναι αυτό που λέμε Open Source, Open Data, Open Hardware κτλ. Παρεμπιπτόντως να σας αναφέρω ότι η παραγωγή αξίας από τα Open Data (Ανοικτά δεδομένα) ήταν 52 δισ. ευρώ το 2018 και υπολογίζεται για 194 δισ. για το 2030 μόνο στην ΕΕ.
Ας έρθουμε, λοιπόν, στο θέμα μας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης νέων φαρμάκων έχει βοηθήσει στην αντιμετώπιση πάρα πολλών ασθενειών. Η φαρμακευτική βιομηχανία έχει καταφέρει μέσω της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) να διατηρήσει την ικανότητά της για την παραγωγή νέων φαρμάκων κυρίως μετά το 1960. Παρά τις τρομερές προόδους που έχουν γίνει και με την βοήθεια της τεχνολογίας και των υπολογιστών τα τελευταία χρόνια για την κατανόηση της λειτουργίας των ασθενειών, το παρόν μοντέλο παραγωγής αποτυγχάνει στην παραγωγή θεραπειών όπως το Alzheimer και ο καρκίνος ή για την παραγωγή νέων αντιβιοτικών που θα καταπολεμούν τις νοσοκομειακές λοιμώξεις. Το παρόν μοντέλο παραγωγής φαρμάκων βασίζεται στην προστασία των πατεντών, στα υψηλά κέρδη και στη λεγόμενη προστασία πνευματικών δικαιωμάτων. Θυμηθείτε ότι η Μονσάντο που παράγει γεωργικά φάρμακα, έχει αλλάξει το γονίδιο του φυτού σόγια και πουλάει τους σπόρους πατενταρισμένους. Οι παραγωγοί σόγιας που δεν καλλιεργούν σπόρια της Μονσάντο, αν κατά τύχη βρεθεί σπόρος στο χωράφι τους από γειτονικό χωράφι με σόγια Μονσάντο, διώκονται ποινικά για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Η πρακτική της Μονσάντο έχει περάσει και στη βιομηχανία των φαρμάκων και στη βιοχημεία και απαιτούν πατέντες για γνώση πάνω στα κύτταρα ανθρώπινα και μη και σε διάφορες μορφές ζωής. Πατέντες εφαρμόζονται στην επιστημονική γνώση που αποκτάται στα πανεπιστήμια, στους μαθηματικούς αλγορίθμους όπως αυτού του RSA που μας επιτρέπει να κάνουμε ασφαλείς ηλεκτρονικές συναλλαγές, ακόμη και σε φωτογραφίες από δημόσια κτήρια. Από την ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της βιοϊατρικής έρευνας προκαλείται μεγάλη σπατάλη πόρων και προκαλείται και οικονομικοκοινωνική ζημιά. Υπολογίζεται ότι από το ετήσιο σύνολο χρηματοδότησης ερευνητικών έργων, γύρω στα 170 δισ. ευρώ χάνονται γιατί τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Υπάρχει μεγάλη ένταση μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και των κανόνων της αγοράς που την διέπουν με την ιδέα μιας ανοικτής δημοκρατικής διακυβέρνησης που είναι αναγκαία για να θεωρηθεί η υγεία δημόσιο αγαθό. Τα επιστημονικά ινστιτούτα, η κοινωνική αντίληψη και οι επιστημονικές μέθοδοι είναι εμποτισμένες με την ιδέα του κέρδους σε τέτοιο βαθμό που είναι αδιανόητη με τα σημερινά δεδομένα μια συζήτηση για κατάργηση των πατεντών. Τα αρνητικά αποτελέσματα των πατεντών έχουν αρχίσει να φαίνονται όχι μόνο στα Ευρωπαϊκά συστήματα υγείας, αλλά και στους πολίτες.

Η λογική πίσω από τις πατέντες είναι, όπως ακούσαμε και κατά κόρον πριν λίγες μέρες στα κανάλια, ότι ενισχύουν ανταγωνισμό και καινοτομία. Άλλα είδη προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων για τα φάρμακα έχουν να κάνουν με πατέντες που χρειάζονται για κάποια υλικά ή διάφορες άλλες αποκλειστικότητες, δηλαδή μια πατέντα πληρώνει μια άλλη πατένα που τη χρησιμοποιεί. Όπως λένε οι υποστηρικτές της ανοικτής γνώσης, είναι λαϊκός μύθος ότι οι πατέντες ωθούν την καινοτομία και την κοινωνική πρόοδο. Η πρόσφατη πληθώρα πατεντών στην ουσία μπλοκάρει την πρόοδο για ανοικτή έρευνα και υπονομεύει τον ανταγωνισμό επειδή επικεντρώνονται στη νομική προστασία των πατεντών. Επιπλέον οι φτωχότερες χώρες εμποδίζονται να αναπροσαρμόσουν τις πατέντες στις ανάγκες τους. Ο αρχικός σκοπός των πατεντών ήταν να υπηρετήσουν ανάγκες που δεν υφίστανται πλέον και είναι ξεκάθαρο ότι ο τρόπος που εφαρμόζονται σήμερα προκαλούν περισσότερο κακό παρά καλό

Στην πράξη, στον βιοϊατρικό τομέα κατοχυρώνονται πατέντες ακόμη και για ελάχιστες παραλλαγές φαρμάκων αντί να κάνουν καινοτόμες έρευνες υψηλού αντικτύπου ή ουσιαστικές κλινικές προόδους. Από τη στιγμή που ένα μονοπώλιο προστατεύεται από πατέντες εξασφαλίζει υψηλές τιμές. Οι πατέντες ενθαρρύνουν αυτό που λέμε copy-cat, κατά το κόπυ πάστε, έρευνα, δηλαδή αντιγραφή έρευνας και κατοχύρωσή της με πατέντα. Λόγω των μεγάλων κερδών, η φαρμακευτική έρευνα οδηγείται στη θεραπεία τελευταίου σταδίου αντί να προσανατολίζεται στην πρόληψη, επειδή οι θεραπείες τελευταίου σταδίου αποφέρουν υψηλότερα κέρδη. Τα πιο εντυπωσιακά φάρμακα σήμερα είναι τα βιολογικά τύπου εμβολίου Pfizer και οι πωλήσεις τους αυξάνουν σταθερά. Στην Ευρώπη υπήρξε αύξηση το 2014 κατά 27%. Τα βιολογικά φάρμακα είναι κατά 20 φορές ακριβότερα από τα φάρμακα κλασικής τεχνολογίας. Όσον αφορά τα βιολογικά φάρμακα όχι μόνο τα πνευματικά δικαιώματα, αλλά και η επέκταση των πατεντών και στα παρόμοια (biosimilar / biogenerics) φάρμακα, αποδεικνύεται ότι υπονομεύουν τον ανταγωνισμό.
Αυτού του είδους οι κανονισμοί φέρνουν εμπόδια στην παραγωγή γενόσημων, τα οποία κατά μέσον όρο είναι 30% φθηνότερα των πρωτότυπων. Σε μεγάλο βαθμό, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του βιομηχανικού φαρμακευτικού κατεστημένου, οι περισσότερες μεγάλες πολυεθνικές δεν παράγουν καινοτομική έρευνα. Το μέρος των κερδών των μεγάλων Ευρωπαϊκών και Αμερικάνικων εταιρειών που προέρχονται από τεχνητές ελλείψεις λόγω πατεντών, πνευματικών δικαιωμάτων και εμπορικών σημάτων, έχει ανέβει από 17% το 1999 στο 31% το 2016. Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, η τιμή των φαρμάκων δεν αντανακλάται στην θεραπευτική τους αξία ή στα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης. Αντιθέτως στις περισσότερες περιπτώσεις αντιστοιχεί στη μέγιστη τιμή που μπορεί να αντέξει η αγορά ασχέτως με τις αρνητικές συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία και στα εθνικά συστήματα υγείας.

Όπως παραδέχεται ένας Γενικός Διευθυντής φαρμακευτικού κολοσσού «το κόστος παραγωγής του φαρμάκου είναι απειροελάχιστο σε σχέση με την τιμή πώλησής του». Η αύξηση των τιμών του φαρμάκου θέτει μεγάλο βάρος στα Ευρωπαϊκά συστήματα υγείας με αποτέλεσμα οι ασθενείς να στερούνται θεραπείες που σώζουν ζωές, όπως ο καρκίνος, και αναγκάζουν τα συστήματα υγείας να επιλέγουν ασθενείς ποιος ζει και ποιος πεθαίνει δηλαδή, λόγω κοστοβόρου θεραπείας.
Για παράδειγμα, από ηπατίτιδα C ασθενούν ετησίως 130-180 εκατομμύρια άτομα και πεθαίνουν περίπου 500 χιλιάδες. Το κόστος θεραπείας ανέρχεται σε 500 ευρώ στις Ινδίες, 20.000 στην Ισπανία και πάνω από 40.000 στην Γερμανία, οπότε πολλοί Ευρωπαίοι λόγω κόστους δεν τυγχάνουν της κατάλληλης θεραπείας. Όπως λέει ο δημοσιογράφος Peter O’Donell, σε πάρα πολλές Ευρωπαϊκές χώρες η πίεση που υφίστανται οι κυβερνήσεις για την άσκηση πολιτικής τιμών είναι πολύ μεγάλη επειδή έχουν να αντιμετωπίσουν ακριβές θεραπείες στα συστήματα υγείας σε συνάρτηση με τον γερασμένο πληθυσμό. Παράλληλα τα μεγάλα προβλήματα των συστημάτων υγείας σε συνδυασμό με τους πολλούς και πολύπλοκους μηχανισμούς τιμολόγησης φαρμάκων, έχουν φέρει σε στασιμότητα κάθε συζήτηση και προσπάθεια να βρεθεί μια λύση στο φαρμακευτικό κόστος.
Στο επόμενο η συνέχεια γιατί υπάρχει πολύ ζουμί στην υπόθεση.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή