«Είμαι έτοιμη να ακούσω τα πιο σπουδαία κατορθώματα και τα πιο αποτρόπαια από έναν άνθρωπο», Καίτη Βασιλάκου – Συγγραφέας

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Είμαι έτοιμη να ακούσω τα πιο σπουδαία κατορθώματα και τα πιο αποτρόπαια από έναν άνθρωπο», Καίτη Βασιλάκου – Συγγραφέας

«Γεννήθηκα στα Χανιά, αλλά δεν είμαι Χανιώτισσα. Η μητέρα μου ήταν από το Ηράκλειο και ο πατέρας μου από την Τρίπολη. Ο πατέρας μου υπηρετούσε στο Δασαρχείο Χανίων, όταν γεννήθηκα. Έμεινα στην πόλη μέχρι τα 16 χρόνια μου και κατά κάποιο τρόπο τη θεωρώ ιδιαίτερη πατρίδα μου, αν και δεν έχω πια δεσμούς εκεί. Στη συνέχεια ήρθα στην Αθήνα και μετά από τόσα χρόνια διαμονής μου στην πρωτεύουσα θεωρώ πλέον ότι είμαι Αθηναία. Έγινα μάλιστα δημότης Αθηναίων θεωρώντας ότι η Αθήνα είναι πια η πραγματική, δική μου ιδιαίτερη πατρίδα.
»Σπούδασα Αρχαιολογία και Ιστορία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια διορίστηκα στη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Μου άρεσε από μικρή να σκαρώνω στιχάκια και ιστορίες, κάτι που συνέχισα σε όλη τη ζωή μου, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους απέφευγα να δημοσιεύσω ο,τιδήποτε. Πολύ αργά ξεπέρασα τα εμπόδια και το πρώτο βιβλίο που εξέδωσα ήταν “Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες” το 2008.»
Αυτό είναι το αυτοβιογραφικό σημείωμα της Καίτης Βασιλάκου με το οποίο επιλέγει να μας συστηθεί.
Έργα της: «Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ», διηγήματα (Ιωλκός), «Οι πόρτες», διηγήματα (Ιωλκός), «Ο τέταρτος κλώνος», διηγήματα (Αίολος), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε», μια νουβέλα και πέντε διηγήματα (Απόπειρα), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου…», ποιήματα (Μανδραγόρας), «Νυχτώνει αργά», ποιήματα (Μανδραγόρας).
«Σιμόν», θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις (Μανδραγόρας), «Το επίμονο φαινόμενο», ένα διήγημα και δύο νουβέλες (Απόπειρα), «Η προγονική εντολή», νουβέλα (Γαβριηλίδης). Υπό έκδοση βρίσκεται το μυθιστόρημά της «Οι Αποκλίνοντες» από τις εκδόσεις «Απόπειρα».
Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα: Μέσα από σένα, διηγήματα, εκδ. 24 γράμματα 2020, Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, εκδ. Αίολος 2012, Ένα ταξίδι… αλλιώς, διηγήματα, εκδ. Σαΐτα.2013, Τα ποιήματα του 2012, Κοινωνία των (δε)κάτων, 2013, Ανθολογία μικρού διηγήματος της νύχτας, εκδ. Κύμα, 2017, Το θέατρο στην ποίηση, εκδ. Ν. & Σ. Μπατσιούλας, 2017, InteLLiGentsia, ο κύκλος των ποιητών, εκδ. Εντύποις, 2018, Τα υπογείως ανεωχθέντα, ποιήματα, εκδ. Ρώμη 2019.
Στο διαδίκτυο διατρηεί από το 2010 το δικό μου μπλογκ ketivasilakou.blogspot.gr, όπου δημοσιεύω κείμενά της που έχουν σχέση με την κοινωνία, την ιστορία, την ψυχολογία, τη λογοτεχνία. Κατά καιρούς δημοσιεύω και δικά μου ποιήματα και διηγήματα.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΚΑΙΤΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά, μια όμορφη πόλη που όμως ως παιδί δεν το καταλάβαινα και δεν μπορούσα να το εκτιμήσω. Σίγουρα όμως οι εικόνες που έβλεπαν τα μάτια μου πρέπει να επηρέασαν θετικά τον ψυχισμό μου. Δεν είμαι ωστόσο Χανιώτισσα. Έζησα εκεί ως τα δεκαέξι μου χρόνια, επειδή ο πατέρας μου ως δασοπόνος είχε μετατεθεί στο Δασαρχείο Χανίων.
Τα παιδικά μου χρόνια, τα θυμάμαι χαρούμενα με ατέλειωτα παιχνίδια στους δρόμους και στα παρακείμενα χωράφια με τα αγόρια της γειτονιάς, γιατί τα κορίτσια ήταν λίγα και κλεισμένα στο σπίτι. Έχω όμως και αναμνήσεις μελαγχολίας και θλίψης. Το σχολείο μού άρεσε, γιατί εκεί είχα τις φίλες μου και έπαιζα μαζί τους στα διαλείμματα. Οι δάσκαλοι ήταν καλοί μαζί μας, ήπιοι άνθρωποι, εκτός από έναν, τον διευθυντή του σχολείου, που έδερνε αλύπητα, με ιδιαίτερη προτίμηση τα αγόρια. Έχω επομένως και αναμνήσεις τρόμου και φόβου.

«Π»: Τι σας ώθησε στην συγγραφή;
Κ.Β.: Δεν με ώθησε τίποτα. Από μικρή μού άρεσε να γράφω ποιηματάκια και ιστοριούλες. Το θεωρούσα αυτό πολύ φυσικό και νόμιζα ότι το ίδιο κάνουν όλοι. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι μια τέτοια συνήθεια δεν την έχει όλος ο κόσμος.

«Π»: Ποιό ήταν το πρώτο σας βιβλίο και τι απήχηση είχε;
Κ.Β.: Μολονότι έγραφα σε όλη την ζωή μου, δεν αποφάσιζα να εκδώσω τίποτα. Τα συρτάρια γέμιζαν χειρόγραφα και έμεναν εκεί καταχωνιασμένα για δεκαετίες. Τελικά, πολύ αργά και με δυσκολία έκανα το πρώτο βήμα και εξέδωσα μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ο ερημίτης Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες» από τις εκδόσεις Ιωλκός. Δεν είχε την απήχηση που περίμενα, αν και όσοι το διάβασαν το βρήκαν πολύ καλό. Το πρόβλημα είναι ότι υπήρξε μια σύγχυση στον αναγνώστη, ότι δηλαδή επρόκειτο για απλώς ιστορίες φαντασίας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ιστορίες φιλοσοφικής φαντασίας που παρέπεμπαν ευθέως στην πραγματικότητα που ζούμε και στα αδιέξοδά της.

«Π»: Τί διαβάζετε συνήθως;
Κ.Β.: Θα περίμενε κανείς ότι ως πεζογράφος και δημιουργός ποιημάτων περνώ τον καιρό μου βυθισμένη σε βιβλία λογοτεχνίας. Διαβάζω φυσικά λογοτεχνία αλλά πολύ επιλεκτικά. Μου αρέσει όμως πολύ και η Ιστορία και η αρχαία ελληνική γραμματεία. Αυτόν τον καιρό ασχολούμαι με τη λατινική γραμματεία από το πρωτότυπο και κυρίως με τη λατινική ποίηση.

«Π»: Έχετε σημαντική εργογραφία. Πώς κρατάτε την επαφή με τον αναγνώστη;
Κ.Β.: Η επαφή μου με τον αναγνώστη περιορίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν δεν υπήρχαν και αυτά, δεν θα είχα καμιά επαφή. Είμαι εσωστρεφές άτομο και δεν επιδιώκω τις δημόσιες κοινωνικές επαφές, εκτός αν μου ζητηθεί. Τότε δεν αρνούμαι. Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με το δικό μου ιστολόγιο που διατηρώ στον κυβερνοχώρο έχω μια καλή επαφή με το αναγνωστικό κοινό.

«Π»: Τι μοιράζεται ο δημιουργός με το αναγνωστικό κοινό του;
Κ.Β.: Δεν ξέρω. Αρκετές φορές οι αναγνώστες μου μού εκφράζουν ιδέες που βρήκαν στα βιβλία μου και που εγώ δεν τις είχα υποπτευθεί. Μερικές από αυτές είναι καίριες και απορώ πώς μου διέφυγαν. Άλλοτε ανακαλύπτουν πράγματα που έχουν μια χαλαρή σχέση με αυτό που ήθελα να περάσω στο αναγνωστικό κοινό. Συνήθως όμως μοιραζόμαστε, πιστεύω, τους προβληματισμούς μου που δεν είναι προσωπικοί, αλλά έχουν σχέση με τη ζωή και τον κόσμο. Εξάλλου αυτός είναι και ο στόχος των περισσότερων που γράφουν. Η επικοινωνία και η συμμετοχή σε κοινές σκέψεις, εμπειρίες, αξίες, απορίες και αγωνίες. Και, να το προσθέσω κι αυτό, με τους αναγνώστες μου μοιράζομαι και ένα άνοιγμα σε μια άλλη διάσταση, όπου κάποιοι από μας βιώνουν μοναχικές εμπειρίες που αξίζει να τις γνωρίσουν και όσοι δεν τις ζουν.

«Π»: Πώς δημιουργείτε τους ήρωές σας;
Κ.Β.: Στο μυαλό μου κυκλοφορούν αμέτρητοι ήρωες που ζητούν να υλοποιηθούν έστω σε μια μόνο σελίδα χαρτί. Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη χάρη σε όλους, θα έπρεπε να ζήσω δυο και τρεις ζωές για να τα καταφέρω. Όταν ξεκινώ να γράψω κάτι, διαλέγω τον ήρωά μου από αυτούς που τριγυρνούν στη φαντασία μου και φροντίζω να τον μπολιάζω και με λίγα δικά μου χαρακτηριστικά, ώστε να τον νιώθω κοντινό μου. Κάθε χαρακτήρας όμως έχει τη δική του προσωπικότητα, δεν μοιάζει με τους άλλους.

«Π»: Ποιές είναι οι πηγές έμπνευσής σας;
Κ.Β.: Είναι η φαντασία μου σε συνδυασμό με τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου. Ένα απλό περιστατικό στις ειδήσεις μπορεί να ενεργοποιήσει τη φαντασία μου και να φτιάξω αμέσως μια ιστορία στο μυαλό μου. Στην πορεία της συγγραφής της όμως η ιστορία συνήθως παίρνει άλλες στροφές, γιατί όπως ξέρουμε, τελικά η ιστορία οδηγεί τον συγγραφέα και όχι ο συγγραφέας την ιστορία. Άλλοτε πάλι πηγή της έμπνευσής μου μπορεί να είναι μια επιθυμία μου που δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί. Την υποχρεώνω να πραγματοποιηθεί στο χαρτί και την απολαμβάνω έτσι με ένα ιδιότυπο τρόπο. Άλλοτε μπορεί να είναι ένας προβληματισμός για τον άνθρωπο, για τη ζωή, για τον κόσμο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να εφεύρω μια ιστορία, ώστε να ξεδιπλώσω με άνεση τον προβληματισμό μου μέσα από αυτήν.

«Π»: Τι θεωρείτε πρόκληση για την πλοκή του έργου σας;
Κ.Β.: Πρόκληση είναι ολόκληρος ο κόσμος και ό,τι υπάρχει μέσα του ή έστω ό,τι γνωρίζουμε πως υπάρχει μέσα του. Ή ό,τι νομίζουμε, τέλος πάντων, πως υπάρχει μέσα του. Το ίδιο το έργο μου δεν έχω την αίσθηση ότι με προκαλεί. Έχω την αίσθηση ότι θέλει να ολοκληρωθεί, απαιτεί να ολοκληρωθεί. Η πρόκληση είναι μόνο στην αρχή, όταν εμφυτεύεται η ιδέα στο μυαλό μου και ζητά να πάρει σχήμα.

«Π»: Τι συμβουλεύετε τους νέους που θέλουν να γίνουν συγγραφείς;
Κ.Β.: Να μην είναι επιτηδευμένοι. Να μην ψάχνουν για παράξενες λέξεις και να μη γράφουν ακατάληπτες φράσεις νομίζοντας ότι έτσι γράφουν πρωτότυπα. Αν έχουν φυσικό ταλέντο, θα γράψουν καλά. Να μη βιάζονται. Τα πρώτα τους έργα θα έχουν αδυναμίες, όμως με τον χρόνο θα μπορέσουν να γίνουν κύριοι της γραφής τους και θα γράφουν με άνεση, χωρίς να σταματούν κάθε τόσο για να σκεφτούν πώς θα πάνε παρακάτω.
Εννοείται ότι πρέπει να διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά να διαβάζουν και άλλα βιβλία, ώστε να διευρύνουν τις γνώσεις τους. Θα τις χρειαστούν οπωσδήποτε, όταν θα γράψουν τα δικά τους έργα. Και φυσικά να μη μιμούνται τους άλλους λογοτέχνες. Αν και αυτό θα συμβεί στο ξεκίνημά τους, στη συνέχεια πρέπει να αναπτύξουν τον δικό τους προσωπικό τρόπο γραφής και τα δικά τους προσωπικά θέματα που θα τους ξεχωρίσουν από τους άλλους.

«Π»: Βιώνουμε παγκοσμίως την πανδημία του αόρατου εχθρού μας κορωνοϊού. Τι προσφέρει, κατά την γνώμη σας, η λογοτεχνία στους έγκλειστους ανθρώπους;
Κ.Β.: Ό,τι πρόσφερε πάντα. Σήμερα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με την τηλεόραση και τους υπολογιστές, όποιος θέλει να περάσει την ώρα του έχει στη διάθεσή του αυτά τα ηλεκτρονικά μέσα. Οι αναγνώστες είναι μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που είτε σε καιρό πανδημίας είτε σε ήσυχους καιρούς θα πάρουν το βιβλίο τους και θα βυθιστούν στην ανάγνωσή του. Μακάρι να αυξηθεί το αναγνωστικό κοινό τώρα με την πανδημία – θα ήταν κάτι θετικό μέσα σ΄ αυτή την κακοδαιμονία που μας βρήκε – αλλά δεν το βλέπω.

«Π»: Πώς αποφασίζετε τον τίτλο στα βιβλία σας και τι ρόλο παίζει;
Κ.Β.: Ο τίτλος βγαίνει αυτόματα. Πολύ σπάνια θα χρειαστεί να σκεφτώ λίγο περισσότερο για να τον βρω. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό. Μάλλον, όσο καιρό γράφω, το μυαλό μου παράλληλα ψάχνει να βρει τον κατάλληλο τίτλο, χωρίς να το συνειδητοποιώ. Κάποια στιγμή, στη μέση περίπου της ιστορίας μου ή προς το τέλος της, εμφανίζεται ο τίτλος σαν φωτεινή επιγραφή.

«Π»: Ξεχωρίζετε κάποιο έργο σας;
Κ.Β.: Όχι, μου είναι δύσκολο να το κάνω αυτό. Παρατηρώ όμως ότι οι αναγνώστες μπορούν και τα ξεχωρίζουν και καταλαβαίνω τον λόγο. Τα βιβλία μου δεν έχουν στόχο να συγκινήσουν ένα συγκεκριμένο κοινό. Σε κάποιους αρέσουν κάποια, σε άλλους κάποια άλλα. Βλέπετε, καταπιάνομαι με πολλά θέματα και για τον λόγο αυτό τα βιβλία μου απευθύνονται σε διάφορα είδη αναγνωστών. Μόνο ερωτικά δεν έχω εκδώσει ακόμα, αλλά περιμένουν κι αυτά τη σειρά τους. Είναι έτοιμη ήδη μια τριλογία.

«Π»: Οι σπουδές σας και το επάγγελμά σας ως φιλολόγου ήταν βοηθητικά στη συγγραφή;
Κ.Β.: Ναι, ως προς τον σωστό χειρισμό της γλώσσας. Η γνώση επίσης της Ιστορίας μού έδωσε πολλές φορές την έμπνευση να γράψω κάτι όχι ιστορικό αλλά σύγχρονο, με βάση τον ψυχισμό του ανθρώπου κάθε εποχής. Τελικά όμως έγραψα και ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Το τελευταίο μου βιβλίο «Οι Αποκλίνοντες» είναι ιστορικό και αναφέρεται στον 4ο μ.Χ. αιώνα. Νομίζω ωστόσο πως ό,τι κι αν σπούδαζα, όποιο επάγγελμα και να διάλεγα, πάλι θα έγραφα.

«Π»: Στο μπλογκ που διατηρείτε έχετε ως τίτλο «Τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Πώς το εννοείτε;
Κ.Β.: Η φράση αποδίδεται στον Τερέντιο, αν και μάλλον κάποιος άλλος παλαιότερος την είπε πρώτος. Δεν θα αναλύσω εδώ τη σκέψη του Τερέντιου αλλά τη δική μου: Δέχομαι και αποδέχομαι ο,τιδήποτε μπορεί να σκεφτεί, να επινοήσει και να κάνει ο άνθρωπος. Ο μέτριος και κοινός άνθρωπος, ο καλός και ο κακός, ο ανόητος και ο μεγαλοφυής, ο φυσιολογικός και ο διεστραμμένος, ο ευαίσθητος και ο αναίσθητος, ο φιλήσυχος άνθρωπος και ο εγκληματίας.
Είμαι έτοιμη να ακούσω τα πιο σπουδαία ανθρώπινα κατορθώματα και τα πιο αποτρόπαια. Όλα τα έργα του ανθρώπου, τα μεγάλα και τα ταπεινά, τα φωτεινά και τα σκοτεινά, τα αποδέχομαι με την ψύχραιμη σκέψη ότι είναι ανθρώπινα, δηλαδή δώρα ή τιμωρίες της φύσης προς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ενεργούμενό της, επομένως κατά βάση τον θεωρώ αθώο.

«Π»: Τι σας στενοχωρεί στην εποχή μας;
Κ.Β.: Πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινίσω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένη που ζω σε αυτή την εποχή και όχι σε κάποια παλαιότερη, γιατί όσο πιο πίσω πηγαίνουμε, τόσο πιο δύσκολα ζούσαν οι άνθρωποι, τόσο πιο μικρή αξία είχε η ανθρώπινη ζωή, τόσο πιο λίγα ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η βαρβαρότητα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ωστόσο δεν ζούμε σε μια παραδείσια εποχή. Οι πόλεμοι συνεχίζονται, η πείνα και οι αρρώστιες θερίζουν κόσμο σε ορισμένα μέρη του πλανήτη, η εγκληματικότητα δεν υποχωρεί, επικρατεί διαφθορά και ακόμα και σε ανεπτυγμένες χώρες παρατηρούμε ότι πολύς κόσμος παρασύρεται από προλήψεις και δεισιδαιμονίες και πιστεύει σε ιδέες παρωχημένες. Άρα έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας.

«Π»: Στρέφεστε σε οικεία πρόσωπα για την γνώμη τους για κάποιο έργο σας; Αναζητάτε την κριτική τους;
Κ.Β.: Αν εννοείτε ότι ζητώ τη γνώμη τους, πριν εκδώσω, όχι, δεν το κάνω. Καμιά φορά τούς λέω την υπόθεση, επειδή νιώθω την ανάγκη, όπως κάποιος έχει ανάγκη να εκμυστηρευτεί ένα μυστικό του σε κάποιον φίλο.
Μετά την έκδοση του βιβλίου, τους ρωτώ πώς τους φάνηκε. Βέβαια οι απαντήσεις που παίρνω είναι θετικές, αλλά καταλαβαίνω πότε είναι ειλικρινείς και πότε λέγονται από ευγένεια. Έχω όμως δυο φίλες απόλυτα ειλικρινείς που μου λένε ευθέως τη γνώμη τους. Παρ’ όλα αυτά δεν επηρεάζομαι, επειδή, όπως σας είπα και πιο πάνω, οι αναγνώστες των βιβλίων μου ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες και ό,τι αρέσει στον έναν δεν αρέσει υποχρεωτικά και στον άλλον.

«Π»: Το τελευταίο μυθιστόρημά σας με τίτλο «Οι Αποκλίνοντες» τι πραγματέυεται;
Κ.Β.: Αναφέρεται στην ταραγμένη εποχή του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν ακόμα ο χριστιανισμός δεν είχε πάρει τη μορφή που έχει σήμερα και οι χριστιανοί παρέπαιαν ανάμεσα σε πλείστα Ευαγγέλια που ήταν αντιφατικά μεταξύ τους και ανέπτυσσαν ποικίλες δοξασίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές ομάδες χριστιανών με εντελώς παράδοξες απόψεις. Κυρίαρχη θέση ανάμεσά τους κατείχαν οι Γνωστικές ομάδες, οι λεγόμενοι Γνωστικοί, που διαχώριζαν τη θέση τους και πίστευαν ότι ο Θεός των χριστιανών είναι απλώς ο Δημιουργός του Κόσμου και ότι πάνω από αυτόν υπάρχει ο πραγματικός Θεός.
Οι Γνωστικοί μού κίνησαν την περιέργεια και τους μελέτησα με προσοχή. Σκέφτηκα πως άξιζε τον κόπο να γράψω γι’ αυτούς και γενικότερα για το περιβάλλον της εποχής, να ξαναζωντανέψω εκείνα τα δύσκολα χρόνια που η αυτοκρατορία μεταβαλλόταν από πολυθεϊστική ρωμαϊκή σε βυζαντινή και ορθόδοξη χριστιανική. Τοποθέτησα τον κεντρικό χαρακτήρα μου, τον Σωσίθεο, στην Αντιόχεια και παράλληλα με τη θρησκευτική σύγχυση που επικρατούσε (και ενώ ακόμα η εθνική θρησκεία είχε δύναμη), προσπάθησα να περιβάλω τα γεγονότα αυτά και με τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που συνέβαιναν τον ίδιο καιρό.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή