«Οι νέοι πρέπει να ονειρεύονται», Γιάννης Καλαντζόπουλος, Ηθοποιός

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Οι νέοι πρέπει να ονειρεύονται», Γιάννης Καλαντζόπουλος, Ηθοποιός

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Από μικρός στον κινηματογράφο και στο θέατρο για παιδιά, έγινε γνωστός ως «παιδί-θαύμα». Στο θέατρο των ενηλίκων έπαιξε σημαντικούς ρόλους παιδιών, με δασκάλους και σκηνοθέτες τον Αλέξη Μινωτή, τον Κάρολο Κουν, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Ντίνο Δημόπουλο κ.ά. Τέλειωσε την Δραματική Σχολή παράλληλα με το Γυμνάσιο, με δασκάλους τον Γρηγόρη Βαφιά, τον Κώστα Μπάκα, την Ελένη Ζαφειρίου, την Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Λάμπρο Κωστόπουλο, τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη και τον Κωστή Μεραναίο.
Ως επαγγελματίας εργάστηκε με γνωστούς θιάσους, όπως Μυράτ-Ζουμπουλάκη, Μάνου Κατράκη, Έλλης Λαμπέτη, Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Θέατρο Στοά του Θαν. Παπαγεωργίου, Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου, θίασο Γ. Κιμούλη, «Μυθωδία», «Αγγέλων Βήμα», θέατρο ΟΛΒΙΟ, στα ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, Κέρκυρας, Κρήτης, Λάρισας και Βέροιας κ.α.
Τέλειωσε την Πάντειο (1973) και τη Νομική Αθηνών (1976). Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας θεάτρου στην Accademia Nazionale d’Arte Drammatica της Ρώμης (1985-87) με δασκάλους τον Ντάριο Φο, τον Βιτόριο Γκάσμαν, την Μόνικα Βίτι κ.ά. Έχει σκηνοθετήσει πάνω από 80 παραστάσεις. Από το 1982 μέχρι το 2005 διηύθυνε την Ομάδα Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας λειτούργησε και η Παιδική Αυλαία. Διετέλεσε πρόεδρος του ΣΕΗ (1990-92), διευθυντής στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου (2003-2004), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα Παιδιά και τους Νέους και της Eπιτροπής του ΥΠΠΟ για τα Kρατικά Bραβεία παιδικού θεατρικού έργου. Έχει διασκευάσει για παιδιά, έργα του Αριστοφάνη, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα, του Μπρεχτ κ.ά. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Τα ρούχα του βασιλιά» (θέατρο), «Γιαννάκης: το παιδί-θαύμα» (μυθιστόρημα) και «Αριστοφάνη Όρνιθες – Ειρήνη – Βάτραχοι» (διασκευές και οδηγίες για σχολικές παραστάσεις) από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν ήμουν 6 χρονών και ακόμα δεν πήγαινα σχολείο, είχαμε πάει οικογενειακώς στο «Αλσος» του Γιώργου Οικονομίδη, σαν θεατές. Θυμάμαι ότι μαγεύτηκα με το θέαμα ποικιλιών που έβλεπα για πρώτη φορά. Ηθοποιούς σε νούμερα επιθεώρησης, μίμους, ζογκλέρ, τραγουδιστές, ακροβάτες, το χορευτικό ντουέτο Γιάννης Φλερύ-Λίντα Άλμα, τον ίδιο τον Οικονομίδη που ήταν ένας πολύ λαμπερός και χαρισματικός κομφερασιέ… Αλλά το τελειωτικό χτύπημα μου το έδωσε το δεύτερο μέρος του προγράμματος, που ήταν τα «ταλέντα», δηλαδή άνθρωποι που κατέφθαναν απ’ όλες τις άκρες της χώρας κυνηγώντας το όνειρο της δημοσιότητας και της επιτυχίας, αλλά και το βραβείο της βραδιάς που ήταν το μυθικό ποσό των 200 δραχμών! Ανάμεσα σε άλλους, ένα καλοντυμένο και κατάξανθο αγοράκι είπε ένα σαχλό ποιηματάκι που έκανε τη ζήλεια μου να εκτιναχθεί και να οδηγήσει τα βήματά μου μέχρι τη σκηνή, εν αγνοία των γονιών μου που έπιναν αμέριμνοι την πορτοκαλάδα τους. Είπα ένα «κοινωνικού περιεχομένου» ποίημα, τον «Κουρελή» του Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο είχα μάθει ακούγοντας την αδελφή μου, τη Μίρκα, να το απαγγέλλει στην γιορτή λήξης του σχολικού έτους. Έγινε ένας απίστευτος χαμός, πήρα τις 200 δραχμές, ο Οικονομίδης έψαχνε να βρει τη μάνα μου για πάρει το τηλέφωνό μας (δηλαδή του μπακάλη της γειτονιάς), ο Γιάννης Φλερύ μου είπε μελαγχολικά «αχ αγοράκι μου, νάξερες σε τι περιπέτεια μπαίνεις…» και ο σκηνοθέτης Αντρέας Λαμπρινός που έτυχε να είναι στο κοινό με ζήτησε για να παίξω στην πρώτη μου ταινία, «Το κορίτσι με τα παραμύθια» με τη Βουγιουκλάκη. Δηλαδή όντως έγινα ηθοποιός από τύχη και…από ζήλεια!
Εποχή πιο γνήσιων, πιο αληθινών ανθρώπων, εποχή φτώχειας αλλά και ελπίδων, εποχή με ασπρόμαυρη ζωή αλλά με πολύχρωμα όνειρα. Όσο για το παιδί-θαύμα… Νομίζω πως ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Ήταν μάλλον ένα κατασκεύασμα του μάρκετινγκ της εποχής. Άσε που κάθε παιδί εδώ που τα λέμε είναι ένα Θαύμα. Όχι, κανένα «θαύμα» δεν κουβαλάω μέσα μου. Ένα παιδί, ναι. Ευτυχώς με συντροφεύει ακόμα και με ανακαλεί στην τάξη όταν κάνω τον μεγάλο.

«Π»: Τί σας ώθησε στο χώρο της υποκριτικής;
Γ.Κ.: Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να πάρω την συνειδητή απόφαση να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός. Ήμουνα 11-12 χρονών στις πρόβες του «Γαλιλαίου» του Μπρεχτ και μια μέρα με φώναξε στο καμαρίνι του και μου λέει: Τελικά τι θες να γίνεις; Ηθοποιός ή σταρ; Δηλαδή; τον ρώτησα. Κοίτα, μου λέει, ο σταρ είναι κατοστάρης. Ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος. Μετά την πρόβα πήγα σπίτι και δήλωσα στους γονείς μου πως δε θα ξαναπαίξω στο σινεμά και πως όταν τελειώσω το σχολείο θα πάω σε δραματική σχολή. Βέβαια και πριν από τον Διαμαντόπουλο, ο Μινωτής και ο Κουν μου είχαν δείξει με τον δικό του τρόπο ο καθένας ότι το αληθινό θέατρο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και χρειάζεται ιεραποστολική αφοσίωση. Ο Μινωτής στον «Ριχάρδο Γ» όπου έπαιζα τον μικρό Δούκα του Γιορκ, σταμάτησε την πρόβα και είπε στους ηθοποιούς: «Να, έτσι πρέπει να παίζετε: με την αθωότητα ενός παιδιού.» Μετά γύρισε σε μένα και με αυστηρό ύφος συμπλήρωσε: «Αλλά εσύ μην το πάρεις επάνω σου, δεν το κάνεις εσύ, η Φύση το κάνει. Πρόσεξε να μην την χάσεις μεγαλώνοντας.» Και ο Κουν σε μια πρόβα είπε κάτι ανάλογο: «Βλέπετε πόσο φυσικά μιλάει ο Γιαννάκης που η λογική του δεν επεμβαίνει ακόμα στο συναίσθημα;» Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε κι ακόμα όταν παίζω προσπαθώ αυτό που τότε έκανα ασυναίσθητα, να το κάνω συνειδητά.

«Π»: Πώς ήταν το να θεωρείστε «παιδί – θαύμα»;
Γ.Κ.: Πρώτ’ απ’ όλα να πω πως το να είσαι παιδί, από μόνο του είναι ένα θαύμα. Εδώ που τα λέμε, το να υπάρχεις είναι ένα θαύμα, αν σκεφτούμε πως η ύπαρξή μας στη ζωή είναι μια πολύ τυχερή συγκυρία. Η ζωή είναι ένα θαύμα. Αυτόν τον χαρακτηρισμό μου τον είχανε δώσει γιατί έπρεπε να είμαι κι εγώ ένα μέρος του star system εκείνης της εποχής που ήθελε τα παιδιά θαύματα. Πριν από μένα ήταν ο Νίκος Πιλάβιος, μετά από μένα ο Βασιλάκης Καΐλας και άλλοι. Εγώ δεν θεωρώ πως ήμουνα παιδί θαύμα. Θεωρώ πως ήμουνα ένα παιδί με κάποια κλίση προς το να εκφράζομαι. Την έννοια της εκφραστικότητας την είχα πάρει από τους γονείς μου που δεν ήτανε άνθρωποι της τέχνης αλλά τους άρεσε η τέχνη. Στο σπίτι που μεγαλώναμε, με Κεφαλλονίτισσα μάνα, πατέρα ψάλτη και ερασιτέχνη σε χορωδίες κι εγώ και η αδερφή μου είχαμε από πολύ μικροί ένα περιβάλλον που μας ευνόησε. Πάλι τυχαία βρέθηκα να ασχολούμαι. Αυτό που ίσως ξεχωρίζει τη δική μου περίπτωση είναι πως δεν μας έσπρωξαν οι γονείς μας, απλώς έτυχε και δεν μας εμπόδισαν. Πάντα ήταν από πάνω και το πρόσεχαν. Θυμάμαι πως πολλές φορές κι εγώ και οι γονείς μου σκεφτήκαμε μήπως να σταματήσω, μήπως κάνει κακό στην ψυχολογική μου ανάπτυξη, στο σχολείο αλλά βλέποντας πως μπορώ να τα συνδυάζω, πήγαινα καλά στο σχολείο και δεν καβάλησα ευτυχώς κανένα καλάμι, συνέχισα. Πρέπει να πω βέβαια πως κινδύνευσα. Ήταν μια εποχή που δεν μπορούσα να περπατήσω στο δρόμο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση αλλά με ξέρανε από τις ταινίες που έπαιζα και όλος ο κόσμος πήγαινε στον κινηματογράφο ή και απ’ το θέατρο, που ναι μεν ξεκίνησα από το θέατρο για παιδιά αλλά πολύ γρήγορα σε πολύ μικρή ηλικία έπαιξα στο θέατρο των ενηλίκων και με πολύ καλούς δασκάλους. Σε ηλικία δέκα χρονών έπαιξα με τον Μινωτή, την επόμενη χρονιά στο θέατρο τέχνης με δάσκαλο τον Κουν. Μπήκα δηλαδή στην καλή πλευρά του επαγγέλματος κι αυτό βοήθησε στο να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα.

«Π»: Έχετε σκηνοθετήσει πάνω από 80 παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ, στα ΔΗΠΕΘΕ, έχετε τέτοια πορεία και τέτοιες συνεργασίες. Πώς καταφέρατε να διατηρήσετε τόσο χαμηλό προφίλ;
Γ.Κ.: Δεν υπήρχε η τηλεόραση τότε, οι άνθρωποι έβγαιναν από πολέμους, κατοχή, εμφύλιο… Υπήρχε μεγάλη φτώχεια αλλά και μεγάλα όνειρα, ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχε η γειτονιά, η αλάνα, ένα αίσθημα κοινής μοίρας και πάνω απ’ όλα η δίψα για ιδέες, ιδανικά. Δεν είχαμε μπει ακόμα τότε στο λούκι του καταναλωτισμού, της φιγούρας, της επίδειξης. Ήταν ακόμα ζωντανό το πνεύμα της εθνικής αντίστασης που είχε μπολιάσει στην πλειοψηφία των Ελλήνων την εκτίμηση, τον σεβασμό σε αξίες ηθικές και πνευματικές. Ο καλλιτέχνης τότε, ο ηθοποιός, ο ποιητής, ο ζωγράφος είχαν για τον απλό κόσμο το φωτοστέφανο του πνευματικού ηγέτη και όχι του σούργελου που κατασκευάζει σκάνδαλα και «πουλάει» την ιδιωτική του ζωή για να είναι στην επικαιρότητα. Βέβαια, για να τα λέμε όλα και μην εξιδανικεύουμε το παρελθόν, από ένα σημείο και μετά έπαιξε και ο κινηματογράφος εκείνης της εποχής τον ρόλο του στην μετάλλαξη της κοινωνίας και του νεοέλληνα. Δεν έχετε παρά να συγκρίνετε όχι μόνο την θεματολογία αλλά και το ύφος, την μορφή ταινιών όπως ο «Δράκος», η «Στέλλα», η «Κάλπικη λίρα» και τα «Κόκκινα φανάρια» ας πούμε, με τις μεταγενέστερες έγχρωμες ιλουστρασιόν ταινίες της Φίνος Φιλμ, που μιμούνταν τα αμερικάνικα μιούζικαλ και προπαγάνδιζαν το αμερικάνικο όνειρο.

«Π»: Ποιά η διαφορά του ηθοποιού σήμερα από τον ηθοποιό εκείνης της εποχής;
Γ.Κ.: Ήταν η εποχή όχι μόνο της δικής μου αθωότητας, αλλά και του κινηματογράφου και της κοινωνίας ολόκληρης. Πρόλαβα τον κινηματογράφο πριν γίνει βιομηχανία ιλουστρασιόν. Οι περισσότερες από τις ταινίες που έπαιξα έγιναν από «χειροτέχνες» παραγωγούς, όπως ο Μαυρίκιος Νόβακ της «Νόβακ φιλμς», που ήταν παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης των ταινιών του, ενώ ο ένας του γιος χειριζόταν την κάμερα, ο άλλος τον ήχο και η γυναίκα του τηγάνιζε τους κεφτέδες για να φάνε οι ηθοποιοί και το συνεργείο! Και όλοι νιώθαμε σαν μια οικογένεια, οι ανταγωνισμοί και τα βεντετιλίκια δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους. Ο Σακελάριος, ο Αυλωνίτης, ο Φωτόπουλος, η Βασιλειάδου, η Χατζηαργύρη, ο Νέζερ, όλοι με είχαν σαν παιδί τους. Μόνο η Βουγιουκλάκη με είχε σαν… αδελφάκι της. Αυτοί οι τύποι των παλιών ταινιών µας αρέσουν, γιατί, μπορεί να μην υπάρχουν πια, αλλά δείχνουν τον Έλληνα, που κουβαλάμε µέσα µας. Τώρα όλοι προσπαθούν να µιµηθούν κάποιους ανθρώπους που στην ουσία δεν υπάρχουν, δηλαδή το χειρότερο, προσπαθούν να τους µιµηθούν στη ζωή. Αλλά αυτό αντανακλάται και στην τέχνη. Όλα γίνονται πια για το θεαθήναι. Όλα έγιναν «χρηματιστήριο». Όλα ανεβάζουν ή κατεβάζουν μετοχές! Όταν λοιπόν δεν υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην καθημερινότητα, πώς να υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην Τέχνη;

«Π»: Ηθοποιός ή σκηνοθέτης; Τί θα διαλέγατε;
Γ.Κ.: Νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να σκηνοθετώ. Όχι όμως και χωρίς να παίζω. Να το πω και αλλιώς: Παίζω από προσωπική ανάγκη ύπαρξης. Σκηνοθετώ από αίσθημα κοινωνικού καθήκοντος. Αν έβλεπα γύρω μου πολλούς σκηνοθέτες που να σκηνοθετούν με τη σκέψη στο κοινό και όχι στον… καθρέφτη τους, θα καθόμουν στ’ αυγά μου.

«Π»: Παιδικό Θέατρο: πείτε μας γιατί επιλέξατε ν’ασχοληθείτε και με αυτό.
Γ.Κ.: Έχουν κάνει τον κόσμο να αισθάνεται ηλίθιος. Τον έχουν πείσει ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται το δικό του κριτήριο αλλά να εκστασιάζεται με τα φύκια που του πουλάνε για μεταξωτές κορδέλες. Ο βασιλιάς είναι γυμνός, όλοι το ξέρουν, αλλά ποιος θα τολμήσει να το φωνάξει χωρίς να χαρακτηριστεί ακουλτούριαστος; Κι εμένα, πάντα με γοήτευε ο πειραματισμός, η καινοτομία, το ρίσκο στην τέχνη. Αλλά συγχρόνως πάντα πίστευα ότι όσο πιο ψηλά είναι το μέσο επίπεδο, τόσο πιο ψηλά θα φτάσουν τα επιτεύγματα της πρωτοπορίας. Κι επειδή έβλεπα όλους γύρω μου ν’ ασχολούνται μόνο με την πρωτοπορία, είπα εγώ να βοηθήσω ν’ ανέβει το μέσο επίπεδο. Γι’ αυτό έκανα θέατρο για παιδιά, δηλαδή για τους μελλοντικούς θεατρόφιλους, καθώς και παραστάσεις για ενήλικες που δεν είχαν σκοπό να τους εντυπωσιάσουν αλλά να τους μυήσουν στο καλό θέατρο. Το 2014 ανέβασα στην Θεσσαλονίκη «Τα 4 Κοριτσάκια» του Πικάσο – ένα έργο που είναι η επιτομή αυτού που λέμε «μοντέρνο» αλλά συγχρόνως και ποιητικό. Δοκίμασα καθυστερημένα τις δυνάμεις μου στο μοντέρνο θέατρο, κάνοντας ένα δώρο στον εαυτό μου και ταυτόχρονα καταθέτοντας μια πρόταση για το πώς μπορεί ένα ακραία σουρεαλιστικό κείμενο να είναι προσιτό στον μέσο θεατή.

«Π»: Τί είναι Τέχνη για εσάς;
Γ.Κ.: Πιστεύω πως η Τέχνη είναι από τη φύση της μια κοινωνικά προσανατολισμένη δραστηριότητα. Όχι επειδή «πρέπει». Αλλά επειδή ο καλλιτέχνης, θέλει – δε θέλει, είτε το παραδέχεται είτε όχι, στην κοινωνία απευθύνει το έργο του. Ανεξάρτητα από την πρόθεση του ζωγράφου, του ποιητή, του ηθοποιού κλπ, ένας πίνακας, ένα ποίημα ή μια ερμηνεία επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την ψυχή και το μυαλό των ανθρώπων. Απλώς, κάποιοι καλλιτέχνες το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό και το παραδέχονται. Λένε: απευθύνομαι στο Κοινό με το έργο μου. Κάποιοι άλλοι λένε: δε μ’ ενδιαφέρει το Κοινό. Εσείς τους πιστεύετε;

«Π»: Στην τόσο μεγάλη και σπουδαία πορεία σας, έχετε συνεργαστεί με ανθρώπους «ιερά τέρατα» του χώρου. Ποιά συνεργασία σας θα επιλέγατε;
Γ.Κ.: Φοβάμαι ότι δεν έχω κάνει σαν ηθοποιός την πορεία που θα ήθελα και που ίσως θα μπορούσα. Έχω αγαπήσει πολύ όλους τους ρόλους που έπαιξα και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αγάπησα πιο πολύ τους μικρότερους ρόλους. Μάλλον γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία να τα βάλω με τον εγωισμό μου, να αναμετρηθώ με την ματαιοδοξία του ηθοποιού και να διαπιστώσω πως δεν είναι ανίκητη. Πως μπορείς όχι να «κλέβεις» αλλά να συμβάλλεις στην απογείωση μια παράστασης λέγοντας μόνο 7 ατάκες. Και αυτό δυστυχώς είναι κάτι που λείπει όλο και περισσότερο από το θέατρο τα τελευταία χρόνια, καθώς ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα και σκληρότερος. Όσο το Θέατρο απομακρύνεται από την ενεργητική του φύση (Θέα-τρο: όπως άρο-τρο, πλήκ-τρο, ρόπ-τρο κλπ, με την κατάληξη -τρο, που σημαίνει εργαλείο) και γίνεται Θέαμα (με την παθητική κατάληξη -μα, όπως χρή-μα, θύ-μα, πράγ-μα) δηλαδή κάτι που καταναλώνεται παθητικά και άκριτα, τόσο και ο ηθοποιός θα μετατρέπεται από πνευματικό δημιουργό σε άλογο κούρσας.

«Π»: Πώς βλέπετε το θέατρο στην μετά-κορωνοϊό εποχή;
Γ.Κ.: Πριν από χρόνια θα ήμουν περισσότερο αισιόδοξος. Αλλά και τώρα θέλω να πιστεύω πως ο κόσμος ίσως αργήσει να αλλάξει αλλά θα αλλάξει. Είμαστε στο χείλος του γκρεμού αλλά, όπως λέει και ο Βασίλης Ρώτας «εμείς οι Έλληνες έχουμε Δράκου ρίζα»! Δεν πρέπει να είμαστε επιεικείς µε κανέναν αλλά πολύ περισσότερο µε τον εαυτό µας. Η πολιτική, οικονομική, ηθική, πολιτιστική παρακμή, δεν έχουν άλλο τρόπο να πολεµηθούν, παρά µόνο αν υπερβούμε τον εαυτούλη µας. Όλοι, όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, (άτομο, οικογένεια, οργανώσεις, φορείς), οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τα πάντα. Χωρίς να καταργήσουμε τις αξίες, ν’ αλλάξουμε τις οπτικές γωνίες. Είμαστε στο «µη περαιτέρω». Ας ξανακοιτάξουμε από την αρχή τα πράγματα. Να κρατήσουμε τις αξίες µας, να μην κάνουμε ούτε βήμα πίσω από τις αρχές µας, αλλά να κάνουμε άλματα μπροστά, στη «γλώσσα», στο ύφος, στη συμπεριφορά και τις μεθόδους µας, για να πείσουμε τους ανθρώπους – ιδιαίτερα τους νέους – να τους εμπνεύσουμε και να τους κινητοποιήσουμε προς ένα καλύτερο αύριο.

«Π»: Μετανοιώσατε που ξεκινήσατε τόσο μικρός;
Γ.Κ.: Δεν έχω καταλάβει ότι μεγάλωσα. Παρά τα χρόνια µου, θεωρώ τον εαυτό µου παιδί. Κινδυνεύω να κατηγορηθώ για παλιμπαιδισμό. Αλλά αναλαµβάνω το ρίσκο. Οι νέοι έχουν τεράστια δύναμη, που δυστυχώς πρέπει να μεγαλώσουν, για να την καταλάβουν. Έχουν τη δύναμη να βλέπουν ακόμα τα πράγματα αντισυµβατικά. Δεν έχουν χτίσει τα καλούπια, µέσα στα οποία θα µπουν αργότερα. Όσο πιο νέος είναι κανείς, τόσο μπορεί να ταξιδέψει µε το μυαλό του στον κόσμο, να γκρεμίσει τον κόσμο και να τον ξαναφτιάξει. Αυτήν τη δύναμη, που έχουν οι νέοι, δεν πρέπει να την απεμπολήσουν. Δεν πρέπει ν’ αφήσουν κανέναν να την εκμεταλλευτεί. Να κρατήσουν καθάρια τη σκέψη τους, πρωτότυπη, χωρίς µιµήσεις. Ας τολμούν να ονειρεύονται. Αρκεί να ονειρεύονται.

«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Γ.Κ.: Αυτόν τον καιρό κάνω πρόβες για την καλοκαιρινή περιοδεία του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, με μια παράσταση που σκηνοθετεί η Νανά Νικολάου και είναι μια πολύ ωραία σύνθεση από 4 έργα του Λόρκα. «Η Γέρμα», «Η θαυμαστή μπαλωματού», «Ο ματωμένος γάμος» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», με υπέροχα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, του Χρήστου Λεοντή και του Νίκου Μαμαγκάκη. Παίζω όπως όλοι μας 2-3 ρόλους, τραγουδάω, χορεύω, μαζί μ’ ένα θίασο αγαπημένων συναδέλφων όπως η Νάντια Μπουλέ, ο Παναγιώτης Πετράκης, η Πελαγία Αγγελίδου, η Δήμητρα Στογιάννη, ο Στάθης Παναγιωτίδης, η Έφη Σισμανίδου και ο Τάκης Συνδούκας. Θα παίξουμε όχι μόνο στην Δυτική Μακεδονία αλλά και σε όλη την Ελλάδα, τηρώντας μεν τις αποστάσεις λόγω κορωνοϊού, αλλά και εκμηδενίζοντάς τις συγχρόνως χάρη στην μοναδική δύναμη που έχει το Θέατρο να ενώνει τους ανθρώπους.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή