Ένα Λιγνιτωρυχείο στη γειτονιά μας , γράφει ο Νέστορας Χατζούδης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ένα Λιγνιτωρυχείο στη γειτονιά μας , γράφει ο Νέστορας Χατζούδης

Ερευνώντας για την Ιστορία του Γαλατσίου, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τον παράξενο τίτλο «ΒΑΡΔΑ ΒΟΥΛΙΑΜΕΝΤΟ ΣΤΑ ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΚΑΛΟΓΡΕΖΑΣ»*. Με τη βεβαιότητα ότι δεν αφορούσε την ερευνά μου, δεν το άνοιξα μέχρι πρόσφατα που, φυλλομετρώντας τις σελίδες του, διαπίστωσα ότι αναφέρεται σε ενδιαφέροντα πραγματικά γεγονότα. Επειδή ποτέ δεν είχα ακούσει για την ύπαρξη ορυχείου στη περιοχή μας, η έκπληξη και η περιέργειά μου με ώθησαν να το διαβάσω και παρακάτω επιχειρώ μια σύντομη παρουσίαση του βασικού ιστορικού περιεχομένου του.

Από τη σύστασή του το Νεοελληνικό Κράτος, παρά τις περιορισμένες ανάγκες του, έπασχε από πλήρη έλλειψη ενεργειακών πηγών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του «Λιγνιτικού Προβλήματος», όπως λεγόταν, άρχισαν, από το 1834 ακόμη, με την άφιξη του Όθωνα και των Βαυαρών και έφεραν στο φως τα λιγνιτικά κοιτάσματα στη Κύμη. Το Ελληνικό Κράτος όμως έμεινε αδιάφορο για έναν ολόκληρο αιώνα και μέχρι τη παραμονή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το σύνολο σχεδόν των αναγκών σε καύσιμα για τη κίνηση πλοίων και εργοστασίων καλυπτόταν με εισαγωγές.
Το 1923 στη γειτονιά μας, στους Ποδαράδες, με τη «μικρασιατική καταστροφή» το Κράτος εγκατέστησε 16.669 πρόσφυγες οι οποίοι ίδρυσαν τη σημερινή Νέα Ιωνία**. Νερό για τις προσωπικές τους ανάγκες, το στήσιμο των πρώτων προχειρόσπιτων τους και τον απαραίτητο κήπο – μποστάνι υπήρχε άφθονο στο υπέδαφος και ο πρόσφυγας Πέτρος Χατζηχρήστος από ψαράς στο Μαρμαρά*** βρέθηκε πηγαδάς στους Ποδαράδες. Όταν μια μέρα καθώς δούλευε σε βάθος μερικών μέτρων η παραμίνα του έκοψε κάτι ιδιαίτερα σκληρό, απορημένος το έπιασε και καθώς το ανασήκωσε στο φως κατάλαβε ότι κρατούσε στο χέρι του «Κάρβουνο…!».
Αστραπιαία το νέο έφτασε στις προσφυγικές παράγκες και όλοι έτρεξαν να δουν το «μαύρο πηγάδι». Ενημερώθηκε το Υπουργείο και οι σχετικές έρευνες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη εκτεταμένου κοιτάσματος λιγνίτη στην περιοχή μεταξύ «Ομορφοκκλησιάς – Λεωφόρου Κηφισίας – σιδηροδρομικής γραμμής Λαυρίου μέχρι Ν. Φιλαδέλφεια και Ριζούπολη». Συνολικά σε έκταση 8.152 στρεμμάτων.
Είκοσι περίπου χρόνια μετά, το Μάη του 1940 , παραχωρήθηκε με βασιλικό διάταγμα σε ιδιώτες το δικαίωμα κυριότητας και εκμετάλλευσης του λιγνίτη της Καλογρέζας. Αυτοί στη συνέχεια μίσθωσαν την εξόρυξη του στον εφοπλιστή Εμ. Μιχαλινό που έφερε από τη Ρωσία το γεωλόγο Σπύρο Φωτιάδη, οι έρευνες του οποίου βεβαίωσαν την ύπαρξη λιγνίτη και στην περιοχή του Ηρακλείου. Έτσι άρχισαν οι γεωτρήσεις, τα πηγάδια άνοιγαν το ένα μετά το άλλο και το πολύτιμο καύσιμο σωρευόταν σε λόφους από μπάζα και κάρβουνο. Η παραγωγή πλέον υπερκάλυπτε τις ανάγκες του εφοπλιστή και μέρος της κατευθυνόταν στην Ηλεκτρική Εταιρία στο Κερατσίνι και την εταιρία Γκαζιού.
Η λειτουργία του ορυχείου ανακούφισε από την ανεργία το προσφυγικό Οικισμό. Εκατοντάδες άνδρες έπιασαν δουλειά μέσα στα πηγάδια και τις στοές για την εξόρυξη και το ανέβασμά του στην επιφάνεια και εκατοντάδες γυναίκες «σαν σμήνος από μέλισσες» γύρω από τους λόφους που σχηματίζονταν, αφαιρούσαν τα μπάζα και διάλεγαν το καλό κάρβουνο από το μη εμπορεύσιμο.
Τον Οκτώβρη του 1940 όμως ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η χώρα μας από τον Απρίλη του 1941 τελούσε υπό κατοχή. Το Ορυχείο επιτάχθηκε και μαζί του οι περίπου 1800 εργαζόμενοι, που ήσαν υποχρεωμένοι πλέον να κυκλοφορούν με ειδικές ταυτότητες. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε το ΕΑΜ να ιδρύσει ισχυρή Οργάνωση μέσα στους λιγνιτωρύχους, η οποία εφοδίαζε με πολύτιμα εκρηκτικά – από τα αποθέματα του Ορυχείου – το αντιστασιακό κίνημα, οργάνωνε μαζικές διαμαρτυρίες και απεργίες και φυγάδευε στο βουνό όσους μπαίνανε στο στόχαστρο των Γερμανών και των συνεργατών τους. Φυσικά δεν έλειπαν οι συλλήψεις, οι εξαφανίσεις και οι δολοφονίες με αποκορύφωμα το Μπλόκο της Ν. Ιωνίας και τους 23 νεκρούς ανάμεσα τους και επτά ανθρακωρύχοι.
Στην εξόρυξη και μεταφορά απασχολούνταν μέσα στις στοές 600 εργαζόμενοι σε τρεις βάρδιες κάτω από πολύ δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες. Η συγκέντρωση δηλητηριωδών αερίων, οι εκρήξεις, το απρόβλεπτο μπουκάρισμα υπόγειων νερών, και οι καθιζήσεις (βουλιαμέντα), συνέβαιναν τακτικά με δυσάρεστα αποτελέσματα. Παρ’ όλ’ αυτά οι εργαζόμενοι στο λιγνίτη θεωρούνταν προνομιούχοι. Όχι για τα χωρίς αξία γερμανικά… Μάρκα του μεροκάματου, αλλά για τα λίγα τρόφιμα (φασόλια, πατάτες, μακαρόνια, σταφίδα, χαρούπια) που τους μοίραζαν κατά διαστήματα. Εκτός από αυτό όμως γενικότερα για τους κατοίκους της Ν. Ιωνίας, τα μπάζα του λιγνίτη έλυσαν και το πρόβλημα της θέρμανσης και «τα ξύλα που κόβαμε από την περιοχή που ήταν δάσος μέχρι απάνω στου Βέικου τα πουλάγαμε για να εξοικονομήσουμε ψωμί».
Προς το τέλος της 10ετίας του 1940, με τη σχετική αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας, άρχισε και η οργανωμένη εκμετάλλευση του λιγνίτη της Καλογρέζας. Νέοι επιχειρηματίες επένδυσαν σε σύγχρονο εξοπλισμό, η παραγωγή συνεχώς αυξανόταν όπως και οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας, και το μέλλον του ορυχείου όπως και των εργαζομένων φάνταζε αισιόδοξο. Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως η κακοδιαχείριση και οι ιδιοτελείς σκοπιμότητες των επιχειρηματιών είχαν ως αποτέλεσμα καθυστερήσεις στα δεδουλευμένα των εργαζομένων, μη εξυπηρέτηση δανείων, στάσεις εργασίας και απεργίες, αγωγές εργαζομένων και Τραπεζών, πτώση της παραγωγής και αδυναμία ικανοποίησης της ζήτησης κτλ. Έτσι κύλισε σχεδόν όλη η δεκαετία του 1950.
Παράλληλα παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα από την ασυμβατότητα χρήσεων στη λιγνιτοφόρο έκταση. Η εξορυκτική δραστηριότητα διεκδικούσε υπέδαφος στην επιφάνεια του οποίου επεκτεινόταν οικιστικά – νόμιμα και αυθαίρετα – ο δημογραφικά δυναμικά αυξανόμενος Οικισμός. Οι συχνές καθιζήσεις έθεταν σε κίνδυνο ζωές και περιουσίες με αποτέλεσμα αναστατώσεις, διαμαρτυρίες, αγωγές κλπ. Και σαν να μη έφταναν αυτά, το 1954 δεσμεύτηκε για τις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις η λιγνιτοφόρος και γεωργική τότε έκταση που καταλαμβάνει σήμερα το ΟΑΚΑ. Νέος κύκλος αντιπαραθέσεων, προσφυγών κλπ. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 το ορυχείο έκλεισε.
Τα παραπάνω μαρτυρούνται από γραπτά ντοκουμέντα και αφηγήσεις λιγνιτωρύχων και κατοίκων της Ν. Ιωνίας στο συγγραφέα Κώστα Χαλέμο, μέσα από τις οποίες ξαναζωντανεύουν η κοινωνική και πολιτιστική ζωή της προσφυγικής Ν. Ιωνίας και ο ασίγαστος νόστος των προσφύγων για τις χαμένες πατρίδες τους.

*Κώστας Χαλέμος, Εκδοτική παραγωγή ΕΝΤΥΠΟ. 2014
** «Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο Διάβα του 20ου Αιώνα», σελίδα 109
*** Μαρμαράς ή Προποντίδα, εσωτερική Θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή Τουρκία.

Πήγαινε στην κορυφή