ΕΙΡΗΝΗ ΚΩΝΣΤΑ, Μουσικός – Σοπράνο «Στο εξωτερικό υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες αλλά και μεγαλύτερος ανταγωνισμός»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΚΩΝΣΤΑ, Μουσικός – Σοπράνο «Στο εξωτερικό υπάρχουν  περισσότερες ευκαιρίες  αλλά και μεγαλύτερος  ανταγωνισμός»

Η σοπράνο Ειρήνη Κώνστα γεννήθηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε τις μουσικές της σπουδές σε μικρή ηλικία, αρχικά στο βιολί και πήρε πτυχίο με Άριστα Παμψηφεί. Σπούδασε κλασικό τραγούδι με τον διεθνούς φήμης μπάσο Γιώργο Παππά κι αποφοίτησε με Άριστα Παμψηφεί, Α βραβείο και Χρυσό Αριστείο εις μνήμην Α. Ευαγγελάτου. Παρακολούθησε σεμινάρια φωνητικής μεγάλων οπερατικών καλλιτεχνών όπως G. Dimitrova, M. Caballe, R. Knoll, L. Serra, Α. Χριστοφέλης κ.α. σε Ελλάδα κι εξωτερικό. Έχει συνεργαστεί με την Ε.Λ.Σ., το Μέγαρο Μουσικής, το Φεστιβάλ Αθηνών και διαφορα φεστιβάλ εξωτερικού. Έχει ερμηνεύσει Fiordiligi (Cosi fan tutte-Mozart), Rosalinde (Die Fledermaus – Strauss), Nedda (I Pagliacci – Leoncavallo), Desdemona (Otello Verdi), Mimi (La boheme Puccini), Ιω (Προμηθέας Δεσμώτης – Καρούσος) κ.α. σε Αθήνα, Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, Μελβούρνη, Ν.Υόρκη, Σόφια (Κρατική Όπερα), καθώς και στο θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου. Έχει βραβευτεί με το βραβείο «Μαρία Κάλλας» από την Unesco. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Μουσικά τα παιδικά σας χρόνια;
ΕΙΡΗΝΗ ΚΩΝΣΤΑ: Μεγάλωσα σε φιλόμουση οικογένεια.Ο παππούς μου ήταν βιολιστής και πάντοτε θυμάμαι να παίζει κλασική μουσική στο σπίτι μας. Ήταν άκουσμα γνώριμο σε μένα εξ απαλών ονύχων.

 

 

«Π»: Το βιολί λένε πως είναι ο λέων των οργάνων. Παραμένει το αγαπημένο σας όργανο;
Ε.Κ.: Νομίζω πως δεν υπάρχει άλλο όργανο – πλην ίσως της φωνής – που να περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις λεπτοφυέστερες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής.

 

 

«Π»: Πότε ανακαλύψατε το ταλέντο σας, αυτό το θείο δώρο, στο λυρικό τραγούδι;
Ε.Κ.: Κάποια στιγμή γύρω στα 17 μου όταν συμμετείχα στο υποχρεωτικό μάθημα της χορωδίας στο ωδείο. Με άκουσε ο μαέστρος και με έστειλε κατευθείαν στην πρώτη μου δασκάλα.

 

 

«Π»: Σε ποιά κατηγορία ανήκει η φωνή σας;
Ε.Κ.: Είμαι λυρική spinto σοπράνο με περισσότερη κλίση στο ιταλικό ρεπερτόριο

 

 

«Π»: Ποιούς ρόλους αγαπάτε;
Ε.Κ.: Δε θα πρωτοτυπήσω στην απάντηση. Αγαπώ όλες τις κλασικές ηρωίδες της ιταλικής όπερας με προεξέχουσα την Tosca. Με συγκινεί πολύ η Traviata, η Norma, η Lucia di Lamermoor και δε σας κρύβω ότι ως σήμερα δεν έχω καταφέρει ακόμα ν’ακούσω τη Madama Butterfly και να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

 

 

«Π»: Στις μέρες μας, σπανίζουν οι υψίφωνοι, οι «καλές φωνές»;
Ε.Κ.: Το αντίθετο, θα έλεγα. Υπάρχουν εξαιρετικές φωνές όλων των κατηγοριών, άνθρωποι με σπουδαίο χάρισμα, καλοδουλεμένη τεχνική, μουσικολογικά αλλά κι ακαδημαϊκά μορφωμένοι περισσότερο από τους παλαιότερους, που παίζουν άριστα κάποιο μουσικό όργανο ή μιλούν αρκετές γλώσσες. Οι εποχές είναι αυτές που έχουν αλλάξει και δεν ευνοούν την ανάπτυξη κι ανάδειξή τους. Στο πλαίσιο της στείρας παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, όπου οι ιδιαιτερότητες ισοπεδώνονται, όλα οδηγούν στην παραγωγή καλλιτεχνών – φασόν, δυστυχώς. Δε λείπουν οι μεγάλες φωνές αλλά οι μεγάλες προσωπικότητες.

 

 

«Π»: Ποιές ντίβες θαυμάζετε;
Ε.Κ.: Θεωρώ ότι το υπερφαινόμενο Μαρία Κάλλας υπήρξε το μεγαλύτερο φωνητικό θαύμα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα! Ήταν απλώς ανεπανάληπτη. Άλλες ίσως τραγούδησαν «σωστότερα»… Καμία, ως τις μέρες μας, δεν προσέγγισε τη δική της φωνητική ποικιλία χρωμάτων και τόνων και τη συναισθηματική φόρτιση που μόνο εκείνη μπορούσε να μεταδώσει στον ακροατή. Υπήρξε μία οπερατική τραγωδός που δεν έχει ταίρι! Τώρα για να επιστρέψουμε στα… ανθρώπινα μέτρα, αγαπώ ιδιαίτερα τη μελίρρυτη φωνή της Mirella Freni, τον ευγενικό δυναμισμό της Elena Obraztsova, τον εντυπωσιακά κατεργασμένο όγκο της Jessie Norman. Από σύγχρονες τραγουδίστριες, μου αρέσει πολύ η Nadine Koutcher. Είναι «ασεβής» κι αντισυμβατική μ’έναν υπέροχο τρόπο.

 

 

«Π»: Έχετε τραγουδήσει και ταξιδέψει και εδώ και στο εξωτερικό. Ποιά παράσταση σας μάγεψε;
Ε.Κ.: Δε θα ξεχάσω ποτέ την παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» στο θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου όπου τραγούδησα την Ιώ. Όπως επίσης και την παράσταση «Απολογητική στον Αριστοτέλη» στο Ηρώδειο στο πλαίσιο των εορτασμών του παγκοσμίου έτους Αριστοτέλη πέρυσι. Τα αρχαία θέατρα διαθέτουν μια δωρικότητα και μια ακεραιότητα που σε αρπάζει κατευθείαν απ’ το στομάχι! Παίζεις σε φυσικό σκηνικό κι αισθάνεσαι τη φωνή και την ενέργειά σου να αντανακλούν στο σύμπαν. Γίνεσαι αυτόματα διάμεσο… Συγκεκριμένα στο Ηρώδειο, θυμάμαι, η σκηνοθέτρια Ρεγγίνα Αργυράκη είχε επιλέξει να βγάλει εμένα και τις άλλες δύο υψιφώνους στη σκηνή ξυπόλυτες. Η αίσθηση ήταν ασύγκριτη, σα να περνά ενέργεια από μέσα σου και να διαχέεται σε όλο το χώρο… Αυτό δεν το βρίσκεις σε κανένα θέατρο ή μεγάλο συναυλιακό χώρο του εξωτερικού!

 

 

«Π»: Είστε ευχαριστημένη από τις συνεργασίες σας; Πώς είναι ο χώρος, υπάρχει ανταγωνισμός;
Ε.Κ.: Ναι, υπάρχει ανταγωνισμός και μάλιστα πολλές φορές ξεφεύγει από τα όρια του θεμιτού. Σε αυτό συμβάλλει βεβαίως κι η περιορισμένη και δύσκολη αγορά εργασίας αλλά και το γεγονός ότι η Τέχνη, θέλουμε δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, συγκεντρώνει συχνά στους κόλπους της συμπλεγματικούς ανθρώπους, που μόνο μέσα από αυτήν μπορούν να εκφράσουν το ταλέντο και τον ψυχισμό τους. Δεν το λέω ως μομφή και βάζω μέσα σε αυτούς κι εμένα. Βεβαίως, μέσα από συνεργασίες, έχω γνωρίσει και αρκετούς εξαιρετικούς ανθρώπους κι έχω κάνει φιλίες και σχέσεις ζωής. Όποτε πάντως έχω την επιλογή, προτιμώ να συνεργάζομαι με ανθρώπους που κουβαλάμε την ίδια τρέλλα και μπορούμε να συνεννοηθούμε.

 

«Π»: Πώς διαχειρίζεστε το συναισθηματικό φορτίο κάθε ρόλου;
Ε.Κ.: Αυτό είναι πραγματικά ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που έχει να αντιμετωπίσει ένας τραγουδιστής όπερας, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για δραματικούς ρόλους. Νομίζω ότι είναι θέμα πείρας που κερδίζεται σιγά σιγά με τα χρόνια και με τα χιλιόμετρα που γράφει κανείς στη σκηνή. Για μένα ένας καλός τρόπος να κρατήσεις την ισορροπία, είναι να προσπαθήσεις να βιώσεις τη μεγάλη γκάμα των συναισθημάτων κατά τη διαρκεια των προβών. Να αφεθείς να συγκινηθείς, να κλονιστείς, να κλάψεις χωρίς καμία ντροπή. Έτσι όταν θα φτάσεις στις παραστάσεις, το συναίσθημα θα σου είναι οικείο και θα το έχεις, ως ένα βαθμό, απομυθοποιήσει. Αλλιώς πας χαμένος, δε θα καταφέρεις να τελειώσεις την παράσταση. Είναι συχνά επώδυνο αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος… Το τίμημα είναι ότι συνήθως μετά το πέρας της παράστασης έχεις τόση υπερένταση που, αν και κουρασμένος, περνούν ώρες για να καταφέρεις να κοιμηθείς…

 

 

«Π»: Τι προτιμάτε: θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ταξίδια;
Ε.Κ.: Μπορώ να τα κρατήσω και τα τρία παρακαλώ;

 

«Π»: Ποιές θυσίες απαιτεί το λυρικό τραγούδι;
Ε.Κ.: Δε θα χρησιμοποιούσα ακριβώς τον όρο θυσία. Αγαπώ τόσο πολύ τη μουσική που ουδέποτε είδα σαν θυσίες αυτά που μου ζητούσε σαν αντάλλαγμα. Θα τα χαρακτήριζα περισσότερο προϋποθέσεις. Χρειάζεται πολύχρονη και προσεκτική μελέτη με σωστούς καθοδηγητές, προσεκτική επιλογή ρεπερτορίου, θεατρικές γνώσεις, ξένες γλώσσες, σε δεύτερο χρόνο προσωπική ανάπτυξη πνεύματος, οξυδέρκειας, ενημέρωση κι επαφή και με άλλες παραστατικές τέχνες. Ένα υγιές, δυνατό σώμα, καλή διατροφή, καλός κι επαρκής ύπνος, πολύ νερό, αποφυγή καπνίσματος κι αλκοόλ. Δε σημαίνει οτι δεν επιτρέπεται να κάνεις καμία παρασπονδία, αρκεί αυτή να μη γίνεται κανόνας και καθημερινότητα.

 

«Π»: Ποιά είναι η δική σας φωνητική κλίμακα;
Ε.Κ.: Γενικά από το πρώτο λα κάτω από το πεντάγραμμο ως το κόντρα ρε.Ανάλογα με την ημέρα και τη φόρμα λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πάνω ενίοτε.

 

«Π»: Η οικονομική κρίση ταλανίζει τον τόπο μας. Το επάγγελμά σας αποδίδει ικανοποιητικά ώστε να προτείνετε στους νέους να ακολουθήσουν αυτό που αγαπούν;
Ε.Κ.: Όπως όλοι καταλαβαίνουμε σε συνθήκες κρίσης το πρώτο πράγμα που πλήττεται είναι ο πολιτισμός κι οι τέχνες. Ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε τέχνη που, ούτως ή άλλως, δεν ήταν και προ κρίσης η δημοφιλέστερη στη χώρα μας, εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος πόσο δύσκολα έχουν γίνει τα πράγματα σήμερα. Ωστόσο εγώ ουδέποτε θα απέτρεπα ένα νέο άνθρωπο από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο κι αυτό γιατί είμαι της γνώμης ότι ο καθένας πρέπει να σπουδάζει αυτό που αγαπά κι αυτό στο οποίο έχει κλίση. Αυτή είναι η βάση κι η προϋπόθεση για τη δημιουργία ευτυχισμένων ανθρώπων κι υγειών κοινωνιών. Εξάλλου οι εποχές αλλάζουν και κάνουν κύκλους. Απλώς, ας κρατά στο νου του όποιος θέλει να είναι σκληρός ρεαλιστής ότι καλό είναι να σπουδάσει παράλληλα και κάτι άλλο, καλού κακού. Όπως κι ότι αν θελει να κάνει κάτι σοβαρό, είναι πολύ πιθανόν να χρειαστεί να φύγει στο εξωτερικό χωρίς αυτό να αποτελεί πανάκεια ή εγγύηση ότι θα τα καταφέρει…

 

«Π»: Είναι φιλόξενο το μουσικό τοπίο στο εξωτερικό;
Ε.Κ.: Σίγουρα υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι στο εσωτερικό. Περισσότερα λυρικά θέατρα, σοβαρές ατζενσίες, μέρη όπου μπορεί κανείς να κάνει γνωριμίες. Ωστόσο ο ανταγωνισμός κι εκεί είναι μεγαλος μιας και συρρέουν τραγουδιστές απ’ όλον τον κόσμο, κι εκεί υπάρχει παρασκήνιο, λιγότερο μεν αλλά υπάρχει κι επιπλέον στο εξωτερικό, όσο καλός κι αν είσαι δεν παύεις να είσαι μετανάστης, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό. Όλα είναι σχετικά. Αυτό που έχω να παρατηρήσω από τη δική μου εμπειρία είναι ότι εκεί σέβονται τον καλλιτέχνη περισσότερο από εδώ. Η Ελλάδα, δυστυχώς, εξακολουθεί να τρώει τα παιδιά της κι οι ιθύνοντες να σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στο εγχώριο εκπληκτικό δυναμικό προκειμένου να εξυπηρετήσουν προσωπικά συμφέροντα ή να προωθήσουν μόνο συγκεκριμένους ανθρώπους που ανήκουν σε συγκεκριμένους κύκλους.
Παρολ’αυτά προσωπικά θεωρώ πως το ελληνικό κοινό είναι από τα καλύτερα. Μπορεί να μην κατέχει τη γνώση και την εκπαίδευση του ιταλικού, του γερμανικού ή του γαλλικού, ωστόσο έρχεται πάντα στις παραστάσεις με ανοιχτή καρδιά και κουβαλά αταβιστίκα τον αρχαίο κώδικα της σύζευξης με το Ωραίο.

 

«Π»: Γράφετε και μιλάτε πολύ ωραία ελληνικά. Διαβάζετε, σας αρέσει η λογοτεχνία, η ποίηση;
Ε.Κ.: Έχω τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Λατρεύω τους κλασικούς, προπάντων τον Αριστοτέλη, τον οποίο θεωρώ τον ακρογωνιαίο λίθο της δυτικής σκέψης. Γενικά διαβάζω πολύ και συχνά με καταπίνουν πνευματικές αναζητήσεις. Γράφω ποίηση από τα εφηβικά μου χρόνια ως σήμερα.

 

«Π»: Έχετε ασφαλώς θαυμάστριες και θαυμαστές. Υπάρχει κάποιο περιστατικό που σας εξέπληξε;
Ε.Κ.: Θυμάμαι πολύ έντονα μια κυρία στην Κρατική όπερα της Σόφιας να μου φιλά τα χέρια κλαίγοντας μετά την παράσταση. Επίσης θυμάμαι έναν υπέροχο αγρότη, άνθρωπο εξαιρετικής ευγένειας, σε κάποιο χωριό του Πηλίου, που έτυχε ν’ ακούσει μια συναυλία μας σε ανοιχτό χώρο, να μου λέει ότι πρώτη φορά στη ζωή του είχε συγκινηθεί τόσο πολύ και να μου χαρίζει δύο σακούλες υπέροχα φρούτα από το κτήμα του. Επίσης υπήρχε και κάποιος που επί μακρόν εμφανιζόταν σε όλες τις παραστάσεις και μου έκανε… πρόταση γάμου στο τέλος! Συχνά έφερνε μαζί του κοσμήματα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Δεν τα δέχτηκα ποτέ προφανώς αλλά του αναγνωρίζω το θάρρος και την επιμονή του!

 

«Π»: Καριέρα και οικογένεια: συνδυάζονται;
Ε.Κ.: Νομίζω ναι. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου αλλά με λίγη καλή οργάνωση και λίγη βοήθεια, όλα γίνονται.

 

«Π»: Είναι κουραστικές οι μεταμορφώσεις για την ανάγκη;
Ε.Κ.: Κάποιες φορές πολύ. Ειδικά σε έργα που πρέπει να προσεγγίσεις αισθητικές άλλων πολιτισμών, όπως ο αιγυπτιακός της Aida ή ο ιαπωνικός της Madama Butterfly. Ακόμη περισσότερο δυσκολεύουν τα πράγματα όταν πρέπει να μεταμορφωθείς σε κάποιο μυθικό πλάσμα ή κάποιο υβρίδιο. Οι μακιγιέρ, οι κομμωτές, οι ενδυματολόγοι κι οι ενδύτριες είναι πραγματικοί ήρωες σε τέτοιες στιγμές!

 

«Π»: Μοιραστείτε μαζί μας τη συμμετοχή σας στην «Όπερα που βγήκε από τον Παράδεισο». Ποιός ο ρόλος σας; Και ποιά τα επόμενα σχέδιά σας, πού θα σας δούμε;
Ε.Κ.: Η όπερα που βγήκε απ’τον παράδεισο είναι μία πολύ διασκεδαστική λυρική κωμωδία που έγραψε η Κασσάνδρα Δημοπούλου, την οποία μας κάνει τη μεγάλη τιμή να σκηνοθετεί η σπουδαία Τζένη Δριβάλα και να πρωταγωνιστεί ο Άκης Σακελλαρίου που είναι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ηθοποιούς. Η υπόθεση έχει να κάνει με τέσσερις λυρικούς τραγουδιστές που πεθαίνουν σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, πηγαίνουν στην Κόλαση όπου τους υποδέχεται ο Διάβολος και τους ανακοινώνει ότι προκειμένου να πάνε στον παράδεισο, πρέπει να περάσουν από… ακρόαση. Το τί γίνεται από εκεί και μετά δεν περιγράφεται…! Εγώ υποδύομαι, λοιπόν, μία σοπράνο αλλαζονική ντίβα που κάνει τη ζωή του Διαβόλου δύσκολη με τις παράλογες απαιτήσεις της κι επιπλέον κατάγεται εκ Ρωσίας και φέρει τη χαρακτηριστική προφορά και κουλτούρα, πράγμα που προσδίδει ακόμη περισσότερο γέλιο στην προσωπικότητά της. Είναι μια εξαιρετική δουλειά που εύχομαι να συνεχιστεί και το χειμώνα.
Όσον αφορά το μέλλον, ετοιμάζουμε επί της παρούσης την όπερα «Ολυμπιακή Φλόγα’» του Π. Καρούσου, μία υπέροχη όπερα που βασίζεται στις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Το έργο αυτό θα συνεχίσει παραστάσεις και το χειμώνα σε διάφορα μέρη της Ελλαδας και του εξωτερικού. Έχω επίσης στο πρόγραμμα κάποιες συναυλίες σε Ιταλία και Γαλλία, ενώ θα υποδυθώ και την Λαβίνια στο έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ δίπλα στη Τζένη Δριβάλα.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή