Πότε θα βγούμε από την κρίση;

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Πότε θα βγούμε από την κρίση;

Αυτές τις μέρες είμαστε μάρτυρες της σύγκρουσης των δύο εκ των τριών εξουσιών εκτελεστικής και δικαστικής. Η κυβέρνηση τα έχει βάλει με τους δικαστές και αυτοί αντεπιτίθενται. Ο Πολάκης είναι η αιχμή του δόρατος στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης και οι δικαστές αντιδρούν, αλλά όχι με τον έντονο τρόπο που θα άρμοζε στην περίπτωση.

Δεν έχω καμιά πρόθεση να κάνω κριτική στην δικαστική εξουσία, τουλάχιστον στο θέμα των αποφάσεων των δικαστηρίων, γιατί «μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφί μύθον ακούσεις» και εμείς δεν έχουμε όλες τις πληροφορίες για να μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και να κάνουμε κριτικές. Όμως ο θεσμός βάλλεται και εκ των ένδον με τις δηλώσεις π.χ. του πρώην εισαγγελέα και νυν υπουργού ότι η δικαιοσύνη κουφάθηκε ή ότι είναι ταξική κατά Πολάκη. Σοσιαλκομμουνιστές τύπου Πολάκη δέχονται ιδεολογικά και πιστεύουν πολιτικά, ότι όντως ή δικαιοσύνη είναι ταξική εξυπηρετούσα με τις αποφάσεις της μεγάλα καπιταλιστικά και άλλου είδους συμφέροντα.
Αυτές οι απόψεις είναι θρυαλλίδα στα θεμέλια της δημοκρατίας και γίνονται εν γνώσει των ατόμων αυτών και εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς. Βάλλεται εκ των έσω και από τον τρόπο που δουλεύει η ίδια η δικαιοσύνη και είμαι σε θέση να γνωρίζω και να μιλώ για τις καθυστερήσεις στην απόδοση της που είναι και απαίτηση της τρόικας γιατί έχει όντως αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία και οικονομία. Αυτό λοιπόν το ζήτημα είναι μια από τις εκφάνσεις της κρίσης που περνάμε ως έθνος, κοινωνία και οικονομία.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό βρήκα ένα εξαιρετικό άρθρο του φίλου Γ. Γεωργακόπουλου που εργάζεται στις Βρυξέλλες. Σας προτείνω να το διαβάσετε ολόκληρο και εύχομαι να γίνει αιτία σοβαρού προβληματισμού. Διαβάστε λοιπόν:
«Πότε θα βγούμε από την κρίση; Τι να απαντήσει κάποιος σε αυτό το ερώτημα; Το θέτουμε εδώ και μια δεκαετία αλλά ακόμη απάντηση δεν πήραμε. Όμως τι ακριβώς εννοούμε με το ερώτημα; Σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Εάν εννοούμε απλά το πότε θα ανακάμψουμε οικονομικά, η απάντηση δεν είναι και τόσο δύσκολη. Εάν όμως αναφερόμαστε σε αυτό που κρύβεται πίσω από αυτή, δηλαδή την θεσμική, πολιτική και εν τέλει αξιακή διάσταση της κρίσης τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τότε έχω την αίσθηση ότι πρέπει να αναρωτηθούμε για κάτι άλλο. Επιθυμούμε πραγματικά να αλλάξουμε ή μήπως τελικά έτσι μας αρέσει; Πώς να βγούμε από την κρίση αφού κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να χωθούμε ακόμη περισσότερο σε αυτή; Πώς να βγούμε όταν πιστεύουμε ότι ο γενικευμένος άλλος π.χ. το σύστημα, η Ευρώπη, ο καπιταλισμός, ο φιλελευθερισμός, οι ξένοι κ.λπ. ευθύνεται για το χάλι μας και ότι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα, εκτός από το να αφήνουμε το χρόνο να περνάει; Πώς να βγούμε όταν έχουμε ως χώρα εξαφανίσει την δική μας ευθύνη, όταν θεωρούμε ότι κάποιος άλλος πρέπει να μας λύσει το πρόβλημα; Πώς να βγούμε αφού με εμμονικό τρόπο αρνούμεθα το αυτονόητο, την κοινή λογική και το αυταπόδεικτο;
»Εάν πραγματικά θέλουμε να βγούμε από την κρίση τότε πρέπει να κοιτάξουμε με γενναιότητα την πραγματικότητα κατάματα, και να αποφασίσουμε ότι τελικά δεν μας αρέσει έτσι όπως είναι. Τότε θα είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κάτι άλλο. Ας δούμε λοιπόν: Επιστροφή στα βασικά. Καταρχήν στον οικονομικό τομέα. Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του παραγωγικού μας μοντέλου; Πρόκειται για ένα μοντέλο εσωστρεφές, χωρίς καινοτομία και έμφαση στην ποιότητα, το οποίο λειτουργεί περιστρεφόμενο γύρω από το κράτος. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το μοντέλο “μεγαλούργησε” όταν το δανεικό χρήμα έρρεε άφθονο, τώρα που τελείωσε είναι αδύνατο να αναπαραχθεί.
»Οι θεσμοί. Όλοι οι θεσμοί μας όχι απλώς δυσλειτουργούν αλλά μπλοκάρουν κάθε υγιή προσπάθεια αλλαγής. Όποιο σύστημα και να πάρεις θα διαπιστώσεις τεράστια προβλήματα τα οποία αναπαράγονται με τρομακτική ευκολία. Πάρτε παράδειγμα τη Δικαιοσύνη που χρειάζεται κάτι δεκαετίες για να τελεσιδικήσει κάποια απόφαση. Δημόσια διοίκηση που έχει ξεχάσει τι σημαίνει αξιολόγηση, μακροχρόνιος σχεδιασμός, σεβασμός των χρημάτων των φορολογουμένων, αλλά που λατρεύει τη χαρτούρα. Νοσοκομεία που τα φιλεύεις και ένα φακελάκι κατά την έξοδο έτσι για την καλή καρδιά. Εφορίες που όταν τις επισκέπτεσαι σε πιάνει ταχυπαλμία. Και εδώ το μοντέλο “μεγαλούργησε” όταν υπήρχε χρήμα για να φτιάξουμε ένα κράτος τέρας.
»Η κοινωνία μας. Καθηλωμένη στην παιδική ηλικία. Μόνο θέλει και μόνο της χρωστάνε. Θέλει συντάξεις από τα 50, θέλει να χτίζει αυθαίρετα αλλά με φως, νερό, τηλέφωνο, θέλει αυξήσεις μισθών, επιδόματα, προσλήψεις στο δημόσιο, δρόμους, νοσοκομεία, αεροδρόμια, μετρό, αλλά προς θεού να μην πληρώσουμε τους φόρους μας. Αν πεις ότι όλα αυτά μαζί δεν γίνονται και παροχές και φοροδιαφυγή, τότε έχει έτοιμη την απάντηση “την ισότητα και την αλληλεγγύη πού την βάζεις, αγαπητέ;” ή στο πιο λαϊκό “πώς θα ζήσει ο κοσμάκης;”.
»Με το απαραίτητο άρωμα πολιτισμού. Και όλα αυτά με τη δική μας ξεχωριστή λεπτότητα και ευγένεια στη συμπεριφορά, τη γνωστή λεβεντιά του ελληναρά. Καπνίζουμε όπου γουστάρουμε, παρκάρουμε όπου γουστάρουμε, πετάμε τα σκουπίδια μας όπου γουστάρουμε, βρίζουμε όποιον γουστάρουμε. Και όταν είμαστε σε κέφι, σου κάνουμε και ένα μάθημα για την υπεροχή του πολιτισμού μας, έναντι των υπολοίπων, ξέρετε το γνωστό “όταν εμείς κάναμε πολιτισμό, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια”. Αν κάνεις το λάθος και πεις ότι ξέρετε παιδιά αυτά είναι μια τεράστια μυθοπλασία, σημασία δεν έχει τι κάνανε οι πρόγονοί μας πριν κάποιες χιλιετίες, σημασία έχει εάν αυτό που κάνανε το αγαπάμε και το φροντίζουμε εμείς οι ίδιοι, τότε την κατηγορία του ανθέλληνα την έχεις στην τσέπη.
»Τα κόμματα. Φροντίζουν να εκμεταλλεύονται αυτή την κατάσταση εγκλωβίζοντας το σύνολο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πρακτικής στο “ό,τι πει το πόπολο”, αρκεί εμείς να επανεκλεγούμε. Τι θέλει το πόπολο προσλήψεις; Ε, τότε θα του τάξουμε προσλήψεις. Θέλει πρόωρες συντάξεις; Θα του τάξουμε πρόωρες συντάξεις. Θέλει αυξήσεις; Θα τους τις τάξουμε. Όλη η συζήτηση και η προσπάθεια γυρίζει συνεχώς γύρω από αυτό. Εάν κάποιος τολμήσει και πει ότι ξέρετε παιδιά το ζητούμενο δεν είναι να βγούμε βουλευτές ή να κερδίσουμε την εξουσία ή τουλάχιστον δεν είναι αποκλειστικά το ζητούμενο, αλλά πρέπει να πούμε και κάτι ρεαλιστικό για την αλλαγή των πραγμάτων στη χώρα, τότε έχουν έτοιμη την απάντηση, “τι λες αγόρι μου που έμαθες πολιτική εσύ, έτσι ούτε την ψήφο σου δεν θα πάρεις”. Εάν δε επιμείνεις ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί εσαεί, ότι θα μας πάρουν χαμπάρι στο τέλος, ιδίως τώρα μετά από τόσα χρόνια κρίσης και τόσες περικοπές στα εισοδήματα, θα αντιληφθούν κάποια στιγμή ότι άλλα λέμε και άλλα κάνουμε. Εκεί ξεδιπλώνεται όλη η στρατηγική. “Αποκλείεται γιατί θα μεταφέρουμε τη συζήτηση στις ιδεολογικές μας διαφορές, και θα κάνουμε και μια συνθηματική επίκληση στα δικαιώματα του λαού των εργαζομένων και των φτωχών. Αν αυτό το συνδυάσουμε με το πόσο κακοί είναι οι ξένοι που θέλουν να μας υποτάξουν, σιγά μην μας πάρουν χαμπάρι”. Και δυστυχώς το παράδοξο είναι ότι η στρατηγική αποδεικνύεται εξαιρετικά αποδοτική. Σε μια χώρα που έχει αποφασίσει να συζητά το αυτονόητο, ξανά και ξανά, μέχρι που να σκάσει, μέχρι που παρελθόν, παρών και μέλλον να ταυτιστούν πλήρως, η αλλαγή σελίδας φαίνεται αδύνατη.
»Επομένως τι κάνουμε; Νομίζω δύο είναι οι εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι να αποδεχθούμε ξεκάθαρα ότι τα πράγματα είναι περίπου έτσι όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω σε αδρές γραμμές. Να αποφασίσουμε ξεκάθαρα εάν μας αρέσει ή όχι αυτή η κατάσταση. Στην περίπτωση που δεν μας αρέσει τότε να αγωνιστούμε για να την αλλάξουμε, έχοντας συνείδηση ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, αλλά ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά και χρόνος, επιμονή και υπομονή, στρέφοντας το βλέμμα στους ανθρώπους, παλιούς και νέους, που λένε κάτι διαφορετικό και κλείνοντας τα αυτιά μας στους άλλους. Όλα αυτά αποτελούν το πρώτο βήμα για την αλλαγή σελίδας. Η άλλη εναλλακτική είναι να παραδεχθούμε πάλι ξεκάθαρα και τίμια ότι έτσι μας αρέσει και ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε καμία προσπάθεια αλλαγής. Είναι και αυτό μια λύση…»

Πήγαινε στην κορυφή