Δεν διαβάζουμε, δε γράφουμε, κοιτάμε και τιτιβίζουμε

Τιτιβίζουμε. 2-3 κουβέντες, κοφτές, με παράλειψη λέξεων και όταν γράφουμε, γράφουμε με χρήση συντομογραφίας. Ακόμα και στα λιγόλογα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα απαντάμε με emoticons. Με σύμβολα. Κι απροσδόκητα ανορθόγραφα. Και για να μην εκτεθεί η τελευταία μας ανεπάρκεια, με χρήση greeklish. Γιατί; Έχουμε δυσκολίες στη γραφή και την ανάγνωση στον 21ο αιώνα όπου ο αναλφαβητισμός έχει, σχεδόν, μηδενισθεί και η 9χρονη εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για όλους; Ή μήπως η σκέψη μας έχει κάποια μορφή «αναπηρίας»;

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει πετύχει με χίλιους τρόπους να κάνει το διάβασμα απωθητικό. Να το εξισώσει με την καταπίεση και τον καταναγκασμό. Να το αποστειρώσει από όποια χαρά και απόλαυση έχει.
Στο σχολείο και στο σπίτι πολύ συχνά κυριαρχούν απόψεις που μπορούν να οδηγήσουν τα παιδιά μακριά από τα βιβλία, που σημαίνει μακριά από έναν κόσμο εσωτερικών εξερευνήσεων: «Τώρα ξέρεις να διαβάζεις μόνος σου!», στην αρχή του Δημοτικού ή «Διάβασε και κανένα βιβλίο» στο Γυμνάσιο ή «Μη διαβάζεις, έχεις να μελετήσεις τα μαθήματά σου». Αυτές οι μικρές προτάσεις που τις λέμε χωρίς να τις σκεφτούμε, οδηγούν στην επόμενη που πολλοί γονείς αλλά και εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν: «Τα παιδιά δεν διαβάζουν».
Σε κάποιες πανελλαδικές του 2000 (τότε υπήρχε διπλό σύστημα εισαγωγικών), το εκπαιδευτικό μας σύστημα έθεσε το πρόβλημα στα παιδιά. Στο εξεταζόμενο για όλους τους υποψήφιους, ανεξαρτήτως κατεύθυνσης, μάθημα της Έκθεσης, είχε θέσει το θέμα, επιλέγοντας προς εξέταση ένα άρθρο του Άγγελου Τερζάκη, γραμμένο το 1972 αλλά διορατικό και προφητικό, με τίτλο:

ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το κείμενο του άρθρου
«Το παρόν και το μέλλον του βιβλίου είναι το παρόν και το μέλλον του πολιτισμού μας στο σύνολό του, πνευματικού και μη (θα έλεγα «αντιπνευματικού»). Το παρόν το ζούμε όλοι μας. Για το μέλλον είμαι ανήσυχος, δεν το κρύβω.
Πιστεύω στο βιβλίο. Υπάρχουν άνθρωποι στον τόπο μας (μήπως οι πιο πολλοί;) που νομίζουν πως οποιοδήποτε διάβασμα είναι το ίδιο. Λάθος τραγικό: Η εφημερίδα σε πληροφορεί, το βιβλίο σε διαμορφώνει. Ο ελληνικός λαός είναι εφημεριδοδίαιτος, νομίζει πως με τ’ αναγνώσματα του ημερήσιου Τύπου επιπλώνει τον εσωτερικό του χώρο. Το βιβλίο έχει άλλη αρετή – γι’ αυτό κι ο Ρωμιός του πεζοδρομίου τ’ αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ακούτε να σας λένε, κατά προτίμηση οι εκπρόσωποι της μέσης τάξης, που είναι και η πιο υπεύθυνη, γιατί περνάει για ηγετική τάξη: «Πού καιρός για διάβασμα». Έχουν όμως όλοι τους αμέτρητο καιρό να χαρτοπαίζουν μετά μανίας τις νύχτες ως τα χαράματα στα σπίτια τους, στις εκδρομές, όπου κουβαλιούνται, για να φάνε και να χαρτοπαίζουν.
Δεν είναι τυχαίο που είμαστε λαός κοινωνικά ακέφαλος.Το σχολείο κάνει αντιπαθητικό το διάβασμα, η αστική τάξη το παρατάει σ’ εκείνα από τα μέλη της, που κατά βάθος, τα θεωρεί «βλαμμένα». Ευτυχώς που υπάρχουν νέοι που διαβάζουν, διψάνε για απαντήσεις σε μεγάλα προβλήματα, πολύ περισσότεροι παρά στη μεσοπολεμική εποχή. Αυτό είναι το μόνο παρήγορο. Αλλά ποιος τους κατευθύνει;
Είπα για το μέλλον πως είμαι ανήσυχος. Όχι γιατί εγώ περνάω μαζί με τον καιρό μου, αλλά γιατί βλέπω να ορθώνονται τα υποκατάστατα του βιβλίου: τηλεόραση, κινηματογράφος, ραδιοφωνικές σκηνές κι αναγνώσματα, ποιος ξέρει ποιά άλλα δισκία Τέχνης, που θα επινοήσει η τεχνολογία – δηλαδή το επιχειρηματικό κεφάλαιο- για ν’ αποκοιμίζει το πνεύμα και να διεγείρει τις αισθήσεις. Πώς θ’ αντιπαλαίσει το βιβλίο; Όμως μονάχα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, συγκεντρωμένος σε μια γωνιά, βρίσκεται κανένας ενώπιος ενωπίω, μόνος αντίκρυ στη συνείδησή του, σε συνάφεια με το νου, που θέλοντας και μη, αρχίζει κι αυτός να ψελλίζει, να ζωντανεύει, να οραματίζεται. Τα μηχανικά μέσα στομώνουν το νου, το βιβλίο τον ακονίζει.
Αλλά βαίνουμε προς το ιδανικό του ελάσσονος κόπου. Ω, τι παρεξήγηση η απαλλαγή του ανθρώπου από την υλική ανάγκη! Ποιός θα το έλεγε πως θα καταλήξει στην απαλλαγή του από την ανθρωπιά του, από τη δίψα της ψυχής; »
Το κείμενο είναι εκπληκτικό και πολύ «προχωρημένο» για την εποχή του. Η εξέταση όμως «καθυστερημένη» και διανοητικά ανάπηρη. Ζητούσαν από τους υποψήφιους :
1) Να αποδόσουν περιληπτικά, σε 80-100 λέξεις το περιεχόμενο του κειμένου.
2) Να αναπτύξουν σε μία παράγραφο την άποψή τους για το αν οι φόβοι του Τερζάκη επαληθεύονται, 40 χρόνια μετά.
3) Να απαντήσουν σε διάφορα θέματα γραμματικής, συνώνυμα, αντώνυμα κλπ.
Μάλλον η επιτροπή δεν κατάλαβε για ποιο λόγο ανησυχούσε ο Τερζάκης. Καλώς εξέτασαν τους υποψήφιους στην περίληψη, καλώς και στη γραμματική αλλά …
Όταν ο Τερζάκης κραυγάζει «βαίνουμε προς το ιδανικό του ελάσσονος κόπου», εσύ ω Επιτροπή Εξετάσεων, εσύ ω εκπαιδευτικό σύστημα, ζητάς από τους υποψήφιους να διαπραγματευτούν ένα πολύ σοβαρό θέμα σε μία μόνο παράγραφο ; Ζητάς να γράψουν τα ελάχιστα ; Ζητάς να μην αναλύσουν, να μην εμβαθύνουν, να μην αναζητήσουν ; Ζητάς να πουν μια άποψη, συμβατική και συμβατή με το πνεύμα του μαθήματος στο οποίο εξετάζονται, να γράψουν δηλαδή άλλη ακόμα μια εκπαιδευτική κοινοτοπία, να κάνουν το καθήκον τους και να «ξεμπερδεύουν»; Ζητάς δηλαδή να μην πολυσκεφτούν;;;
Και για να γενικεύσουμε. Σε 12 χρόνια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν υπάρχει μάθημα στο οποίο να ζητείται κείμενο μεγαλύτερης έκτασης από του Τερζάκη! Πώς θα μάθουν τα παιδιά να γράφουν, να αναλύουν, να κάνουν «ανάγνωση» ενός θέματος σε πολλά επίπεδα, να αυτοελέγχονται ως προς την πληρότητα της σκέψης τους και την περιεκτικότητα της γραφής τους; Πώς και πού;
Όταν ζητάμε απαντήσεις έκτασης το πολύ μίας παραγράφου, τότε δεν μαθαίνουμε στα παιδιά να «γράφουν» και να «διαβάζουν». Περισσότερο για αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα τα προετοιμάζουμε και απλά σχόλια (comments)!
Με την εισαγωγή δε του αγγλοσαξωνικού προτύπου των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, καθιστούμε το παιδί άλαλο. Δεν χρειάζεται να γράψει οτιδήποτε. Αρκεί να κυκλώσει τη σωστή απάντηση. Δεν χρειάζεται να παιδευτεί για τη σωστή διατύπωση. Την έχουν ετοιμάσει άλλοι. Απαντήσεις κονσέρβα – καμία πρωτοβουλία να μην πάρει. Κάπως έτσι όμως φτιάχνονται τα μυαλά κονσέρβα. Δεν χρειάζονται να σκέφτονται. Αρκεί να λένε ένα ναι ή ένα όχι. Ένα «σωστό» ή ένα «λάθος».
Πήραμε τη ζωή μας λάθος …

Πήγαινε στην κορυφή