Μάνα μας είναι η Γη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Μάνα μας είναι η Γη

– Δάσκαλε, πώς πάει το παιδί ;
– Πρόβατα έχεις ;
– Όχι.
– Ε, να βάλεις!
Το ανέκδοτο είναι παλιό, εκπαιδευτικό και στη λογική της απλοποίησης. Το παιδί ή «θα μάθει γράμματα» ή «θα πάει στα πρόβατα». Η δεύτερη επιλογή, με σαφώς υποτιμητικό χαρακτήρα. Οι εποχές αλλάζουν όμως και οι διακρίσεις δεν είναι τόσο εύκολες.

Το Πάσχα βρέθηκα, με συγγενή μου, να παίρνουμε αρνί από γραφικό, ορεινό χωριό. Ο κτηνοτρόφος γνωστός, συστημένοι πήγαμε. Τα σφαχτά του καταναλώνονται στην ταβέρνα του χωριού, ο ιδιοκτήτης της οποίας είναι και οινοπαραγωγός. Το κρασί αγνό, «καθαρό». Γυρνώντας, περάσαμε από τη θεία που έχει κήπο – μποστάνι. Οι σαλάτες κι όλα τα υπόλοιπα συνοδευτικά ήταν καλλιεργημένα από τα χεράκια της. Στο τραπέζι, συνολικά, υπήρχαν μόνο «βιολογικά» προϊόντα.
Γυρνώντας στην Αθήνα, σκεφτόμουν πόσο έχει αυξηθεί η απόσταση πόλης – χωριού. Παρά την ευκολία των μετακινήσεων, τη γρήγορη και οργανωμένη μετακίνηση προϊόντων, την άμεση ενημέρωση και πληροφόρηση όλων, ένθεν κακείθεν, για το τί συμβαίνει πού, η ζωή παραμένει εντελώς διαφορετική. Εάν για παράδειγμα, θέλεις να στρώσεις το ίδιο πασχαλινό τραπέζι στην Αθήνα, αγοράζοντας από εδώ, μάλλον θα πρέπει να υπολογίζεις ως καλεσμένο και τη Χημεία. Τα κρέατα είναι από ζώα που δεν έχουν βοσκήσει ποτέ, τα λαχανικά και ζαρζαβατικά είναι «θηριώδη» προϊόντα θερμοκηπίων. «Ποτισμένα», εννοείται. Αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο, τώρα είναι εξαίρεση σε έναν άλλο κανόνα.
Υπάρχουν όμως ακόμα άνθρωποι που δεν δέχονται αυτό το διαχωρισμό. Που δεν δέχονται ότι αστικοποίηση σημαίνει και πλήρη αποχωρισμό από τη φύση κι από όσα μας δίνει. Εάν έχετε περάσει ποτέ από δρόμο παράλληλο στη Λεωφόρο Κηφισίας, στην περιοχή μεταξύ Άγιου Θωμά και Αμαρουσίου, κάπου πίσω από το αστεροειδές μέγαρο του ΟΤΕ, ίσως έχετε δει τα γίδια του Σπύρου Τσισκάκη να βόσκουν. Μπορεί να τα δείτε ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σε κάποια οικόπεδα ή και να κλείνουν το δρόμο. Εικόνα παράταιρη με τα θηριώδη κτίρια της περιοχής και το καθαρό αστικό περιβάλλον που έχει το Μαρούσι. Τον άνθρωπο αυτό βρήκε και του πήρε πρόσφατα συνέντευξη o Γιώργος Λαμπίρης, για λογαριασμό του newsbeast.gr, από όπου και τα λόγια του.
«Η Αθήνα ήρθε στη ζωή μου καθώς πήγα στο λιμενικό. Αργότερα έζησα για κάποια χρόνια στην Κάρυστο και μετατέθηκα στον Πειραιά. Κι έτσι έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Πού να πήγαινα; Είχα τέσσερα παιδιά…», αφηγείται.
«Διάλεξα να επιστρέψω στο χωριό με τον τρόπο μου. Γι’ αυτό και βόσκω τα λιγοστά ζώα μου σε ένα κομμάτι πράσινο που απέμεινε ανάμεσα σε πολυόροφες κατοικίες. Τις γίδες τις κρατάω περισσότερο από χόμπι. Να μην ξεχνάω το επάγγελμα. Περισσότερο μ’ αρέσει η επαφή με τη φύση. Παλιά είχα μεγάλο κοπάδι. Όταν ζούσα στην Εύβοια είχα καμιά πενηνταριά πρόβατα και καμιά δεκαπενταριά κατσίκες. Και στο Μαρούσι αργότερα. Εκατό κομμάτια πρόβατα. Στο κέντρο του Αμαρουσίου, στον Άγιο Κοσμά. Τα αμολούσα και γέμιζε ο τόπος».
Ζει μόνιμα τα τελευταία σαράντα χρόνια στο Μαρούσι. Το θυμάται και νωρίτερα. Τότε που περιστασιακά πηγαινοερχόταν στην πόλη.
«Ήταν η εποχή που φτιάχτηκε το κτίριο του ΟΤΕ επί δικτατορίας. Το οικόπεδο αυτό ήταν ελαιώνες. Πιο κάτω είχε αχλαδιές. Κάμπος σωστός! Ήταν γεμάτη κτήματα όλη η περιοχή. Η Κηφισίας υπήρχε αλλά ήταν ένας στενός δρόμος. Μία λωρίδα στο ανέβασμα, μία στο κατέβασμα. Κηφισιώτες και Μαρουσιώτες πηγαινοέρχονταν με άμαξες. Και το γαϊδουράκι με τον πάγο που γέμιζε τα ψυγεία πηγαινοερχόταν στην περιοχή».
Μιλάει για την Αθήνα που άλλαξε και είναι ξένη στα δικά του μάτια.
«Αυτό που δεν μ’ αρέσει σήμερα είναι ότι έχει αγριέψει πολύ η πρωτεύουσα. Οι άνθρωποι είναι πολύ προβληματισμένοι. Με δυσκολία τα βγάζουν πέρα οι περισσότεροι. Αν είχα τα κουράγια θα ξαναγύριζα στην Κρήτη. Υπάρχει ακόμα το πατρικό μου. Τα ντουβάρια δηλαδή. Θέλει φτιάξιμο όμως. Απ’ την άλλη τι να πάω να κάνω κι εκεί… Δεν υπάρχει άνθρωπος το χειμώνα…», λέει ισορροπώντας στην αντίφαση της νοσταλγίας με την πραγματικότητα.
Κατά καιρούς τελεί υπό διωγμό. Από γείτονες που συχνά ενοχλούνται όταν βλέπουν την προσομοίωση της επαρχίας στο κέντρο της πολυσύχναστης πρωτεύουσας. Πώς να δεχτεί κανείς ότι η εξοχή θέλει να τρυπώσει ανάμεσα στα τσιμέντα; Οι κατσίκες στο Μαρούσι εκτός από αξιοθέατο, είναι για ορισμένους εξοργιστική. Ασύμβατη με την αισθητική του τσιμέντου της πόλης. «Τι κάνουν τα ζώα μέσα στην πόλη;», αναρωτιούνται κάποιοι.
«Μερικές φορές με έχουν κυνηγήσει. Ένας μου φώναζε ότι μυρίζουν οι γίδες. “Εσείς βρωμάτε”, του απάντησα. Ένας πιτσιρικάς από την απέναντι πολυκατοικία ήταν. Φώναξε, γκρίνιαξε… Τελικά του πέρασε. Οι περισσότεροι όμως τα ταΐζουν. Έρχονται κοντά στην περίφραξη με ένα κομμάτι ψωμί και απλώνουν το χέρι προς το μέρος τους».
Το οικόπεδο της βοσκής είναι πάνω στο ρέμα που διασχίζει την περιοχή. Γι’ αυτό και μέχρι στιγμής γλίτωσε από την αστικοποίηση. «Δεν έχει αγοραστική αξία, γι’ αυτό δεν έχουν χτίσει ακόμα», εξηγεί με απλότητα ο κύριος Σπύρος.
Μην βιαστείτε να τον χαρακτηρίσετε «γραφικό». Είναι ένας άνθρωπος «παλιός». Δεν έμεινε πίσω από την «εξέλιξη», απλά αρνήθηκε να υποστεί όλες τις συνέπειές της. Στην πόλη ζει κι αυτός αλλά κάνοντας τη ζωή που ο ίδιος επέλεξε και δεν του την επέβαλαν.
Σε άλλο ρεπορτάζ, πάλι για το Μαρούσι, διαβάζουμε και για άλλους «γραφικούς».
Στα σύνορα με το άλσος Συγγρού βρίσκεται το κτήμα Καρέλλα που μέχρι πρότινος παρέμενε αναξιοποίητο. Στο χώμα του όμως δημιουργήθηκαν παρτέρια και φυτεύτηκαν καρποφόρα δέντρα. Μαρούλι, σπανάκι, σαλάτα, οπωροφόρα. Αλλά και συνολικά 50 καρποφόρα δέντρα. Βότανα και αρωματικά, καρότα, πατάτες. Στην έκταση των πέντε στρεμμάτων που καταλαμβάνει το χωράφι.
Την έκταση που παραχώρησε ο δήμος Αμαρουσίου, αξιοποιούν πενήντα οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Αποκομίζοντας τους καρπούς των καλλιεργειών τους. Η καθεμία έχει τη δική της έκταση και από αυτή καλύπτει ένα μέρος ή και όλες τις καθημερινές τις ανάγκες.
Με τον καιρό, θα δημιουργηθούν φυτικοί ανεμοφράκτες, καθώς τα δέντρα θα αναπτύσσονται κόβοντας το ξεροβόρι που φυσάει από την Κηφισιά προς το Μαρούσι. Τα φυσικά απορρίμματα θα γίνονται κομπόστ και τα νερά της μικρής τεχνητής λίμνης το κέντρο του κτήματος θα ποτίζουν κάθε δύο εβδομάδες τα παρτέρια. Και τα δύο θα προσφέρουν φυσικό λίπασμα. Χωρίς χημικά, ενταγμένο στα πρότυπα της βιολογικής, αειφόρου γεωργικής πρακτικής.
Μαρουσιώτες καλλιεργητές ήδη έχουν φυτέψει ο καθένας τα δικά του λαχανικά. Ήδη δρέπουν ο καθένας τη δική του σοδειά. Βρίσκονται κοντά σε έναν τρόπο ζωής που σχεδόν όλοι έχουμε απομακρύνει από το κέντρο μνήμης μας, ως περήφανοι… πρωτευουσιάνοι. Ωστόσο όλοι όσοι καλλιεργούν στο κτήμα Καρέλλα γνωρίζουν τη φύση. Μαθαίνουν τη φύση.
Α, ρε μάνα … Γη!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή