Πού χάθηκαν οι ποιητές;

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Πού χάθηκαν  οι ποιητές;

Μια χώρα σε παρακμή, μια κοινωνία στην κατάθλιψη. Ελπίδες που διαψεύδονται, όνειρα που σβήνουν, αξίες που χάνονται. Φως πουθενά. Κι άλλες εποχές ήταν δύσκολες, είχαν φτώχεια, είχαν πόνο, κοινωνική δυστυχία. Είχαν όμως και ποιητές. Η τωρινή γιατί δεν έχει;
Μήπως γιατί, όπως έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης:
«Πόσοι δε χάθηκαν στην έρημο ή μες στο συνωστισμό, στη θάλασσα
ή σε κάποια άκρη της γης
κι άλλοι που χάθηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και δεν τους αναζήτησε κανείς.»;
Ή μήπως γιατί οι ποιητές είναι:
«Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.»

ι όμως, πάντα υπάρχουν ποιητές. Αλλά δεν κραυγάζουν. Δεν γίνονται «μαϊντανοί» ούτε σε τηλεπαράθυρα ούτε σε gala ούτε σε events. Δεν διαλαλούν την «πραμάτεια» τους προς πώληση. Νιώθουν, βασανίζονται, εκφράζονται σε ένα χαρτί που σβήνεται και ξαναγράφεται και μετά σιωπούν. Θα τους βρεις στα πιο απόμερα σημεία. Αποφεύγουν του κόσμου τη βοή. Οι κοινωνίες πρέπει να τους βρουν. Αυτές τους χρειάζονται. Γιατί είναι το γέλιο και το δάκρυ τους. Το στιχάκι και το νανούρισμά τους. Η δοξαριά και το άγγιγμά τους. Η ψυχή και η συνείδησή τους.
Γνώρισα έναν πρόσφατα. Σεμνός και διακριτικός, όπως κι οι άλλοι τους. Έχει εκδόσει μία ποιητική συλλογή και έχει πολλά χειρόγραφα ακόμα. «Στον βράχο της Στενής και άλλα…». Κριτικός δεν είμαι για να τον αναλύσω. Αναγνώστης είμαι κι εγώ, με συγκίνησε και απλά σας τον παρουσιάζω, μέσα από ένα κείμενό του, απάντηση σε μερικά από τα ερωτήματα της εισαγωγής:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
MONEY, MONEY, MONEY
«Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουμε ένα τεράστιο λάθος. Πιστεύουμε πως το πέρασμά μας από τη ζωή, γίνεται απλώς για να ρίξουμε μια επιπόλαιη – φευγαλέα ματιά για τα καλώς ή και τα κακώς κείμενα.
Ε, έτσι έχουν τα πράγματα. Τι να κάνουμε τώρα;
Η καλά δασκαλεμένη απάθειά μας στα καθημερινά γεγονότα, βολεύει απόλυτα τους «δασκάλους» μας, γιατί έτσι μπορούν και διαιωνίζουν το καταστροφικό για εμάς, προσοδοφόρο γι’ αυτούς έργο. Ερχόμενοι βρεθήκαμε σε έναν κόσμο – μας αρέσει, δεν μας αρέσει – που τον έφτιαξαν άνθρωποι που προηγήθηκαν. Ανάγκη πάσα να τον σεβαστούμε, διορθώσουμε κι επεκτείνουμε, με βάση πάντα το οικουμενικό συμφέρον. Πολλοί δεν το καταλαβαίνουν καν αλλά και κάποιοι που το κατανοούν, νομίζουν πως απαλάσσονται με ένα :
– Μα τι μπορώ εγώ; Εγώ είμαι μιά μονάδα.
Το δεν κάνεις τίποτα επειδή δεν είσαι παρά μια μονάδα, δεν είναι δικαιολογία, όταν ξέρεις πως οι εκατό, οι χίλιοι …μονάδες είναι κι’ αυτοί. Έτσι δίνεται η ευχέρεια στους καιροσκόπους να επεμβαίνουν, με την πειστική ηγετική ικανότητα που διαθέτουν και να μεθοδεύουν τον Ρουν των κοινωνιών, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Σε κάθε συμβάν – που οι ίδιοι κατασκευάζουν – στέκονται σαν αυστηροί κριτές και τάχα το καταδικάζουν ή το επαινούν …ανάλογα με τα προσωπικά οφέλη, πεπεισμένοι πως έχουν κάθε δικαίωμα να συμβιβάζονται με κάτι που τους «κλωτσάει» μεν, βολεύει δε. Όταν η έννοια της ηθικής τους είναι τελείως άγνωστη.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι που τόση κληρονομιά άφησαν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, μεταξύ άλλων μας άφησαν και το γνωμικό «Χρόνου Φείδου». Σε δική μου μετάφραση: «Μη σπαταλάς άσκοπα το χρόνο».
Οι σημερινοί φωστήρες – που δεν άφησαν τίποτα όρθιο – πρόσθεσαν «Χρόνου Φείδου, Χρόνος Χρήμα». Δίνοντας έτσι μια άλλη διάσταση στο αρχαίο γνωμικό.
Το χρήμα είναι δύναμη, ισχύς, όπλο. Είναι το πιστόλι στη ζώνη του καουμπόϊ. Έχοντας το πιστόλι στη ζώνη δημιουργούμε συμμορίες που θα υπερασπίσουν τα συμφέροντά μας. Βάζοντας όλοι μπροστά μας το προσωπικό συμφέρον, δεν μπορεί παρά να βλέπει ο ένας τον άλλον ανταγωνιστή, αντίπαλο! Αυτή η αντιπαλότητα είναι η πρώτη – αν όχι η μοναδική – αιτία πολέμων. Πολέμων προς απόκτηση ξένων αγαθών, ισχυροποιώντας εαυτούς και αποδεκατίζοντας αντιπάλους. Πολέμων με ποικίλες μορφές. Τάχα ορμήνειας, φοβέρας, οικονομικής εξάρτησης, ακόμα και με όπλα.
Προσωπικά θα διόρθωνα την προσθήκη ως εξής: «Χρόνου Φείδου. Χρόνος Έργο».
Έργο. Έργο καθολικού συμφέροντος. Δεν θα έρθει μια κάποια – έστω και υποτυπώδης «αλλαγή» στα άτομα και τις κοινωνίες, αν ό,τι φτάνει στο μάτι και στο μυαλό, δεν περνάει σχολαστικά από την κρισάρα του Νου, δεν φιλτράρεται, δεν αξιοποιείται. Ώστε να επιτευχθούν οι βελτιώσεις. Προσωπικές και κοινωνικές.
Αν δεν είμαστε σήμερα ακριβώς ίδιοι με το χτες.
Αν διαφέρουμε φέτος από αυτούς που είμασταν πέρυσι.
Αν γίναμε άλλοι άνθρωποι τώρα, απ’ αυτούς που είμασταν νέοι.
Αν τη ζωή μας βιώνουμε έχοντας γνώμονα το γενικό συμφέρον.
Τότε μπορούμε να λέμε πως προσφέρουμε πρώτα στο κοινωνικό σύνολο και κατ’ επέκταση στον εαυτό μας.
Προς Θεού, δεν είμαστε αφελείς να πιστεύουμε πως εμείς και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.
Απλώς θα ξέρουμε κι εμείς κι αυτοί, πως οι ματιές μας «καλέμια» στις καρδιές των γεγονότων. Και οι συνειδήσεις μας εφησυχασμένες – όσο μπορεί να είναι – που εμείς τουλάχιστον, δεν γινόμαστε ένα, με το υλικό της άθλιας δόμησής τους. Και μόνο έτσι έχουμε το δικαίωμα να καμαρώνουμε, για το πέρασμά μας από τον εγωϊστή και υλικό τούτο κόσμο.»

Ο Γιάννης Εμμανουήλ δεν έγραψε αυτό το κείμενο για τη Βουλή των Εφήβων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν έχει κλείσει τα 78 χρόνια της ζωής του. Δεν έχει τον αγνό ιδεαλισμό ενός έφηβου που αναζητά την ουτοπία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν η ζωή του φέρθηκε τόσα σκληρά και του έστειλε όσες δυσκολίες μπορούσε. Δεν είναι από αθωότητα ή αφέλεια αυτά που γράφει. Απόσταγμα ζωής είναι. Όπως και τα ποιήματά του. Αξίζει να τα διαβάσετε. Αποπνέουν νεανικότητα.
Όπως το είχε γράψει ο Αντόνιο Γκράμσι: «Πρέπει να υπάρχει η απαισιοδοξία της γνώσης με την αισιοδοξία της θέλησης»!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή