Οι χορηγίες του Ιδρύµατος Ford στην Ελλάδα, 1958-1974 Η ανοιχτή επιστολή της Λιλής Ζωγράφου (Μέρος 2ον)


Γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΠΑΝΟΣ, Αντιπρόεδρος ∆ιοίκησης της Ένωσης Αυτοαπασχολούµενων Επαγγελµατιών – Βιοτεχνών – Εµπόρων ∆. Γαλατσίου


Όταν κυκλοφόρησα το βιβλίο µου, πίστευα, πως δε θα βρισκό- ταν πια Έλληνας, συγγραφέας, καλλιτέχνης ή ποιητής που θα δεχόταν την επιχορήγηση Φορντ. Ως τότε κανείς µας δεν ήξερε τι σήµαιναν και που από- βλεπαν αυτές οι µεγαλόψυχες προσφορές. Ακόµα, υποτίθεται, ούτε και εκείνοι που είχαν «τιµη- θεί» µ’ αυτή τη διάκριση. Για τις εκπλήξεις-σοκ που µε περίµεναν, δεν αξίζει τον κόπο να µιλή- σουµε τώρα. [ ] Έκτοτε κι αλλά έντυπα ασχολήθηκαν µε τις επιχορηγήσεις Φορντ. Οι απα- νωτές αποκαλύψεις όχι µόνο δεν εµεί- ωσαν τον ζήλο των διανοουµένων µας, αλλά είδαµε τη ζητιανιά τους να φτάνει σε παροξυσµό. Αλληλοφαγω- µοί και µίση αδελφοκτόνα χωρίζουν κείνους που επιχορηγούνται µε τα επιδόµατα αλλοτρίωσης, από όσους δεν επιχορηγήθηκαν ακόµη. Αυτοί µά- λιστα, οι τελευταίοι, είναι που κατη- γορούν τον εδώ πράκτορα της Φορντ, σαν αναρµόδιο πρόσωπο εξ αιτίας της αµορφωσιάς του. – Θεέ και Κύριε. Το πρόβληµά µας, λοιπόν, είναι κει; Αν αυτή η καηµένη κυρία ήταν µορφωµένη, δεν θα υπήρχε πρόβληµα; ∆εν αφήνοµε στους Αµερικανούς το περιθώριο, ούτε καν να µας τιµήσουν µε κάποια αµφιβολία; Θέλω να πω, πως δεν αποκλείεται να πίστευαν οι Αµερικανοί, πως δε θα βρισκόταν κανείς Έλληνας, µορφωµένος και µάλιστα διανοούµενος, πρόθυµος να παίξει το ρόλο του πράκτορα. Να όµως που γελάστηκαν κι αυτοί και µεις. Όσο για σας, που είστε µορφωµένοι, δε θίγεστε για τίποτ’ άλλο παρά για την αµορφωσιά της Μυριβήλη; [Σ. Άρδην, Η κα Μυριβήλη ήταν η εκπροσωπος του ιδρύµατος στην Ελλάδα]. – Μα ποιοι είµαστε, λοιπόν; Είµαστε έθνος εµείς; Μην είµαστε καµιά φυλή της κεντρώας Αφρικής από τις ελάχιστες που ξεχάστηκαν στις βαθιές ζούγ- κλες; Έτσι ασύστολα που διαµαρτυρόµαστε, έτσι ξεδιάντροπα και ξετσίπωτα που επαιτούµε;

Ούτε ένα ντύµα ντροπής δεν κρατήσαµε. Ούτε τις ανα- στολές των κοινών γυναικών δεν έχοµε. Αυτές, τουλάχιστον, κρατήθηκαν µακριά από το επάγγελµα, επί ένα µήνα, όταν πρωτοµπήκαν οι Γερµανοί στην Ελλάδα. ∆εν είναι το ίδιο, θα µου πείτε, – Φτάνει πια το κρυφτούλι. Το ίδιο είναι. Αλλά, ας υποθέσουµε πως κάνω λάθος. Ας παραδεχτούµε πως δεν µας αντιµετωπίζουν ούτε και µας χρησιµοποιούν οι Αµερικανοί σαν αποικία. – Τότε πώς να εξηγήσουµε το ενδιαφέρον του ιδρύµατος Φορντ για την ελληνική διανόηση; Ποιο είναι το κίνητρο τους; Γιατί δε βγήκαν, όπως και τ’ άλλα ξενόγλωσσα ινστιτούτα, να προκηρύξουν διαγωνισµούς, υποτροφίες ή και απονοµή βραβείων; Γιατί όλα γίνονται στα µουλωχτά, µε κρυφές συνεν- νοήσεις, ψιθυρίσµατα και παζαρέµατα;

Γιατί στέλνονται σαν εµπροσθοφυ- λακή τα «κοπέλια» της Μυριβήλη (οι ήδη επιδοτούµενοι και ελπίζοντες να ξαναεπιδοτηθούν) και ανιχνεύουν το έδαφος –που σηµαίνει την φιλική ή µη διάθεση των υποψηφίων– προτείνοντας να τους βοηθήσουν, δίνοντάς τους το Φορντ; Και γιατί στους πιο σκληρούς και αλύγιστους προσεγγίζει προσω- πικά η ίδια η κ. Μυριβήλη; [ ] – Κι ακόµα, γιατί όσοι παίρνουν Φορντ, το κρύβουν; Πέρυσι βραβεύτηκε ο Τσίρκας µ’ ένα γαλλικό βραβείο. ∆εν έµεινε «δηµοκρατική» εφηµερίδα να µην αναφέρει το τιµητικό για τον συγγραφέα και την Ελλάδα γεγονός, µε πηχι- αίους τίτλους, καλλιτεχνικές φωτογραφίες του συγγραφέα και συνεντεύξεις. Θαυµάσια! – Γιατί όµως, όταν δυο χρόνια πριν, εισέπραξε την επιχορήγηση Φορντ, το πέρασε στα µουγκά; – Γιατί αλήθεια; Μήπως ντρεπότανε;

Τόση συνωµοσία σιωπής πώς να εξη- γηθεί, παρά πως είχε την πεποίθηση πως δεχότανε βρώµικα αργύρια; Αλλά και οι Αµερικανοί που είναι τόσο αθώοι, αγαθοί και γενναιόδωροι, γιατί µας κρύψανε το στοργικό ενδιαφέρον τους και δεν το δηµοσίεψαν; Να πληροφορηθούν κι οι µάζες πόσο ανοιχτοχέρηδες είναι. Ή µήπως αυτό ακριβώς δεν θέλουν; [ ] Και γιατί να µην πληροφορηθούµε την ακόµα ευγενέστερη χειρονοµία των Αµερικανών, που εκδώσανε µε δικά τους έξοδα τα 18 και 38 «Αντι- στασιακά Κείµενα» όλων των οργισµέ- νων συγγραφέων του τόπου, όπως θα εκδώσουν µελλοντικά και τα 108; – Ή µήπως δεν ήταν αντιστα- σιακά; Αυτό µου θύµισε κάποιον άλλον, αγαθιάρη όµως, που µου ανακοί- νωσε στο Παρίσι, πως όσο ήταν στην Ελλάδα µάζευε δυναµίτιδα γιατί είχε καταστρώσει ένα µεγαλε- πίβολο σχέδιο που θ’ ανέτρεπε το καθεστώς, µόλις θα επέστρεφε. – Τι λες βρε παιδί µου! Και πως θα γίνει αυτό;

 – Να, µου λέει. Άµα θα ’χω µαζέψει εκατό κιλά δυναµίτιδα, θ’ ανοίξω λάκ- κους γύρω στην Ακρόπολη και θα τους γεµίσω. Ύστερα θα µαζευτούµε εκατό ψυχωµένοι διανοούµενοι και… – Κατάλαβα, τον διέκοψα. Το καθεστώς µπορεί να κοιµά- ται ήσυχο. – Γιατί; µε ρωτά θιγµένος. – Ε, ώσπου να γεννηθούν παιδί µου, εκατό διανοούµενοι ψυχωµένοι! Και δεν περιµένει κανείς από τους καλλιτέχνες να παρα- στήσουν τα αιµοβόρα πρωτοπαλλήκαρα. Το ρόλο αυτό µπο- ρούν να τον παίζουν οι πολλοί. Ενώ, αντίθετα, µόνο ο πνευµατικός άνθρωπος είναι ικανός να εκφράζει, µε την πα- ρουσία του, συµπυκνωµένη την εθνική συνείδηση.

Αλλά και να την αφυπνίζει. Ακόµη και να την προσανατολίζει. Ένας τέτοιος προορισµός προϋποθέτει διαφορετικές αρετές και διαφορετικές ευθύνες από κείνες που διακρίνουν τον επιδέξιο πολεµιστή στο πεδίο της µάχης. Γιατί ο πνευµατικός άνθρωπος είναι ένας πολεµιστής πού δεν τον καλεί κα- νείς να πολεµήσει. Έχει όµως το προνόµιο πως διαλέγει τον αντίπαλό του. Τον πιο επικίνδυνο, τον πιο αµείλιχτο δυνάστη του στη ζωή: Τη συνείδησή του. Γίνεται ο θύτης του εαυτού του µα και το θύµα του. Μόνος του στρα- τεύεται και µόνος του σταυρώνεται απάνω στις απαιτήσεις του από τον εαυτό του, αλλά και στις παραιτήσεις του. Η αυτοσταύρωση είναι η υψίστη θυσία. [ ] «Αυτό που είναι τροµερό, όταν αναζητάς την αλήθεια, είναι ότι την βρίσκεις», λέει ο Βίκτωρ Σερζ.

Το φορτίο είναι αλήθεια βαρύ. Αλλά είναι κι αυτό πού διαφοροποιεί τον πνευµατικό άν- θρωπο από τις µάζες. Η ευθύνη του να ερευνήσει για λογαριασµό τους, να τις πληροφορήσει και ν’ αγωνιστεί γι’ αυτές, του δίνει αυτόµατα το δικαίωµα να διεκδικήσει µια θέση στο παιχνίδι της Ιστορίας. Όχι για τον εαυτό του, φυσικά, αλλά για το λαό που αντιπροσωπεύει, συνεχίζοντας την ιστορική κληρονοµιά του, αν υπάρχει, ή δηµιουργώντας ένα παρελθόν για τους επερχόµενους. [ ] – Και µεις τι κάνουµε; Τι κάναµε χθες, τι πριν πέντε χρόνια, τι πριν δέκα; Όσο για σήµερα, οι δικοί µας ποιητές γράφουν τραγουδάκια για τις νυχτε- ρινές µπουάτ.

Θα ’πρεπε ίσως να µελετήσουµε κάποτε µε ιδιαίτερη προσοχή και ν’ ανα- ζητήσουµε τις αιτίες που δρουν ανασταλτικά στην πνευµατική µας πρόοδο. Το γεγονός π.χ. πως µερικοί δηµιουργοί δώσανε κάποτε ένα έργο αληθινά αξιόλογο και πως έκτοτε, αν και ζήσανε χρόνια πολλά και µακάρια, δεν έφτα- σαν ποτέ πια στο ίδιο επίτευγµα αν και το φυσικό θα ’ταν να το ξεπεράσουν, πρέπει να ’χει κάποια εξήγηση. Η «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη (πριν ακρω- τηριαστεί), το «Νούµερο» του Βενέζη, το «Άξιον εστί» του Ελύτη, έδωσαν ανάλογες συνέχειές τους; Μήπως έφτασαν σ’ αυτή την κορύφωση, γιατί οι δηµιουργοί τους ταυτίστηκαν, έστω και υποχρεωτικά, µε το σύνολο κι εκ- φράσανε καθολικά προβλήµατα; (Συνεχίζεται) * ∆ηµοσιεύτηκε στο περιοδικά Panderma, που εξέδιδε ο Λεωνίδας Χρη- στάκης, τον ∆εκέµβριο του 1972.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή