31 Δεκεμβρίου…

Ήταν τριάντα μία του Δεκέμβρη και ήμουν καλεσμένη σε ένα φιλικό σπίτι για να περάσω μαζί τους εκείνη την όμορφη βραδιά, που μπαίνει ο Καινούριος Χρόνος και αφήνει πίσω του όλα τα κακά πράγματα.

Eτσι μου έλεγαν όταν ήμουν μικρή, Καιτούλα ο Νέος Χρόνος παίρνει μαζί του μόνο ότι καλό υπάρχει, τα κακά μένουν πίσω. Αυτό να το θυμάσαι.
Αυτή την βραδιά την αγαπούσα ιδιαίτερα. Θέλεις γιατί πίστευα σε αυτό το όμορφο πράγμα της ζωής μας, δηλαδή… το ότι ξεκινάει η Χρονιά μόνο με όμορφα πράγματα; Θέλεις γιατί έπαιρνα δώρα και η ανυπομονησία μου να τ’ ανοίξω στις δώδεκα ακριβώς τα μεσάνυχτα ήταν τόσο γλυκιά, που θαρρείς πως δεν ήθελα να φτάσει αυτή η στιγμή, γιατί ήξερα πως γρήγορα θα χαθεί, αφού πια θα τα έχω στα χέρια μου ανοιχτά; Τι περίεργο! Θέλεις πάλι γιατί μάζευα εδώ και πολύ καιρό λιγα λίγα τα λεφτά, απ’ το χαρτζιλίκι μου για να προσφέρω κι εγώ δώρα, στην μαμά, στον μπαμπά, στον αδελφό μου; Θέλεις γιατί είχα αγωνία καθώς περίμενα να δω σε ποιόν θα πέσει το φλουρί; Πολλά μαζί ήταν μέσα μου μπερδεμένα και όλα μαζί σαν να αποτελούσαν ένα μείγμα από πολύτιμες πέτρες και χρυσάφι. Κι αυτό το μείγμα το κράτησα για πάντα φυλαγμένο στην ψυχή μου.
Εκείνη την βραδιά λοιπόν – Την Καλή Βραδιά – που με κάλεσαν οι φίλοι μου, στην αρχή δεν πολύ ήθελα να πάω, παρ’ όλη την αγάπη που έχω για αυτή την συγκεκριμένη μέρα. Μερικές φορές υπάρχουν κάποια γεγονότα που μας χαλάν το κέφι κι εγώ είμαι της γνώμης πως δεν πρέπει να μεταφέρουμε στους άλλους τίποτε δυσάρεστο, ειδικά αυτή την μέρα που ο Καινούριος Χρόνος αφήνει πίσω του τα κακά, όμως η επιμονή τους υπερίσχυσε της δικής μου ανορεξίας κι έτσι με μια σαμπάνια και μια γλάστρα αλεξανδρινό, κι από ό, τι έμαθα μετά ονομάζεται και άστρο των Χριστουγέννων, κατέφθασα στο σπίτι τους.
Έξω είχε πολύ κρύο. Έριχνε χιονόνερο. Μέσα όμως ήταν πολύ ζεστά. Το αναμμένο τζάκι σκορπούσε μια γλυκιά θαλπωρή που πραγματικά σε τύλιγε κι εσύ δεν είχες παρά να αφήσεις τις σκέψεις σου ελεύθερες να δράσουν και να πιστέψεις πως αυτή η ζεστασιά είναι το πιο απαλό χάδι. Όλα ήσαν γιορτινά και η ατμόσφαιρα ιδιαίτερα όμορφη. Ένα θεόρατο δένδρο, με αμέτρητα στολίδια και φωτάκια, με ασημένιες και χρυσαφί τρέσες, ήταν στημένο μπρος στην μπαλκονόπορτα και φαινόταν ακόμα και από τον κήπο. Στις πόρτες υπήρχαν κολλημένες Χριστουγεννιάτικες κάρτες που απεικόνιζαν, άλλες την Γέννηση του Θεανθρώπου κι άλλες καμπάνες κι έλατα ή χιονισμένα τοπία και τον Αϊ-Βασίλη να είναι πάνω στο έλκηθρο που το σέρνουν ελάφια και να κρατά το τσουβάλι με τα δώρα. Άσε τα μεζεδάκια, η γαλοπούλα, τα ατέλειωτα γλυκά και τέλος πάντων όλα τα εδέσματα το ένα καλλίτερο απ’ το άλλο. Αλλά και οι καλεσμένοι τους, εδώ που τα λέμε ήταν θαυμάσιοι άνθρωποι κι αυτοί ο ένας καλλίτερος απ’ τον άλλον. Και δεν εννοώ από μόρφωση. Αυτό δεν με ενδιέφερε ποτέ για να βαθμολογήσω κάποιον με καλό βαθμό ή κακό. Οι χαρακτήρες μετρούν στην ζωή. Αυτό πάντα πίστευα και συνεχίζω να το πιστεύω και τώρα.
Λοιπόν, αφού με σύστησαν σε αυτούς τους θαυμάσιους ανθρώπους και πραγματικά ένοιωσα σαν να τους γνώριζα χρόνια, αφού κι εκείνοι μου έδειξαν πως ένοιωσαν το ίδιο για μένα, καθίσαμε στο τραπέζι. Πέρασε η ώρα τρώγοντας και κάνοντας διάφορα αστεία. Οτιδήποτε δυσάρεστο είχε μείνει πίσω. Σε λίγο χτύπησε μεσάνυχτα και ο καινούριος χρόνος έμπαινε με φωνές και γέλια. Ήταν μια από τις πιο όμορφες Πρωτοχρονιές της ζωής μου, φυσικά, μετά απ’ αυτές που πέρασα όταν ήμουν μικρή, κι ας μη μου έπεσε το φλουρί, κι ας το κέρδισε κάποιος άλλος, κι ας μην είχα κάποιο δώρο να ανοίξω. Μετά από λίγο αποφάσισα να φύγω, αλλά δεν με άφησαν. Τώρα θα παίξουμε χαρτάκι για το καλό του χρόνου, μου είπαν. Μα εγώ δεν ξέρω, απάντησα, θα σας χαλάσω το παιχνίδι. Δεν μας χαλάς κανένα παιχνίδι, είπαν όλοι μαζί, λες και ήταν συνεννοημένοι. Κατάλαβα πως είχα άδικο κι έτσι έμεινα μαζί τους. Παίξαμε τριάντα μία, αφού προηγουμένως προθυμοποιήθηκε κάποιος απ’ την παρέα να μου μάθει. Μπράβο, μου είπε, μαθαίνεις εύκολα. Ε…δεν είναι δα και τίποτε σπουδαίο, απάντησα χαμογελώντας, και αμέσως μου ήρθε μια περίεργη επιθυμία να μου δείξει κάτι πιο δύσκολο και πιο σπουδαίο. Όπως πόκα ή… πόκερ, και του το είπα. Ίσως κάποτε σου δείξω, μου αποκρίθηκε, αφού μάθω πρώτα εγώ. Μας πήραν τα γέλια και τους δυο μας.
Ο ατζαμής είναι αυτός που κερδίζει, έτσι λένε, κι ως φαίνεται έτσι γίνεται. Γιατί κι εγώ ως ατζαμού κέρδιζα. Κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω, αλλά δεν με άφησαν. Δεν φεύγουν άμα κερδίζουν, μου είπαν. Και τι δηλαδή; Πρέπει να χάσω; Όχι βέβαια, δεν είναι απαραίτητο, μου εξήγησε εκείνος που μου έμαθε να παίζω τριάντα μία. Κι έτσι βάλαμε κάποιο χρονικό όριο. Κυριολεκτικά τους μάδησα όλους. Τελικά σε άλλον έπεσε το φλουρί και άλλος ήταν ο τυχερός της χρονιάς, είπε κάποιος και με κέρασε κρασί. Όποιος κερδίζει στα χαρτιά χάνει στην αγάπη, άκουσα την φίλη μου, και μου έκλεισε το μάτι, της χαμογέλασα. Τώρα μπορώ να φύγω. Έτσι δεν είναι; ρώτησα και προχώρησα προς το χολ, και ζήτησα το παλτό μου. Δεν πρόκειται να σε αφήσουμε να φύγεις, είπε ο δάσκαλος μου. Έτσι τον αποκαλούσαν από την ώρα που μου έμαθε τριάντα μία. Γιατί καλέ; Το παιχνίδι τέλειωσε. Θα βγει πατσάς… ακούστηκε μια φωνή απ’ την κουζίνα. Α…! έκαναν όλοι κι εγώ μαζί. Γιατί μπροστά στον πατσά δεν υπήρχε καμιά αντίρρηση. Υποκλινόμαστε…!!! φώναξαν.
Οι ώρες κύλησαν όμορφα με διάφορα ανέκδοτα και τραγούδια. Τώρα πια έπρεπε να φύγω, αν και κανείς δεν σηκωνόταν. Νομίζω πως είναι ώρα, είπα. Αλλά για μια ακόμα φορά δεν με άφησαν και παρ’ όλο που επέμενα κάθισα κι άλλο μαζί τους κι άκουσα τις ιστορίες τους. Ο καθ’ ένας, η κάθε μια κι εγώ μαζί, διηγηθήκαμε κάτι απ’ την ζωή μας, το πιο όμορφο κομμάτι της. Όταν πια το διαλύσαμε, είχε ξημερώσει.
Ήταν Πρώτη του Γενάρη.
Γύρισα στο σπίτι μου με ένα μεγάλο πιστεύω και με μια απερίγραπτη λαχτάρα. Να κερδίσω το χρόνο που έχασα απ’ την ζωή μου.
– Ήταν η εισαγωγή από το ανέκδοτο βιβλίο μου «Χρυσές σελίδες».

• ΔΙΟΡΘΩΣΗ:
Στο φύλλο της περασμένης Παρασκευής 21/12/2012 φιλοξενήθηκε συνέντευξη της κας Καίτης Λιανού – Ιωαννίδου και εκ παραδρομής, αντί του σωστού ονόματος Καίτη, γράφτηκε το όνομα Μαίρη. Επανορθώνουμε.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή