Επιτέλους εκλογές, γράφει ο Γιώργος Πένταρης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Επιτέλους εκλογές, γράφει ο Γιώργος Πένταρης

Σαν πολύ δεν κράτησε αυτή η κυβέρνηση; Χρόνια τώρα έχουμε μάθει ότι οι εκλογές γίνονται το αργότερο στην τριετία γιατί τότε κρίνει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα ότι είναι ο ιδανικότερος χρόνος ώστε να τις κερδίσει. Από τη μεταπολίτευση και μετά, τα πολιτικά κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αδιαφορούσαν για τον Συνταγματικό όρο ότι οι κοινοβουλευτικές εκλογές γίνονται ανά τέσσερα χρόνια εκτός και υπάρχει σοβαρό εθνικό θέμα. Την αίρεση αυτή πρώτος εκμεταλλεύτηκε ο εθνάρχης Κ. Καραμανλής και μετά συνέχισε ο Α. Παπανδρέου.

Μας ξενίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι αυτές οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, όπως ακριβώς είχε πει ο πρωθυπουργός πριν από δύο χρόνια. Μόνο ο Σημίτης και τώρα ο Μητσοτάκης εξαντλούν την τετραετία. Πιο συγκεκριμένα, για τον Μητσοτάκη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε ευκαιρία να κάνει νωρίτερα εκλογές π.χ. λόγω εθνικών θεμάτων, αλλά τήρησε τον λόγο του αγνοώντας πολλούς συμβουλάτορες του κλειστού κύκλου του. Εύχομαι αυτό να είναι η αρχή ώστε από δω και πέρα να καταλάβουμε οι Έλληνες, οι δημοσιογράφοι και τα πολιτικά κόμματα, ότι οι εκλογές πρέπει να γίνονται με το πέρας της τετραετίας ώστε πολίτες, πολιτικός κόσμος και ΜΜΕ να μην ασχολούνται από την επομένη κάθε εκλογικής αναμέτρησης για το πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.
Αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι σημαντική από μόνη της γιατί είναι για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση και μετά που γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ήταν πάγιο αίτημα της αριστεράς η απλή αναλογική και θυμάμαι τους αγώνες του ΚΚΕ για απλή αναλογική και 17% στα ποσοστά του, πράγμα όμως που ποτέ δεν πέτυχε. Παρ’ όλα αυτά όμως έχει μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα που αν και ο λαός ως κόμμα το αποδοκιμάζει, αυτό προσπαθεί να ασκήσει παράλληλη πολιτική μέσω του ελεγχόμενου συνδικαλιστικού κινήματος. Ακόμη έχει την δυνατότητα να «ακυρώνει στην πράξη», όπως λέει, νόμους που ψηφίζονται από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Για παράδειγμα, έχει ψηφιστεί νόμος που λέει ότι οι εκλογές στα σωματεία πρέπει να γίνονται ηλεκτρονικά και η απόφαση για απεργία να λαμβάνεται από γενική συνέλευση των μελών με το 50%+1 και όχι μετά από απόφαση του Δ.Σ. του σωματείου. Είδαμε από τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται και απόφαση για απεργία παίρνουν οι διοικήσεις των σωματείων σύμφωνα με τις οδηγίες που παίρνουν από τους πολιτικούς καθοδηγητές τους. Κανένας από αυτούς δεν σκέφτηκε τον απλό εργαζόμενο που όταν απεργούν τα ΜΜΜ, αυτός πρέπει να είναι καθημερινά στο πόστο του.

Με την ίδια λογική, κατάργηση δηλαδή του νόμου στην πράξη, αντιμετωπίζεται και η αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα. Με την τακτική της αποχής από την αξιολόγηση, η ενδόμυχη ελπίδα της αριστεράς είναι να αποτύχει, να ατονήσει και εν τέλει να καταργηθεί ο νόμος. Έτσι θα καταστεί εφικτή για το δημόσιο η κάλυψη των μετριοτήτων, των φυγόπονων και αδιάφορων. Είναι κλασικό μοτίβο της αντιπολίτευσης – της κάθε αντιπολίτευσης – από την επομένη μέρα των εκλογών να αντιδρά σαν να έχουμε μια κυβέρνηση που ήταν για δεκαετία στην εξουσία, δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη της ότι έχουμε μια νωπή λαϊκή εντολή και ότι θα πρέπει να την σεβαστούμε. Αυτό είναι μια εγγενής αδυναμία του Ελληνικού πολιτικού συστήματος και της πολιτικής αντίληψης του εκλογικού σώματος.
Πολλές φωνές έχουν βγει υπέρ της συνεργασίας των κομμάτων και όχι υπέρ της μονοκομματικής κυβέρνησης. Έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα συνεργασίας στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την εποχή των μνημονίων που κατάφερε να περάσει ιδιαίτερα σκληρά μέτρα. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε ότι για άλλη μια φορά μια κυβέρνηση συνεργασίας πάνω σε αρχές θα ήταν πολύ σκόπιμη και σήμερα. Το λέω αυτό γιατί η επόμενη κυβέρνηση θα έρθει αντιμέτωπη με πολύ σοβαρά ζητήματα, για τα οποία θα κληθεί να θέσει τις βάσεις για μελλοντικές πολύ σοβαρές μεταρρυθμίσεις.
Μην νομίζετε ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν τελειώσει. Υπάρχει μεγάλο ζήτημα με το δημόσιο χρέος, το οποίο αυξάνεται ολοταχώς με την πλούσια παροχολογία της κυβέρνησης και μη έλεγχο των κυβερνητικών δαπανών. Υπάρχει μεγάλο ζήτημα στη δομή και λειτουργία του κράτους που η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Το δυστύχημα των Τεμπών έφερε στην επιφάνεια την υποβόσκουσα ανεπάρκεια του «επιτελικού κράτους». Σοβαρότερα ακόμη ζητήματα υπάρχουν και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στην παιδεία. Σε αυτόν το τομέα, χωρίς μεγάλη συναίνεση δεν υπάρχει προοπτική να αναβαθμιστεί η παιδεία μας και να πλησιάσει τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Η καθηγήτρια Ιστορίας του ΕΚΠΑ κα Ευθυμίου είχε πει ότι το παιδί της 6ης δημοτικού πριν 40 χρόνια γνώριζε περισσότερα από έναν σημερινό απόφοιτο λυκείου. Αν δεν γίνουν μεγάλες τομές στα ζητήματα της παιδείας, τότε θα έχουμε έναν υδροκέφαλο ασθενή που θα απαιτεί μόνο χρηματοδότηση με απόδοση υπό το μηδέν.

Πάρτε σήμερα, για παράδειγμα, το πρόβλημα με τα επαγγελματικά δικαιώματα των γεωπονικών και άλλων σχολών. Όλοι κατηγορούν την κυβέρνηση, αλλά δεν λένε ότι αυτό είναι τα απόνερα του νόμου Γαβρόγλου που έκανε εν μία νυκτί τα ΤΕΙ πανεπιστήμια. Δεν μπορεί ένας υπουργός, όσο ξύπνιος ή βλάκας είναι, όσο πολιτικάντης ή πραγματιστής, να λαμβάνει αποφάσεις για τέτοια θέματα που είναι καθοριστικά για την πορεία του Έθνους. Ακόμη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων και να μην συνεχίζουμε να στρουθοκαμηλίζουμε.
Η μελλοντική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει στην ρίζα του το δημογραφικό ζήτημα. Η αντιμετώπιση δεν θα πρέπει να είναι πρόχειρη, αλλά μόνιμη και είναι προφανές ότι θα υπάρχει μεγάλο οικονομικό κόστος, το οποίο θα πρέπει να υποστεί όλη η κοινωνία. Για να γίνει αυτό και να είναι οι πολιτικές βιώσιμες θα πρέπει και πάλι να έχουμε συναίνεση.
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι το θέμα της υγειονομικής περίθαλψης. Το ΕΣΥ είναι προφανές ότι χρειάζεται μετά από τόσα χρόνια αναδιάρθρωση. Όταν λέμε αναδιάρθρωση, μιλάμε για αλλαγές σε δομές λειτουργίας, οργανογράμματα, διοικητικές διαδικασίες, εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στην λειτουργία του και πολλά άλλα που γνωρίζουν οι ειδικοί.
Για να γίνουν τα παραπάνω η κυβέρνηση, η οποία είναι αποφασισμένη να το κάνει, όποια και να είναι αυτή, θα αναγκαστεί να έρθει σε ρήξη με κατεστημένα και λογικές που ενδημούν στον χώρο της υγείας εδώ και πενήντα χρόνια. Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά για τις απεργίες των νοσοκομειακών που δεν ζητούν τίποτα άλλο από προσλήψεις και αύξηση μισθού. Για να μην μακρηγορούμε, ανάλογες δομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν και στους άλλους τομείς λειτουργίας του κράτους αν θέλουμε μια Ελλάδα που να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον.

Για να γίνουν λοιπόν εφικτές οι δομικές αλλαγές θα πρέπει να έχουμε κυβερνήσεις συμμαχικές και με σαφή πολιτική. Με μια συμμαχική κυβέρνηση θα υπάρχει η δυνατότητα ευρύτερης αποδοχής των μεταρρυθμίσεων και βεβαίως αναλογικά μικρότερων μικροπολιτικών αντιδράσεων. Μέσα σε μια τέτοια κυβέρνηση θα υπάρχει ευχερέστερη άσκηση ελέγχου και λογοδοσίας πράγμα το οποίο θα ελαττώσει τα φαινόμενα διαφθοράς και θα προάγει την διαφάνεια στο κράτος. Αντί να γίνεται συζήτηση για τα μεγάλα δομικά προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας, συζητάμε το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός γιατί λες και όταν αναλάβει κάποιος πρωθυπουργός, αυτόματα θα λυθούν όλα τα προβλήματα. Προβλήματα δεν λύνονται αν δεν εντοπιστούν και δεν συμφωνηθούν οι τρόποι επίλυσής τους.

Το ζητούμενο λοιπόν σε αυτές τις εκλογές είναι: Θα μπορέσουν τουλάχιστον δύο κόμματα να συμφωνήσουν σε ένα επίπεδο αρχών και με ρεαλισμό να έχουμε μια κυβέρνηση συνεργασίας για να λύσουμε τα δομικά προβλήματα του Ελληνικού κράτους που ούτε ο Εθνάρχης Καραμανλής τα έλυσε, ούτε ο Ανδρέας με το ΠΑΣΟΚ, ούτε η «επανίδρυση του κράτους» του Καραμανλή του μικρού και ούτε το «επιτελικό κράτος» του Μητσοτάκη; Θα τολμήσουν τα κόμματα; Οψώμεθα.

Πηγές

Φωτογραφία από RGY23 από το Pixabay

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή