Έρχονται Χριστούγεννα και ποιος ξέρει;, γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Έρχονται Χριστούγεννα και ποιος ξέρει;, γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

Σε μια χριστουγεννιάτικη Ιστορία που συγκινεί μικρούς και μεγάλους, ο Ευγένιος Τριβιζάς περιγράφει την ιστορία ενός δέντρου και ενός παιδιού τις ημέρες των Χριστουγέννων. Σ’ ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε και σα να μην έφτανε αυτό, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό, το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν. Ζήλευε πολύ. Το κρύο αυτό χριστουγεννιάτικο βράδυ, ένα επίσης εγκαταλελειμμένο και παραμελημένο αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θά’χε πού να μείνει.
Κοιτούσε απ’ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Πώς τό’φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί. Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή. Ήταν το δέντρο του δρόμου.
– Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί…
– Στόλισέ με! – ψιθύρισε το δέντρο – Στόλισέ με και εμένα έτσι! Μάλλον είναι τα τελευταία μου Χριστούγεννα…
Το παιδί ένιωσε την κοινή του μοίρα με το δέντρο και αποφάσισε να το στολίσει. Ξαφνικά… Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει. Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου. Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι πεταμένα χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες να αστράφτουν. Τα μάζεψε ένα ένα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
– Ευχαριστώ! είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ’ τη χαρά του. – M’ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο – είπε το δέντρο στο παιδί – Σ’ ευχαριστώ πολύ. Πόσο θά’θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο…
– Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια – Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω… και δεν έχω πού να πάω…
– Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
– Και να δεις… Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το χιόνι έπεφτε γύρω του, έκλεισε τα μάτια όταν ξαφνικά – τι παράξενο – άκουσε εκείνον τον ήχο… Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
– Τι όμορφο δέντρο! Χαμογέλασε. – Ποιος να το στόλισε άραγε;
– Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
– Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
– Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα. Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί. Διηγούνται, επίσης, οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ’ ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε… Ποιος ξέρει;
Ο Ευγένιος Τριβιζάς είναι καθηγητής εγκληματολογίας με σπουδές στα Νομικά και τα Οικονομικά. Άφησε όμως την μαγεία που περιγράφει στα παραμύθια να μπει και στη ζωή του. Δεν στάθηκε στο «γιατί», αλλά πέρασε στο «γιατί όχι;» Έκανε με θάρρος αυτό που θεώρησε σωστό και είπε «ποιος ξέρει;» Ας πιστέψουμε στον εαυτό μας, ας κάνουμε το σωστό για εμάς και «ποιος ξέρει;»

• Αν θέλετε να επικοινωνήσετε μαζί μου: eetsi@windowslive.com

Πήγαινε στην κορυφή