Μια ηµέρα από τη ζωή ενός Αρχαίου Αθηναίου, γράφει ο Γεράσιμος Μασούρας


Γράφει ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ, Φιλόλογος

Στην Αθήνα η µέρα αρχίζει όπως η φύση, µε την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεµπελιά, πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν µόλις φώτιζε η µέρα. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθ- µισµένη που εκείνος που θα επέ- τρεπε στον εαυτό του να τεµπελιάσει τις πρώτες ώρες της ηµέρας δεν θα έβρισκε κανέναν στο σπίτι. Όταν ο Ιπποκράτης ήθελα να πε- ράσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν µαζί µιαν επίσκεψη στον Πρωταγόρα που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στο Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου και, όπως λέει ο Πλάτωνας, «έκανε µεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα µε ένα ραβδί». Ο Σωκράτης κοιµόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε από το κρεββάτι και επέµενε να πάνε χωρίς καθυστέ- ρηση. Αλλά ο φιλόσοφος απάντησε: «Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάµε όταν φέξει.» Η πρωινή προετοιµασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πο- λύπλοκη. «Έπλεναν µονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.» ΕΝ∆ΥΜΑΣΙΑ Συνήθως πιστεύουν ότι (οι Αρχαίοι Έλληνες) ντύνονταν στα λευκά αλλά αυτή η γνώµη είναι λαθεµένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε µιαν εικόν

α πολύ γραφική, που δεν έµοιαζε καθόλου µε µια µονότονη ποµπή λευκών µορφών. Η ενδυµασία τους ήταν κατασκευασµένη από υφάσµατα µε ζωηρά χρώµατα, κάποτε µάλιστα από πολλά χρώµατα (ειδικότερα η ενδυµασία των νέων): πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άνδρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώµα, το θεωρούσαν καλό µόνο για τις γυναίκες. Το κύριο µέρος της ανδρικής ενδυµασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κοµµάτι πανί µε τρύπες για τα χέρια που έπιαναν στον έναν ώµο µε πόρπη. Το µήκος του χιτώνα ποικίλλε ανάλογα µε την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ µακρύς αλλά αργότερα άρχισαν να του σφίγγουν τη µέση µε ένα κορδόνι κι έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και µανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν µια τρύπα µονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώµος έµενε ακάλυπτος.

Πάνω από το χιτώνα, οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος µανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιµάτιο. Τη µια άκρη του ιµατίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή µασχάλη ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώµο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι ξεπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώµο έτσι που η άλλη άκρη να κρέµεται στην πλάτη. Ένα ιµάτιο για να θεωρείται σεµνό έπρεπε να καλύπτει το γόνατο αλλά να µην φτάνει ως τους αστραγάλους. Υπήρχε κι ένας κοντός µανδύας, πιασµέ- νος µε µια πόρπη κάτω απ’το λαιµό και αφηµένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ’τους ώµους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονοµαζόταν χλαµύδα και τη φορούσαν στον πόλεµο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαµύδα ήταν το συνηθισµένο ένδυµα της νεολαίας. Το κεφάλι έµενε ακάλυπτο.

Οι Έλληνες φορούσαν κάλυµµα µόνον όταν έβγαιναν έξω απ’ την πόλη, για να προστατεύσουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη βροχή. Στους δρόµους της Αθήνας µπορούσε να συναντήσει κα- νείς µε κάλυµµα µόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν µπορούσε να φανταστεί τον Πλάτωνα ή τον ∆ηµοσθένη να διασχίσει την Αγορά µε κάλυµµα στο κεφάλι. Υπήρχαν ορισµένα είδη καλύµµατος λευκά ή καφέ. Ο πίλος ήταν ένα είδος καλύµµατος από πίληµα µε πολύ µικρούς γύρους ή και χωρίς γύ- ρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίληµα, ίσιο στην κορυφή, µε µια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η ΚΟΜΗ Οι Έλληνες είχαν µακριά µαλλιά. ∆εν έκοβαν τα µαλλιά τους πολύ κοντά. Τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι αλλά µην φτάνουν ως τους ώµους. Μερικοί κοµψευόµενοι νεα- νίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ. είχαν µα- κριούς βοστρύχους, χτενισµένους µε φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα µαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός από τους κοµψευόµενους νέους, βο- στρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισµα.

ΤΑ ΥΠΟ∆ΗΜΑΤΑ
Στα πόδια οι Αρχαίοι Αθηναίοι, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες φο- ρούσαν σανδάλια, που τά’δεναν µε δερµάτινους ιµάντες αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδηµάτων, όπως µπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήµατα τα κατασκεύαζαν από δέρµα λευκό, µαύρο ή ερυ- θρό και συχνά ήταν πολύ κοµψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος, όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσµένος σε τρα- πέζι. Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείµενο όπου εκδηλωνό- ταν η φαντασία των κοµψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί µερικοί τύποι υποδηµάτων που συνδέονται µε το όνοµα ορι- σµένων προσώπων. Οι Αθηναίοι είχαν να λένε για τα «υποδή- µατα του Αλκιβιάδη» και για τα «άρβυλα του Ιπποκράτη». Γενικά τα υποδήµατα γίνονταν από δέρµα αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίληµα, όπως τα καλύµµατα της κεφαλής. Μερικοί κοµ- ψευόµενοι στόλιζαν τα υποδήµατά τους µε χρυσό και ασήµι. Τα µαύρα υποδήµατα τα στίλβωναν µε σφουγγάρι.

 Σχετικά µε το στίλβωµα των υποδηµάτων, έφτασε ως εµάς το εξής δια- σκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόµο µε έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήµατά του ήταν θαυµάσια στιλβωµένα. Απ’αυτό έβγαλε το συµπέρασµα ότι περνάει οικονοµικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωµένος να λουστρίζει µόνος του τα υποδήµατά του γιατί ένας δούλος δεν θα τον λού- στριζε ποτέ τόσο καλά. Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλυτοι. Οι δρόµοι, όµως, είχαν βρωµιές που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάξει κα- νείς τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτηµα διάθεσης και συνήθειας. Οι «ψηµένοι» άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόµους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υπο- δήµατα ούτε το χειµώνα. Η περιβολή των Αθηναίων συµπληρωνόταν µε ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια µε γλυφές χρησιµοποιούνταν και σαν κόσµηµα και σαν σφραγίδα. Μερικοί φορούσαν µάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτηµα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κοµψότητας, για να εκφραστούµε έτσι, που ολοκλήρωνε την εµφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το µυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόµο χωρίς ραβδί. Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιµος να βγει. ∆εν του έµενε παρά το πρόγευµα. Το φαγητό του έτρωγε πολύ λίγο χρόνο.

Μερικά κοµµα- τάκια ψωµί βουτηγµένα στο κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φα- γητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώµατά του, η λαιµαργία δεν περιλαµβα- νόταν σε αυτά. Ύστερα απ’αυτό το πρόγευµα, ο Αθηναίος έβγαινε από την πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι, αυτοί θα µετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλού- σιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να δια- τηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συµφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά όπου πρώτα – πρώτα θα κατευθυνθεί.

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

 Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήµατα της καλής συµπεριφο- ράς. ∆εν τους άρεσαν οι νευρικοί και οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπε- ροψία, την έπαρση, το αλαζονικό περπάτηµα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν αλλά δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτηµα. ∆εν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέµµα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς µε τα µάτια χαµηλωµένα στη γη και µε ύφος λυπηµένο. Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να µιλά δυνατά. Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, µιλάει σιγανά κι ήρεµα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή