Αυγά μάτια & τηγανιτές πατάτες

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Αυγά μάτια  & τηγανιτές πατάτες

Από μικρό παιδί, εκτιμούσα ιδιαίτερα και αισθανόμουν καλύτερα με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους, αυτούς τους ανθρώπους που η δική μας σοφία και πονηριά τους καβαλίκεψε και τους έσπρωξε στη γωνιά να μας κοιτάνε. Αυτούς τους απόκληρους του σύγχρονου κόσμου, αυτούς τους αφτιασίδωτους αρνητές που κάθονται απομονωμένοι κι απόμακροι απ τη δική μας αλαζονεία, με αυτούς τους ανθρώπους χαίρομαι να κάνω παρέα στο παλιό καφενείο της γειτονιάς και αποβραδίς στο ταβερνάκι εκεί στο «Λιθόστρωτο» επί της αγίας Γλυκερίας που ξεδιψάμε  τις σκοτούρες και τα βάσανα της μέρας, έτσι όπως έκανε και τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος του μόχθου και της βιοπάλης.


Αυτοί οι σπάνιοι και λαϊκοί άνθρωποι, κρύβουν στα λόγια και στις ιστορίες τους ένα μαγικό φαρμάκι που σκοτώνει τα βάσανα του μολυσμένου ανθρώπου, αυτό το φαρμάκι δεν είναι άλλο από την απλή μα αλάνθαστη σοφία της φύσης.


Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε ο σημερινός άνθρωπος και βάλθηκε να βάλει γόμα να σβήσει την καταγωγή του, τις ρίζες του και την υποχρέωση πού ‘χει στην επόμενη γενιά κι αντί να καμωθεί να γίνει καλύτερος, λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια, πως δήθεν νιώθει φυλακισμένος στο φυσικό του περιβάλλον, πως ψάχνει τρόπο να αποδράσει και άλλα παρόμοια φτηνά του είδους. Μα η αλήθεια είναι πως θέλει να αποδράσει απ’ τη καταγωγή του, από  την παράδοση, τις συνήθειες, τα έθιμά του, γιατί όλα αυτά τα θεωρεί παλιά και αναχρονιστικά, βαρίδια για το ευρωπαϊκό του όραμα, αυτά λέει πως τον κρατάνε πίσω, ενώ κάθε τι ξενόφερτο, το λέει μοντέρνο, σύγχρονο, το βρίσκει επιθυμητό.


Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όλοι τούτοι οι φυγόπονοι βρίσκουν μια παραπάνω δικαιολογία και μεγαλώνουν την προσπάθειά τους να δραπετεύσουν, να αφήσουν πίσω τους την ίδια τους τη φυλή, τη γνώση, την ιστορία, τον ήλιο, τη θάλασσα, τον πατέρα τους, τη μάνα, τη χώρα, και με πάθος προσπαθούν οι ανόητοι να μοιάσουν σε κάτι άλλο. Να μοιάσουν σε κάτι που όσο και να προσπαθήσουν δεν θα γίνουν ποτέ. Είναι σαν την ματαιοδοξία των γυναικών που φτιασιδώνονται και τραβάνε το πρόσωπο και τα χείλη να γίνουν από 60 χρονών 40 και μόλις ακούσουν «μπράβο συγχαρητήρια, πως το κατάφερες αυτό χρυσή μου, εσύ λάμπεις», πάνε και ξανατραβιούνται κι από 40 προσπαθούν να γίνουν 30 κι αυτό μετά γίνεται πάθος από τα 30 ξανατραβιούνται να γίνουν 18 μέχρι που έρχονται και μοιάζουν σε άλλη φυλή, στη φυλή των ματαιόδοξων. Κι έρχομαι και αναρωτιέμαι, οι αρχαίοι πρόγονοί μας στην ίδια χώρα, στις ίδιες πέτρες, στην ίδια θάλασσα δεν έκαναν προκοπή;; Στα ίδια χώματα δεν άνθισε ο πολιτισμός τους, οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες; Γιατί θέλουμε να γίνουμε κάποιοι άλλοι και όχι καλύτεροι;


Η μόνη αγωνία που διαγράφεται πλέον σε κάθε περιφρονητικό λόγο του σύγχρονου ανθρώπου είναι … πότε θα γίνουμε Ευρωπαίοι, πότε θα αλλάξουμε συνήθειες, πότε θα απαλλαγούμε από τον μανδύα των προγόνων, πότε θα κατακτήσουμε τον Ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και τις Ευρωπαϊκές συνήθειες. Όλα αυτά τα χρόνια ξεριζώνουμε με τα ίδια μας τα χέρια τις ρίζες των γονιών μας, ξεριζώνουμε κάθε τι αυθεντικό και προσπαθούμε εναγωνίως να γίνουμε κάποιοι άλλοι και χάνουμε κι αυτό που είμαστε.


Γι’ αυτό και γω από παιδί, ψάχνω και βρίσκω καταφύγιο στους απλούς λαϊκούς ανθρώπους, στους αμόλυντους σε αυτούς που παραμένουν γνήσιοι εκφραστές της δικής μας φυλής, που έρχονται και σου περιγράφουν με περίτεχνα όμορφα λόγια πως ήταν τα προηγούμενα χρόνια ο Έλληνας, η γη, ο αέρας, η θάλασσα, η φύση, η χώρα, και είναι σα να ακούς τη θεωρία του σύμπαντος για πρώτη φορά. Περιγράφουν την ομορφιά της χώρας και των ανθρώπων απλά, κατανοητά, ζεστά, με λόγια καθαρά καθημερινά, λόγια που μέσα στην παραζάλη, την παραφροσύνη και το κυνήγι της ματαιότητας ο σύγχρονος άνθρωπος ο μολυσμένος, ο κρεβατωμένος με την αρρώστια της ματαιοδοξίας δεν αντιλαμβάνεται. Όταν ακούω παλιές ιστορίες απ’ το στόμα αυτών των απλών ανθρώπων λέω, φέρτε μου ένα μυτερό κοντύλι να χαράξω τούτες τις όμορφες ιστορίες ανεξίτηλα πάνω στα σύννεφα, στον ουρανό, στις λίμνες στα βουνά, στις πλαγιές αυτής της ευλογημένης χώρας, να τις βρούνε τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, γιατί είναι τόσο όμορφες και τόσο απλές, τόσο αγνές και τόσο αυθεντικές, που μοιάζουν πιο νόστιμες ακόμη κι απ τα παραμύθια του Αισώπου.


Ένας τέτοιος άνθρωπος που σας περιέγραψα, είναι κι ο κυρ Σταύρος, ένας άνθρωπος γλυκός σα γλυκό νεράντζι του κουταλιού, ένας άνθρωπος που από μέσα του βγαίνει η γλυκάδα της ψυχής κι απέξω η σπιρτάδα του μυαλού. Ο κυρ Σταύρος είναι ένας άνθρωπος απλός, που σαν ανοίγει τα μπαγκάζια της ψυχής του νομίζεις πως είναι ταξιδεμένος ανάμεσα σε απέραντες φουρτουνιασμένες θάλασσες, ωκεανούς και παρθεναπάτητες στεριές, ένας Ροβινσώνας Κρούσος, ένας άνθρωπος φερμένος απ το παρελθόν. Μα η αλήθεια είναι ότι ο κυρ Σταύρος το μακρινότερο ταξίδι πού ‘χει κάνει στη ζωή του είναι από την Άγρα Λέσβου μέχρι την Αθήνα και τούμπλαλιν. Κάθε που έρχεται από την Άγρα κουβαλάει μέσα του όλη αυτή τη πρωτόγονη ομορφιά της επαρχίας, της θάλασσας, την ομορφιά της φύσης, για να τις φέρει και να τις κάνει παραμύθι και ιστορία στις συζητήσεις μας.


Τον κυρ Σταύρο, τον συναντώ τα πρωινά της Κυριακής στο καφενεδάκι πάνω εκεί στο ύψωμα της πόλης, στο τέρμα της Προφήτου Ηλία, στο τέρμα της μεγαλύτερης ανηφοριάς του Γαλατσίου, στον αστροφεγγίτη των Καραγιαννέϊκων, στο μαχαλά των Μυτιληνιών. Όταν οι άλλοι πάνε Κυριακή πρωί στην εκκλησία να ξομολογηθούν, εγώ παίρνω στην πλάτη μου το μαρτυρικό σταυρό κι ανηφορίζω στην αετοφωλιά του Κυρ Σταύρου, στα σοκάκια αυτού του εσωτερικού μετανάστη που δεν αγάπησε και δεν γνώρισε τίποτα περισσότερο από τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και την πατρίδα που τον γέννησε. Εκεί στην αετοφωλιά του συναντιόμαστε για να μου πει και να του πω όμορφες ιστορίες.


Καλώς το παλικάρι, με καλωσορίζει από μακριά ο κυρ Σταύρος στο λημέρι του με γλυκιά αντρίκεια φωνή. Ακούμπησε, μου κάνει, το Σταυρό που κουβαλάς σε μιαν άκρη, κάνε πως τα ξεχνάς όλα, κι έλα να ξεπλύνεις το στόμα σου με μια γουλιά ρακί από την Άγρα Λέσβου και να ‘σαι σίγουρος πας θα ξεχάσεις όλα τα βάσανα και τις πίκρες που σου φόρτωσε στη πλάτη τούτη η βδομάδα.


Όταν απλώνει το χέρι να με χαιρετήσει ο κυρ Σταύρος περνάει μέσα μου ζεστασιά πρωτόγνωρη, περνάνε συναισθήματα πραγματικής αγάπης, φιλίας και φιλοξενίας. Μου λέει δυό τρία καλοσυνάτα λόγια για να μερέψει η ψυχή και μου δίνει αφορμή να ταξιδέψω στις δικές του μελωμένες θάλασσες. Τα καλοζυμωμένα νόστιμα λόγια του κυρ Σταύρου, πού ‘χουν φουσκώσει απ την αλμύρα και το φρέσκο βοριαδάκι του Αιγαίου, δεν πρόκειται να τα συναντήσω σε άλλη πατρίδα.


Εδώ πάνω, φίλε μου Αναστάση, αισθάνομαι λέφτερος, λέφτερος κοντά στο δικό μου Θεό και ευεργετημένος κάτω απ’ τον απέραντο Ήλιο της δικαιοσύνης που σκορπά αδιάκριτα και απλόχερα το φως με τον ίδιο δίκαιο τρόπο και στον φτωχό και στον πλούσιο, κι όταν έρθει η στιγμή Αναστάση να περάσει το άρμα με τα λευκά του άλογα για να με πάρει, τα ‘χουμε συμφωνήσει όλα με το μεγάλο, και ξέρει από πριν, και που θα με βρει, και που θα με πάει.


Βαγγέλη, χτυπάει δυό παλαμάκια ο κυρ Σταύρος και καλεί κοντά του το σερβιτόρο να δώσει παραγγελιά. Τι θα πάρεις Αναστάση να συνοδέψουμε τη ρακί. Άκου κυρ Σταύρο… δείχνω αποφασισμένος, θα μου επιτρέψεις σήμερα να κεράσω εγώ και να δώσω εγώ παραγγελιά, έχω πολλά να σου πω και να σου περιγράψω και τα λόγια που θα σου πω θέλουν και την κατάλληλη τροφή για να τα συνοδέψεις, δεν κατεβαίνουν ξεροσφύρι.  


Για δυο τρία δευτερόλεπτα δείχνει πως το σκέφτεται και απότομα κουνάει το χέρι του μπρός κάνοντάς μου νόημα να παραγγείλω. Βαγγέλη, κάνω στο σερβιτόρο που στέκεται ήδη πάνω απ’ το κεφάλι μου, με την πετσέτα στη πλάτη και τη ποδιά του γκαρσονιού δεμένη τη μέση. Βαγγέλη, θα μας φτιάξεις «αυγά μάτια και τηγανιτές πατάτες». Με πιάνει απότομα απ’ τον καρπό ο κυρ Σταύρος, σα να τον χτύπησε ρεύμα και στέλνει κατά πάνω μου τα βροντόφωνα γέλια του να με πειράξουν, επαναλαμβάνοντας με όλη τη δύναμη της φωνής του την παραγγελία… Αυγά μάτια και τηγανιτές πατάτες;… Χαχαχα μπα σε καλό σου, αυγά μάτια με τη ρακί πρώτη φορά ακούω.


Κυρ Σταύρο όλα κι όλα, άμα θες να ακούσεις μια φορά και τη δική μου ιστορία, θέλω να σεβαστείς τα γούστα μου. Όπως εσένα σου δίνουν φώτιση οι ψητές σαρδέλες να πεις τα δικά σου θαλασσινά λόγια, έτσι και γω θέλω το δικό μου κανναβούρι να αρχίσω το κελάηδισμα. Να με συμπαθάς Αναστάση, συνέχισε χαχανίζοντας αλλά να, δεν το περίμενα ότι μπορείς να πλέξεις ιστορίες άμα φας αυγά μάτια και τηγανητές πατάτες, να με συμπαθάς.


Κυρ Σταύρο τούτα τα δυό αγαθά της φύσης δεν είναι για μένα φαγητό… τούτα τα δύο αγαθά «είναι συναίσθημα», με τούτα τα δύο αγαθά στάθηκα στα πόδια μου τα χρόνια της ορφάνιας, με τούτα τα δύο αγαθά της φύσης τέλειωσα το σχολείο, τέλειωσα το λύκειο, με τούτα τα αγαθά πήρα το δρόμο για την Αθήνα, μπήκα στη σχολή να πάρω πτυχίο και βγήκα ερωτευμένος και μάλιστα ερωτευμένος με πτυχίο. Ο κυρ Σταύρος γελούσε τόσο δυνατά που χαιρόμουν πραγματικά που του έκαναν κέφι τα λόγια μου να χαχανίζει με την ψυχή του.


Την πρώτη φορά που πήγα στο εξωτερικό, κυρ Σταύρο, για να δω αν με σήκωνε η ξενιτιά, παρήγγειλα να μου φέρουν αυγά μάτια και τηγανητές πατάτες και μου φέρανε δυό αυγά σε με τεράστια πιατέλα με μια χούφτα προτηγανισμένες πατάτες στην άκρη. Είχα περιέργεια να δω αν μπορούσαν να θρέψουν τον Έλληνα τούτα τα δύο αγαθά σ’ αυτή τη ξένη χώρα, ήθελα να δω αν είχαν την ίδια δύναμη και την ίδια νοστιμάδα με τα δικά μας, αν μπορούσες να ξεπεράσεις τη φτώχια την ορφάνια, να πάρεις πτυχίο, να ερωτευτείς. Μου φέρανε, που λες κυρ  Σταύρο, τα αυγά σε μια πιατέλα δύο μέτρα μεγάλη και δεν είχαν βάλει μέσα ούτε μια σταγόνα λάδι, που θα βουτήξει σκέφτομαι ο φτωχός να κάνει παπάρα να πιάσει πάτο να σωθεί να επιβιώσει. Τα είχαν τηγανίσει  λέει με κάτι λίπη από την ουρά του ταύρου … κολοκύθια με ρίγανη που λένε και στο χωριό μου Κυρ Σταύρο … Και κει που λέγαν όλοι στα παιδιά τους να πάνε στο εξωτερικό να σπουδάσουν να γίνουν σπουδαίοι, εγώ γύρισα πίσω και φαρμάκωσα τα δικά μου με τόσο δηλητήριο για την ξενιτιά και τόσο αγάπη για την πατρίδα που ακούνε για Ούννους και Φραντσέζους και κόβουν λάσπη.


Οργίζομαι με όσους προσπαθούν να μιλήσουν με λόγια απαξίωσης και περιφρόνησης για τη χώρα που ζούμε. Ακούω κάποιους να λένε με καταφρόνια, «σιγά τα αυγά» ή « σα πατάτα έγινες μεγάλε» και μού ‘ρχεται να του πω … μίλα ρε καλύτερα για τη μάνα σου και τον πατέρα σου … τι σου φταίει όμως, σκέφτομαι, το παιδί, που δεν του μάθαμε ποιος το μεγάλωσε και ποιος τον έκανε άνθρωπο, πώς περιμένεις τώρα το παιδί να καταλάβει «τι σημαίνει Πατρίδα».


Πόσα πράγματα κατάφερε τούτος ο φτωχός και τυραννισμένος λαός  μόνο με αυγά μάτια και πατάτες τηγανιτές, για μένα αυτά τα δύο αγαθά είναι το ιερό δισκοπότηρο της δικής μας φυλής. Έπαιρνα μια φέτα ψωμί κυρ Σταύρο, σφουγγάριζα το πιάτο και το κατέλυα σα θεία κοινωνία όπως ο παπάς τη Κυριακή, μέχρι τέλος… Ανεξίτηλη γεύση, ελιξίριο του έρωτα, η δύναμη του φτωχού, η τροφή της σπουδής και της μάθησης, μυσταγωγία, έκτη αίσθηση κυρ Σταύρο.


Το χαχάνισμα του κυρ Σταύρου έφτανε σα γάργαρο νερό στα αυτιά μου, και τον έβλεπα να βουτάει στο πιάτο τη θεία μετάληψη και να τιμά δεόντως τα αυγά και τις πατάτες με μπόλικο λάδι από την Άγρα Μυτιλήνης, αυτή είναι η Ελλάδα σκέφτηκα.


Αναστάση καλό μου παιδί, είμαστε πανευτυχείς όλοι εμείς που «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ». Στην υγεία μας … στην υγεία μας κυρ Σταύρο.


Να ‘σαι καλά παιδί μου, βλέπω στις ιστορίες με ξεπέρασες κι έγινες καλύτερος κι από μένα … Έτσι πρέπει κυρ Σταύρο, σ’ αυτή τη νόστιμη χώρα που ζούμε, πρέπει να γίνουμε καλύτεροι από τους προηγούμενους και τα παιδιά μας καλύτεροι από μας … κι όχι πιθήκια των άνοστων Φραντσέζων και των Ούννων.



Κυρ Σταύρο, χαμηλώνω συνωμοτικά το τόνο της φωνής μου, πες μου σε παρακαλώ, τούτα τα ταπεινά λόγια, με ποιόν γραμματιζούμενο θα μπορούσα να τα μοιραστώ και να με καταλάβει;


*** Αυτό το γραπτό το αφιερώνω στο φανατικό αναγνώστη των κειμένων μου, στον ανωμερίτη της πόλης και φίλο μου το κυρ Σταύρο από την Άγρα Μυτιλήνης, που συναντιόμαστε στο «Λιθόστρωτο» πολλά βράδια και τα λέμε.

Πήγαινε στην κορυφή