Στη Ρούμελη και στο Μοριά

Στη Ρούμελη και στο Μοριά.

Τα εν Δήμο …
με τον Τάσο Πασπάλα

Πάει και
τέλειωσε !!!! δεν φτάνει που μας πήραν όλα τα υπουργεία, δεν φτάνει που μας
κυβερνάνε τόσα χρόνια, δεν φτάνει που βούλιαξαν τη χώρα, θέλουν να μας πάρουν
και τα παιδιά. Τέρμα ως εδώ, νύφη απ’ την Πελοπόννησο εγώ δεν παίρνω. Πατέρα
εγώ θα παντρευτώ την Αγγελικούλα κι όχι εσύ. Άκουσες τι είπα;;; έναν σ’ έχω δεν
πρόκειται να σε πάρουν απ’ τα χέρια μου,
Πατέρα τι έναν;;; τρία αδέρφια είμαστε. Τρία αλλά ο ένας μου βγήκε
αντάρτης, δεν θα αφήσω εγώ το στερνοπαίδι να μου το πάρουν σώγαμπρο. Έτσι και ντροπιάσεις
φουκαρά μου τη Ρούμελη και πάρεις γυναίκα κάτω απ’ το Αυλάκι, άλλαξε κατ’
ευθείαν και το επώνυμο κι από Τάσος Πασπάλας κάντο Τάσος Πασπαλόπουλος, για να
γελάνε κι κότες μαζί σου στο χωριό. Μα Πατέρα τι σ’ έπιασε με τους
Πελοποννήσιους δεν βλέπεις που ακόμα κι πατριώτισσά μας η  Φιλιώ Πυργάκη τραγουδάει «στη Ρούμελη και στο Μοριά χορεύουνε με λεβεντιά»;;; όλοι οι
Έλληνες πατέρα ένα πράγμα είμαστε. Κι αφού είναι έτσι όπως τα λες γιατί ο παππούς
σου έλεγε, «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι
ας είναι μπαλωμένο».
Έχεις δει κανέναν σήμερα Πατέρα να φοράει μπαλωμένα
παπούτσια και νάναι κι απ’ τον τόπο του;;; Όλοι κινέζικα φοράμε. Πατέρα τα
πράγματα έχουν αλλάξει, μια χαρά άνθρωποι είναι οι Πελοποννήσιοι, έλληνες κι
αυτοί όπως και μείς. Και αφού είναι μια χαρά άνθρωποι όπως λες, γιατί τον
Κολοκοτρώνη τον κλείσαν φυλακή. Έτσι γίνετε πάντα Πατέρα, «όταν εμφανίζονται οι Πολιτικοί, κλείνουν τους Ήρωες φυλακή». «Οι
πολιτικοί δεν θέλουν να θυμάται ο λαός σε ποιούς χρωστάει ευγνωμοσύνη»
. Βλέπεις
οι Ήρωες κλέβουν τη δόξα απ΄ τους πολιτικούς γιατί τους χαλάν τα σχέδια. Κι
όταν περάσει ο καιρός και οι Ήρωες φύγουν πικραμένοι για τον άλλο κόσμο, τότε οι
πολιτικοί τους θυμούνται γιατί είναι πλέον ακίνδυνοι και τους κάνουν μνημεία
και αγάλματα δήθεν για να τους τιμάνε, και μάλιστα κάθε χρόνο. Δεν έχεις δει πατέρα
τι φόβο έχουν οι πολιτικοί όταν πάνε να καταθέσουνε στεφάνι;;; Στην αρχή, κάθονται
καμιά δεκαριά μέτρα μακριά απ’ το μνημείο με το στεφάνι στα χέρια και το σκέφτονται,
να πάω ή να μην πάω, μετά παίρνουν φόρα, πάνε, αφήνουν το στεφάνι και δεν
γυρίζουν την πλάτη μέχρι να απομακρυνθούν. Ξέρουν αυτοί, άσε σου λέει μην
σηκωθεί ο Κολοκοτρώνης από κει που βρίσκεται και μας πάρει το κεφάλι με το
γιαταγάνι. Τα πράγματα είναι απλά Πατέρα και δεν έχουν να κάνουν ούτε με τους
Πελοποννήσιους ούτε με τους Ρουμελιώτες, αλλά δυστυχώς έχουν να κάνουν με το
ότι «οι Έλληνες ξεχνάμε εύκολα» και όπως
λέει κι ο λαός, τρωγόμαστε μεταξύ μας.
Η αλήθεια είναι Πατέρα πώς «Οι Ήρωες
ελευθερώνουν την πατρίδα και οι πολιτικοί την ξεπουλάνε»
, έτσι γινόταν
πάντα σ’ αυτή τη χώρα, έτσι γίνετε και σήμερα. Σκέφτηκες καλά παιδάκι μου τι
πάς να κάνεις;;; συνεχίζει ο Πατέρας μου το βιολί του, κάνοντας ύστατη
προσπάθεια να με μεταπείσει. Θα χορτάσεις εσύ λεβέντη μου με το χουλιάρι, τις κότες, τις χυλοπίτες και τους
κρασάτους κόκορες που τρώνε οι Πελοποννήσιοι;;;; Εγώ σε είχα άρχοντα, με τις
σούβλες, τα κοκορέτσια τα αρνιά και τα σπληνάντερα, πώς θα κάνουν Πάσχα τα
παιδιά σου με κοτόπουλο βραστό και ρύζι λαπά μου λες;;; Ο πατέρας μου έπαιζε το
τελευταίο του χαρτί, γιατί ήξερε το πάθος μου για τα κοψίδια. Δε λέω και ‘γω
για μια στιγμή τα χρειάστηκα. Και συνεχίζει, «ο έρωτας αγόρι μου περνάει απ’ το στομάχι», μην το ξεχνάς. Απ’ το
στομάχι περνάει πατέρα, δεν περνάει απ’ τη σούβλα. Δε μπορεί μονολογεί ο
πατέρας μου, στο παιδί έχουν κάνει μάγια.
Φωνάζει τη θειά μου την Παναγιούλα απ’ το Μαρτίνο που ήξερε απ’ αυτά και σε
δευτερόλεπτα βγάζει πόρισμα. Το παιδί
Βασίλη είναι ματιασμένο
. Διαβάζει από μέσα της, δυό τρείς προσευχές, σταυροκοπιέται,
χασμουριέται σαν ιπποπόταμος, και με φυσάει τρείς φορές στο πρόσωπο. Ανοίγω τα
μάτια και τι να δώ, είχα γίνει μουσκίδι στον ιδρώτα, ξύπνα Τάσο λέει η Αγγελικούλα μου, εφτά η ώρα, φεύγει το λεωφορείο
για την εκδρομή στην Νεμέα, και πρόσεχε μην ξυπνήσεις τα παιδιά. Κάνε γρήγορα γιατί
σε περιμένει ο κυρ Βασίλης ο Θωμάς μπροστά στο Γαλαξία, να προσέχεις γιατί κι ο
πρόεδρος ο Μπελίτσης δεν έχει και τις καλύτερες συστάσεις για λογαριασμό σου. Μόλις
συνήλθα απ’ το όνειρο, τελικά λέω τα κατάφερα, παντρεύτηκα την Αγγελικούλα μου,
κάναμε παιδιά, συγχωρέθηκε κι ο πατέρας μου, στήσαμε και το άγαλμα του
Κολοκοτρώνη στο Γαλάτσι για να έρχονται οι πολιτικοί να καταθέτουν στεφάνι.
Καλημέρα
Τάσο παιδί μου καλώς ήρθες, λέει ο κυρ Βασίλης ο Θωμάς, ανήσυχο σε βλέπω Τάσο
μου,
«Όσο υπάρχουν ανήσυχοι άνθρωποι,
υπάρχει ελπίδα»
κυρ Βασίλη του απαντώ. Διαβάζω στον Παλμό τα κατορθώματά των
«πρωταγωνιστών» και σου εύχομαι καλή
επιτυχία παιδί μου, μη λες τέτοια κυρ Βασίλη γιατί
«στη χώρα μας δεν σου συγχωρούν εύκολα την επιτυχία». Ξέρεις πολύ καλύτερα
από μένα κυρ Βασίλη πώς,
«πολλοί πιστεύουν
ότι η πολιτική είναι υπόθεση ορισμένων»
, γι αυτό βλέπεις πάντα τα ίδια πρόσωπα,
τις ίδιες οικογένειες, που συνεχώς επαναλαμβάνουν τα ίδια εγκληματικά λάθη. Τους
βλέπεις πάντα να πολιτεύονται με την ίδια δικαιολογία, πως είναι είδος μοναδικό,
πως μόνο αυτοί ξέρουν, πώς είναι αναντικατάστατοι, και με την εμπειρία τους «
θα μας σώσουν από τα λάθη που οι ίδιοι έκαναν
στο παρελθόν»
. Έτσι κάθε τετραετία μοιράζουν πλουσιοπάροχα ρουσφέτια και
υποσχέσεις, καταλαμβάνουν κάθε φορά την εξουσία και η χώρα οδηγείτε τα
τελευταία 50 χρόνια απ’ το κακό στο χειρότερο.
Και αφού
μιλάμε για τα τελευταία 50 χρόνια θα ήθελα να αναφερθώ στη
«χρυσή 50ετία» του γάμου σου με το κορίτσι σου την κυρία Φρόσω, που
γνώρισες έξω απ’ του Λαμπρόπουλου όπως μας είπες και γιορτάσαμε την επέτειο παρέα
τον Σεπτέμβρη στο εξοχικό σου στη βραβρώνα.
Επίσης σε ευχαριστώ από καρδιάς
που με επέλεξες ανάμεσα στους 50ήντα εκλεκτούς σου φίλους στο Γαλάτσι. Σήμερα
κυρ Βασίλη που σου γράφω αυτές τις γραμμές τυχαίνει να
 γιορτάζω και εγώ τα 50ήντα χρόνια ζωής και τα 25
ως δημότης Γαλατσίου.

Πήγαινε στην κορυφή