Τα έθιμα των Φώτων

ΕΛΛΑΔΑ
Τα έθιμα των Φώτων

Στις 6 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει την βάπτιση του Χριστού. Η σπουδαία αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης κλείνει τον λατρευτικό κύκλο του αγίου Δωδεκαημέρου, που ξεκίνησε με την γιορτή των Χριστουγέννων και συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου. Η γιορτή είναι γνωστή ως «Θεοφάνεια, Επιφάνεια ή Φώτα», διότι έχουμε την εμφάνιση του Τριαδικού Θεού στον κόσμο. Ο Υιός βαπτίζεται, το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται σαν περιστέρι, ενώ ακούγεται η φωνή του Θεού Πατέρα.

Η ονομασία «Φώτα» δόθηκε επειδή ο Χριστός ήρθε για να φωτίσει τον κόσμο. Τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, κατά τη διάρκεια της παννυχίδας (ολονύκτιας αγρυπνίας) των Θεοφανείων μετά τον αγιασμό των υδάτων, βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι. Έτσι μετά τη βάπτισή τους στα αγιασμένα νερά, γίνονταν νέοι άνθρωποι, θεοφόροι και πνευματοφόροι. Τα Θεοφάνεια θεωρούνταν η πιο σημαντική ελληνική γιορτή μετά την Ανάσταση του Χριστού, και γιορτάζεται σ’ όλη τη χώρα με λαμπρότητα. Πολλά είναι τα έθιμα του λαού μας που συνδέονται με αυτή τη γιορτή.
Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός που φεύγουν οι καλικάντζαροι, γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός.
Η Ελλάδα είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Ρουγκατασάρια, αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, μωμόγεροι, φωταράδες, είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.
Ανήμερα των Φώτων, λοιπόν, μετά την λειτουργία των Μεγάλων Ωρών, τελείται ο καθαγιασμός των υδάτων και η ρίψη του Τίμιου Σταυρού. Ο ιερέας ρίχνει το σταυρό μέσα στο νερό – σήμερα ο σταυρός είναι δεμένος πάνω σε σκοινί για να μη χαθεί – και πιστοί βουτούν για να πιάσουν τον σταυρό, θεωρώντας ύψιστη τιμή, ευλογία και τύχη για όποιον τον βρει και τον πιάσει τον σταυρό. Σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδος κατά τον καθαγιασμό των υδάτων αφήνουν ελεύθερα να πετάξουν τρία λευκά περιστέρια. Τα περιστέρια αυτά συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, κατά την φανέρωση του Αγίου Πνευματος -εν είδη περιστεράς- όταν ο Ιησούς βαφτιζόταν στον Ιορδάνη Ποταμό.
Ένα όμορφο έθιμο που στις μέρες μας έχει εξαλειφθεί είναι το «πλύσιμο των εικόνων». Οι πιστοί μετά την ρίψη του σταυρού έπαιρναν τις εικόνες που είχαν στο σπίτι τους και τις έπλεναν στη θάλασσα, στα ποτάμια ή στις λίμνες, διότι το νερό θεωρείται αγιασμένο.
Στη Θεσσαλία ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ρουγκάτσια (ρουγκατσάρια). Αυτά αποτελούνταν από ομάδες (10 – 15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή.
Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος), ο παπάς, ο παππούς, ο γιατρός και οι «αρκουδιάρηδες». Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των τραγουδιών με τα οποία οι ρουγκατσάρηδες συνόδευαν το πέρασμά τους.
Στην Καστοριά αναβιώνουν τα «Ραγκουτσάρια». Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.
Τα Μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι.
Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα.
Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού, κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.
Οι Μωμόγεροι είναι ένα Ποντιακό έθιμο που γινόταν στον Πόντο τα αρχαία χρόνια μέχρι και τις ημέρες μας. Το έθιμο είναι σατιρικό και συνηθίζετε κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων (15 Δεκεμβρίου) μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, άλλα μερικές φορές μέχρι τον μήνα του Φεβρουαρίου. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των Ποντίων, το έθιμο ήταν μια μορφή αναγνώρισης της Ελληνικής προέλευσής τους.
Το έθιμο είναι ζωντανό ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου οι πολύ Πόντιοι κατοικούν. Στην εβδομάδα πριν από το νέο έτος, τα άτομα θα ντυθούν με διάφορα κοστούμια, όπου κάθε κοστούμι συμβολίζει ένα μέρος του πολιτισμού και της λαογραφίας των Ποντίων. Η αρκούδα συμβολίζει τη δύναμη, η ηλικιωμένη γυναίκα ένα σύμβολο του παρελθόντος, η νύφη για το μέλλον, το άλογο για την ανάπτυξη, ο γιατρός για την υγεία, ο στρατιώτης για την υπεράσπιση, την αίγα (κατσίκα) για τα τρόφιμα και ο Άγιος Βασίλης συμβολίζει το νέο έτος που θα φτάσει σε μερικές μέρες. Σήμερα το έθιμο είναι περισσότερο ψυχαγωγικό, ενώ στο παρελθόν ήταν μαγικό.
Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.
Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.
Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους ελέφαντες των Ινδών.
Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.
Το «γιάλα – γιάλα» αναβιώνει στην Ερμιόνη της Αργολίδας πάνω από 50 χρόνια. Ανάλογα έθιμα επιβιώνουν και σε πολλά ψαροχώρια της περιοχής, όπως στο Πόρτο Χέλι και την Κοιλάδα. Τα ξημερώματα των Φώτων, τα αγόρια που πρόκειται τη νέα χρονιά να παρουσιαστούν στο στρατό, συγκεντρώνονται, γευματίζουν όλοι μαζί και έπειτα γυρνούν σε όλα τα σπίτια της περιοχής από σοκάκι σε σοκάκι, φορώντας παραδοσιακές ναυτικές φορεσιές και τραγουδώντας το «γιάλα – γιάλα».
Στην Λευκάδα, ανήμερα των Φώτων τηρείται το έθιμο «των πορτοκαλιών». Οι πιστοί βουτούν στη θάλασσα τα πορτοκάλια που κρατούν στα χέρια τους και τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο. Έπειτα τα παίρνουν στο σπίτι τους για ευλογία και αφήνουν ένα από αυτά για ένα ολόκληρο χρόνο στα εικονίσματα του σπιτιού. Πριν την τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τα παλιά πορτοκάλια.
Σε κάποια νησιά, όπως τη Λέσβο, την ώρα που πέφτουν στη θάλασσα οι βουτηχτάδες για να πιάσουν τον Σταυρό οι γυναίκες παίρνουν με μια νεροκολοκύθα νερό από 40 κύματα. Έπειτα με βαμβάκι που βουτούν σ΄ αυτό καθαρίζουν τα εικονίσματα – χωρίς να μιλούν – και στη συνέχεια ρίχνουν το νερό σε μέρος «που δεν πατιέται».

Πήγαινε στην κορυφή