Λεπτή γραμμή

Του ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ, Συνταγματολόγου
(ΤΑ ΝΕΑ, 18/12/2019)

Σε αντιπαραβολή με το «αφήγημα περί κανονικότητας», πάνω στο οποίο έχει επενδύσει πολλά η κυβέρνηση, οικοδομείται από όχι ευκαταφρόνητα τμήματα του πολιτικού κόσμου και από συνήθως συνδεόμενες με τα παραπάνω τμήματα κοινωνικές ομάδες η θεωρία του «νόμου και της τάξης». Η θεωρία αυτή βλέπει με καχυποψία τις υπέρ της ασφάλειας διακηρύξεις και επιχειρήσεις που εκπορεύονται από την κυβέρνηση και ψάχνει, συχνά με το τουφέκι, για κάμψεις δικαιωμάτων και ελευθεριών.

«Αντι-εργατικά» μέτρα φωλιασμένα μέσα σε «αναπτυξιακά» νομοσχέδια. Καταγγελίες για χρήση υπερβολικής βίας από την αστυνομία. Αναγγελία νόμου για τη θέση περιορισμών στο δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης/διαδήλωσης.
Σκέψεις για την ενίσχυση του προσωπικού ασφαλείας σε περιπτώσεις απεργιών που συνδέονται με δημόσια αγαθά. Όλες αυτές οι αποδιδόμενες στην κυβέρνηση πρωτοβουλίες, πραγματικές ή νοητές, επιχειρείται να συνδεθούν, ώστε να δημιουργήσουν μια εικόνα διακινδύνευσης σημαντικών, και συνταγματικά κατοχυρωμένων, αγαθών/δικαιωμάτων. Ακόμα και αν γίνεται με υστεροβουλία, ένας τέτοιος ψόγος πρέπει, για λόγους δημοκρατίας, να διερευνηθεί.
Με ψυχραιμία και πάνω στις ακόλουθες θεωρητικές και πρακτικές βάσεις:

α) η διασφάλιση της κοινωνικής συνύπαρξης με όσο το δυνατόν λιγότερα και λιγότερο έντονα περιστατικά βίας και παραβατικότητας, αυτό δηλαδή που ονομάζεται «ασφάλεια», συνιστά έννομο αγαθό και γεννά υποχρέωση προστασίας του από τα όργανα της Πολιτείας, τη Διοίκηση και την κυβέρνηση. Η υποχρέωση αυτή έχει ίση σημασία και ένταση με την αντίστοιχη που οφείλεται στα άλλα υπέρ του πολίτη δικαιώματα (έκφρασης, συνάθροισης, διαμαρτυρίας, απεργίας κλπ). Όπως δεν επιτρέπεται «ασφάλεια» με καταπίεση των κοινωνικών δικαιωμάτων, έτσι δεν νοούνται και δικαιώματα χωρίς «ασφάλεια»,

β) η κρίσιμη έννοια είναι η στάθμιση –και μάλιστα υπό πραγματικές, όχι εργαστηριακές συνθήκες. Στάθμιση σημαίνει μέτρο αλλά και κρίση: τίποτε δεν είναι δεδομένο, αλλά και τίποτε δεν είναι άλυτο ή ανεξέλεγκτο. Αίφνης, πράξεις της εξουσίας όπως το να ανοίγουν άβατα, να συλλαμβάνονται ύποπτοι για διάπραξη εγκλημάτων ή αδικημάτων, να αυξάνεται σε «επικίνδυνους» χώρους η αστυνομική παρουσία, να διεξάγονται διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες χωρίς βίαια επεισόδια, να λαμβάνεται από αντιπροσωπευτικά όργανα μια συλλογική απόφαση, δεν συνιστούν υπέρβαση, αλλά εκπλήρωση, δικαιώματος. Υπέρβαση θα ήταν να «κοπούν» δικαιώματα με προφάσεις και χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες, να είναι υπέρμετρη η όποια προσπάθεια πρόληψης ή καταστολής, να μην ακούγονται ή να μη γίνονται σεβαστοί οι όποιοι κατηγορούμενοι για τα όποια αδικήματα,

γ) σε μια Δημοκρατία –και η μεταπολιτευτική ελληνική Δημοκρατία, όπως διαπιστώνουμε και πάλι στην αντιπαράθεση μας με την Τουρκία, θα έπρεπε να είναι, παρά τις ατέλειές της, το καμάρι όλων μας- σημασία έχει επίσης η εικόνα και το παράδειγμα που δίνει η εξουσία σε σχέση με «το νόμο και τάξη». Προστασία της κοινωνικής ειρήνης, ναι. Δημιουργία εντύπωσης, ή δόγματος, ότι η ασφάλεια είναι πάνω απ’ όλα κι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, όχι.

Η γραμμή, όπως αναδεικνύεται μέσα από αυτά τα δεδομένα, είναι λεπτή. Γνώμη μου είναι ότι η κυβέρνηση δεν την έχει περάσει αλλά και ότι δεν αντιστέκεται πάντα στον πειρασμό να την εργαλειοποιήσει. Η αντιπολιτευτική υπερβολή δεν παρέχει την πολυτέλεια κυβερνητικής χαλαρότητας σε θέματα δημοκρατίας.

Πήγαινε στην κορυφή