ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ, Σκηνοθέτης, Ηθοποιός, Καθηγητής Αγωγής Λόγου

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ, Σκηνοθέτης, Ηθοποιός, Καθηγητής Αγωγής Λόγου

ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ «Η ποίηση είναι το καταφύγιο της ψυχής, ασφαλές και απόρθητο»


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:
ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1951 στο Θησείο. Αποφοίτησε από την Deutsche Schule Athen – Doerpfeld Gymnasium (κάτοχος Empfehlung) και από την Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1973). Παρακολούθησε μαθήματα Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Θεατρικά Σεμινάρια (σκηνοθεσίας – φωνητικής – λειτουργικής αναπνοής) στο Tuebingen της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) ως εκπρόσωπος του Σ.Ε.Η από το 1984 έως το 1988. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (Ε.Ε.Σ.).
Το βιογραφικό του πλούσιο, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης. Έχει βραβευτεί για τη δουλειά του, με το 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Διαβαλκανικού Θεάτρου 2018: βραβείο «Α’ Ανδρικού Ρόλου» για την ερμηνεία του στο έργο «Το Τέρας και Εγώ», βραβείο σκηνοθεσίας για το έργο «Το Δωμάτιο των Μανδαρίνων», βραβείο σκηνοθεσίας για το έργο «Το Τέρας και Εγώ».
Υπό την καθοδήγηση των Μυράτ και Χόρν έλαβε μέρος σε πρακτικές εφαρμογές της μεθόδου της «ΥΠΝΟ – ΠΑΙΔΕΙΑΣ» και συμμετείχε στην προσπάθεια της Κρατικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασεως για την βελτίωση της προφοράς της Ελληνικής στα Μ.Μ.Ε. και για την «ελληνοποίηση» ξενικής ορολογίας, σε συνεργασία με το Τμήμα Νεολογισμών της Ακαδημίας Αθηνών.
Ως καθηγητής, διδάσκει από το 1987 έως σήμερα και κατά περιόδους Υποκριτική, Αγωγή Λόγου και Αναπνοή.
Μεταφράσεις, διηγήματα, ποιήματα και άρθρα του για το Θέατρο και την Ελληνική Γλώσσα έχουν δημοσιευθεί σε Λογοτεχνικά Περιοδικά και κυκλοφορούν σε βιβλία. Έχει τιμηθεί με το Α’ Πανελλήνιο Βραβείο Ποιήσεως της Ε.Ν.Ε.Λ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε βιβλίο του με το ψευδώνυμο «Νήφων» και τίτλο «Ρήσεις εκ Ρήξεων». Επίσης Ποιητική Συλλογή με τίτλο: «των Ονείρων, των Ερώτων, της Μοναξιάς και του Θανάτου τα ποιήματα».

«ΠΑΛΜΟΣ»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Τα βίωσα μοναχικά και στοχαστικά, όσο μου επιτρέπει η λήθη να θυμάμαι. Με την αγαπημένη μου αδελφή Νανά Τσόγκα, με ελάχιστες παρέες. Χωρίς ομαδικά παιχνίδια, χωρίς τραγούδι και χορό. Κι όμως τα νοσταλγώ, γιατί ήταν αμέριμνα κι ας ήταν στερημένα. Στην μνήμη μου κυριαρχεί η απέραντη τρυφερότητα και ζεστασιά της μητέρας μου Ελένης και η παραδειγματική αυστηρότητα του πατέρα μου Ιωάννη, που τότε την βίωνα σαν αφόρητη καταπίεση, και ήταν, αλλά μου χάρισε και δυο δώρα: την περιφρόνηση για το χρήμα και το να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου.

 

«Π»: Τί σας ώθησε στην τέχνη;
Σ.ΤΣ.: Από μικρός παρατηρούσα τους πάντες και τα πάντα. Δεν συμμετείχα. Ζούσα μέσα από τους άλλους. Δεν φαντάζει υγιές ψυχικά αυτό, αλλά νομίζω ότι είναι ένας ορισμός της Υποκριτικής Τέχνης.

 

 

«Π»: Τί αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές σας;
Σ.ΤΣ.: Οι θηριωδίες του ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο και η αλόγιστη και βάναυση εκμετάλλευση του ζωϊκού και φυτικού βασιλείου και του πλανήτη του ίδιου. Καταδυνάστευση, βία, αίμα, πόνος, πείνα παντού και πάντα. Το φρικαλέο κυνήγι του κέρδους. Η κτηνώδης βαρβαρότητα της χούντας των αγορών του χρηματιστηριακού καπιταλισμού. Ο εξευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης. Η «αγία» κατανάλωση, που στάζει αίμα. Από την εποχή των σπηλαίων, ο ηθικός πολιτισμός δεν έκανε ούτε ένα βήμα μπροστά!
Σε αντίθεση με τον πνευματικό, τεχνικό και τεχνολογικό πολιτισμό.

 

«Π»: Τί είναι τέχνη, θέατρο;
Σ.ΤΣ.: Τέχνη είναι το μεγάλο παυσίλυπο φάρμακο για την αρχαία μελαγχολία, που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων, απ΄ την στιγμή που συνειδητοποίησαν το γεγονός του θανάτου. Την μελαγχολία, που γέννησε η συνείδηση του θανάτου, την μετέπλασαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες σε Τέχνη. Και στο θέατρο συνένωσαν όλες, μα όλες, τις Τέχνες.

 

«Π»: Υπάρχει σκηνή σκηνοθεσίας; Πώς βλέπετε τις σπουδές στις Σχολές Υποκριτικής;
Σ.ΤΣ.: Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τμήματα σχετικά σε Σχολές Θεατρολογίας Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με θεωρητική κατεύθυνση όμως. Αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται στις Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Κ.Θ.Β.Ε. Στην χώρα, που γέννησε το θέατρο, το σύγχρονο κράτος, 200 χρόνια τώρα στέκεται αμήχανο και ανίκανο, να οργανώσει αποτελεσματικά την θεατρική μας κληρονομιά (αρχαία, μεσαιωνική και νεώτερη). Οι σπουδές Υποκριτικής είναι γενικά μέτριες. Υπάρχουν αρκετοί σπουδαίοι Δάσκαλοι, σε αντίθεση με τους περισσότερους που είτε δεν διαθέτουν την κατάλληλη εμπειρία ή δεν έχουν διδαχθεί πως να διδάξουν. Λείπει η μεθοδολογία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Οι ευθύνες του κράτους και εδώ τεράστιες.

 

 

«Π»: Ως ιδρυτής του θεάτρου «Πρόβα», ποιό είναι το όραμά σας;
Σ.ΤΣ.: Ποιοτικό ρεπερτόριο χωρίς παρεκκλίσεις, συνεχείς αισθητικές αναζητήσεις, θέατρο, που δεν διασκεδάζει μόνον, αλλά και ψυχαγωγεί.

 

 

«Π»: Τί θυμάστε από τις σημαντικότατες συνεργασίες σας;
Σ.ΤΣ.: Τους πάντες και τα πάντα. Όλες και όλους τους συνεργάτες μου. Ενδεικτικά θέλω να αναφέρω την παράσταση του έργου «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, με τον αξέχαστο δάσκαλό μου Δημήτρη Μυράτ, όπου συμμετείχα στον ρόλο του Αριστοφάνη. Ήταν η πρώτη φορά παγκοσμίως που ανέβαινε επί σκηνής Πλατωνικό έργο. Μια διεθνής πολιτιστική επανάσταση. Επίσης την μεταφορά επί σκηνής του κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Ακόμα ανάμεσα στα αναρίθμητα έργα το «Συμβόλαιο» του Μπρόζεκ, τους «Εραστές της Βιόρν» της Ντυράς, το «Κεκλεισμένων των Θυρών» του Σάρτρ, την «Φλαντρώ» του Παντελή Χόρν, την «Δράκαινα» του Μπόγρη, «Στα άκρα» της Κωστούλας Μητροπούλου, «Ο Κάφκα συνομιλεί με την Γκούντρουν Ένσλιν» του Κάφκα και της Μπρύκνερ, και το «Παθεί Μαθός» (συρραφή 13 αρχαίων τραγωδιών), για το οποίο βραβεύτηκα με διεθνές βραβείο θεατρικής διασκευής στο Λονδίνο. Ανάμεσα στις 22.000 περίπου ώρες, που έχω ως δάσκαλος Υποκριτικής και Αγωγής Λόγου, ξεχωρίζω τα μαθήματα, που παρέδωσα στο αρχαιότερο Πανεπιστήμιο της Ευρώπης Λομονόσωφ στη Μόσχα και αυτά στις Αγροτικές Φυλακές της Τίρυνθας. Στους ανά την Ελλάδα μαθητές μου οφείλω πολλά. Τέλος ξεχωριστή θέση στην θεατρική μου μνήμη έχει η αναπαράσταση της μάχης των Βερβαίνων, που σκηνοθέτησα το 1993 στα Βέρβαινα, με το χώρο δράσης το ίδιο το χωριό, θίασο τους 300 κατοίκους του και 14.000 θεατές.

 

«Π»: Εκτός από το ταξίδι, η Τέχνη ανοίγει δρόμους;
Σ.ΤΣ.: Σήμερα, λόγω τηλεόρασης και διαδικτύου, τα πολιτιστικά προϊόντα ή κυρίως υποπροϊόντα της τέχνης παράγονται κεντρικά και καταλώνονται δυστυχώς μαζικά, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πολυεθνική βιομηχανία θεάματος «επιβάλλει» πρότυπα. Έτσι η τέχνη και ειδικά το θέατρο εκείνο, που παράγεται και «καταναλώνεται» δια ζώσης και δεν εμπλέκεται στην διαφημιστική αγορά, που προβάλλει όποιον πληρώνει, δεν μπορεί να ανοίξει δρόμος. Μπορεί όμως να «γράψει» στις συνειδήσεις των θεατών και να τους ψυχαγωγήσει, με την κυριολεκτική, αρχαιο-ελληνική έννοια του όρου.

 

«Π»: Κρίση σε όλα τα επίπεδα. Πώς βλέπετε την Τέχνη να εξελίσσεται;
Σ.ΤΣ.: Θα μιλήσω για το θέατρο. Με εξαίρεση τις «τηλεοπτικές» θεατρικές παραγωγές, το καλό θέατρο στην Ελλάδα ακμάζει. Η δραματουργία μας αντιστέκεται στο τσουνάμι της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης και παράγει σημαντικά έργα. Το επίπεδο του ελληνικού θεάτρου γενικά είναι υψηλό και δεν έχει τίποτα ζηλέψει από το αντίστοιχο στη Ευρώπη και την Αμερική. Το επίπεδο στην υποκριτική τέχνη είναι αξιοζήλευτο. Το «ανακάλυψε» έκπληκτος και ο κ. Γαβράς τώρα που ήλθε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα, όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. Μας λείπουν οι υλικοτεχνικές υποδομές καη η βιομηχανία θεάτρου. Ίσως καλύτερα!

 

 

«Π»: Τί είναι αυτό που διαχωρίζει τον ηθοποιό από τον σκηνοθέτη; Ο Peter Brook λέει ότι ο σκηνοθέτης είναι περισσότερο συνεργάτης. Ποιά είναι η γνώμη σας;
Σ.ΤΣ.: Ο σκηνοθέτης γεννά, δηλαδή σχεδιάζει. Ο ηθοποιός τίκτει δηλαδή εκτελεί. Και οι δυο όμως είναι δημιουργοί. Γενικά η σχέση του σκηνoθέτη προς τους ηθοποιούς πρέπει να είναι σχέση υποβολής και όχι επιβολής. Η συνεργασία του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη είναι ένας sui generis γάμος, ανοικτός σε όλα τα ενδεχόμενα: αρμονική συμβίωση, διαζύγιο, συμβιβασμός, διάσταση. Ένας «γάμος» που διαρκεί από την πρώτη ανάγνωση ως την πρεμιέρα.

 

 

«Π»: Ο ηθοποιός ποιεί ορθόν ήθος. Διδάσκεται αυτό στις σχολές;
Σ.ΤΣ.: Οι λέξεις ήθος, ηθική, έθιμο προέρχεται από την λέξη έθος που σημαίνει τόπος. Ο ηθοποιός λοιπόν (σύνθετη λέξη που γεννήθηκε τον 18ο αιώνα) είναι εκείνος που μιμείται, αναπαριστά τις πράξεις και τα πάθη των ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, εδώ και 2.500 χρόνια (ο υποκριτής). Κανενός είδους ηθική δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς στην Μήδεια του Ευρυπίδη, για παράδειγμα. Η ηθική, καλύτερα η δεοντολογία που πρέπει να διδάσκεται στις Σχολές, είναι οι κανόνες συμπεριφοράς του ηθοποιού στα παρασκήνια και στην σκηνή, που εξυπηρετεί την συλλογικότητα της θεατρικής πράξης.

 

«Π»: Τί σας απωθεί;
Σ.ΤΣ.: Η αχαριστία, η υποκρισία, η εξεζητημένη συμπεριφορά κα αρκετές φορές ο εαυτός μου.

 

«Π»: Με ποιό τρόπο γίνεται η επιλογή έργων στο θέατρο «Πρόβα»;
Σ.ΤΣ.: Με κριτήρια ποιότητας, μακριά από τις «επιταγές» του ταμείου. Το θέατρο «Πρόβα» διανύει το 35ο χρόνο συνεχούς λειτουργίας, έχει στο ενεργητικό του 85 παραγωγές και συμμετοχή σε 4 διεθνή Φεστιβάλ. Επίσης πολλές διακρίσεις και βραβεία και εδώ και στο εξωτερικό. Το ρεπερτόριο μας είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας.

 

 

«Π»: Είναι το θέατρο πολιτικό;
Σ.ΤΣ.: Με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ναι. Όποτε υπήρξε στρατευμένο σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία παρήκμασε γρήγορα. Το πρόβλημα σήμερα συνίσταται στο ότι το θέατρο τείνει να γίνει α-πολιτικό (διάβαζε: μεταμοντέρνο) παρασυρμένο από το τσουνάμι της πραγματοποίησης, που συστηματικά επιχειρεί να αποδομήσει τις εθνικές πολιτιστικές ταυτότητες και όλα τα μείζονα έργα τέχνης.

 

 

«Π»: Μυράτ, Χόρν, τί είναι για εσάς;
Σ.ΤΣ.: Ο Χόρν ήταν στην Επιτροπή των εισαγωγικών εξετάσεων στο Ωδείο Αθηνών, στην Δραματική Σχολή του οποίου φοίτησα υπότροφος από το 1969 ως το 1972. Με ξεχώρισε. Η γνωριμία και συνεργασία μας ήταν σύντομη, αλλά ουσιαστική. Μου χάρισε, θυμάμαι, ένα σμόκιν, για τον 2ο θεατρικό μου ρόλο στο έργο «Πρόβατα σε διάδρομο προσγείωσης» του Μπούχβαλντ, με τον Θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη.
Με τον Μυράτ, η γνωριμία και συνεργασία ήταν πολυετής, 15 ολόκληρα χρόνια. Είναι ο θεατρικός μου νονός, ο μέντοράς μου, ο Δάσκαλός μου. Θεατράνθρωπος και ένας από τους τελευταίους πραγματικούς αριστοκράτες, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κιβωτός Θεατρικής Μνήμης. Αληθινά ευγενής, με μια εκπληκτική πολυμάθεια, έξοχος διανοούμενος. Ένα σπάνιο μείγμα ήθους, πνευματικότητας και ταλέντου. Τρία χρόνια δάσκαλος μου στην Δραματική Σχολή και 13 χρόνια μαζί στη Σκηνή. Του οφείλω πολλά, τα περισσότερα. Τον ευγνωμονώ! Και τον ευχαριστώ! Ο τελευταίος ιστορικός Θιασάρχης, ένας μεγάλος του Θεάτρου, που η υστεροφημία του θάμπωσε από τους «μαφίες» των μετριοτήτων και τα συγκροτήματα των «ειδικών», που λυμαίνονται το θέατρο και όχι μόνον.

 

 

«Π»: Γράφετε ποίηση και έχετε βραβευτεί με το Α’ Πανελλήνιο Βραβείο Ποίησης της ΑΝΕΛ. Τί σημαίνει για εσάς η ποίηση;
Σ.ΤΣ.: Καταφύγιο της ψυχής. Υπόγειο αλλά με θέα στον ουρανό. Ασφαλές και απόρθητο. Αρκεί να μη το συνδέσεις με την «επαιτεία της αναγνώρισης». Η ποίηση είναι η τέχνη, που αναζητεί αιώνες τώρα την λέξη εκείνη, που θα περιέχει όλες τις λέξεις, που έχουν ειπωθεί. Γράφω σ’ έναν στίχο μου: Πες μου, ποιάς λέξεως ψιλή / να είναι τάχα αυτό το μισοφέγγαρο, /που απέμεινε απόψε, / στον μαυροπίνακα του ουρανού… / όταν ο Θεός έσβησε βιαστικά / όλες τις λέξεις / που σήμερα προφέραμε…

 

«Π»: Θεατρική παραγωγή στη χώρα μας;
Σ.ΤΣ.: Ακμαιότατη. Σε αναλογία πληθυσμού, έχουμε παγκόσμια πρωτια σε θεατρικές σκηνές στην Αθήνα. Περίπου 600 παραγωγές ανά θεατρική περίοδο. Αλλά και η περιφέρεια δεν πάει πίσω . Γενικά το ταλέντο περισσεύει σ’ όλες τις χώρες των Βαλκανίων, σ΄όλες τις τέχνες. Και η δραματουργία μας ακμάζει, όταν η δυτικο-ευρωπαϊκή βρίσκεται σε μια αδιέξοδη στασιμότητα. Μας λείπουν βέβαια οι υποδομές, όσο για το κράτος απουσιάζει μονίμως στο εξωτερικό.

 

 

«Π»: Η ποιότητα μειώνει την εμπορικότητα;
Σ.ΤΣ.: Θα σας απαντήσω με ένα παράδειγμα από τον 16ο αιώνα. Όταν εφευρέθηκε η τυπογραφία, τυπώθηκαν περίπου 1.000 βιβλία με περιεχόμενο τα Ομηρικά Έπη και την Αγία Γραφή και 10.000 βιβλία με παραλογοτεχνικό ή άσεμνο περιεχόμενο. Αλλιώς: Οι περισσότερες μύγες μαζεύονται στο σάπιο κρέας.

 

«Π»: Τί θαυμάζετε και τί αγαπάτε;
Σ.ΤΣ.: Αγαπώ την απλότητα, δηλαδή τη φυσικότητα. Επίσης λατρεύω τον ελεύθερο χρόνο, που για τους πραγματικούς καλλιτέχνες, είναι χρόνος δημιουργικός. Αγαπώ τις μικρές καθημερινές φωτεινές συνήθειες, μια κουβέντα με φίλους, ακρόαση καλής μουσικής, έναν περίπατο, ένα καλό κρασί, μια αγκαλιά, ένα παρατεταμένο χαμόγελο, δυο λαμπερά μάτια, που με κοιτούν.
Όλα αυτά διαστέλλουν τον λεγόμενο ψυχολογικό χρόνο, και μου χαρίζουν βαθειές ανάσες ηρεμίας και προσωρινή έστω λήθη από την μιζέρια της ωμής και βάρβαρης πραγματικότητας.
Θαυμάζω τους ανθρώπους, που μπορούν ακόμα να στοχάζονται, να θαυμάζουν, να εκπλήσσονται, να απορούν, να παρατηρούν, να αμφισβητούν αλλά και να πιστεύουν, να παρατηρούν προσεκτικά, να είναι ερωτευμένοι πάντα, είτε με μια ιδέα, είτε με το καλό κρασί, είτε με μια γυναίκα.

 

 

«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Σ.ΤΣ.: Ένα εξαιρετικό έργο της Ελίζε Βίλκ με τίτλο «Η μέση διάρκεια ζωής των πλυντηρίων». Πρόκειται για μια καυστική επίκαιρη σάτιρα, για μια ανατρεπτική πρωτότυπη κωμωδία. Η Ελίζε Βίλκ είναι μια ταλαντούχος νέα ρουμάνα συγγραφέας, πολυβραβευμένη και παιγμένη στην Ευρώπη και την Αμερική. Το έργο της αυτό ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και είναι πρόσφαρα γραμμένο. Σήμερα που η ευρωπαϊκή δραματουργία φαίνεται να γερνά και να επαναλαμβάνεται η Ελίζε Βιλκ είναι μια ελπιδοφόρος δραματουργική φωνή, που υπόσχεται πολλά για την αναγέννηση της δραματουργίας της γηραιάς ηπείρου. Τέτοιες φωνές ακούγονται, όλο και συχνότερα από τις χώρες των Βαλκανίων.
«Η μέση διάρκεια ζωής των πλυντηρίων» είναι ένα έργο, που παρουσιάζει μια σύνθετη φωτογραφία των σύγχρονων ανθρώπων, που συνθλίβονται στις συμπληγάδες πέτρες της οικονομικής κρίσης απ’ τη μια και της πλύσης εγκεφάλου με τον «καταιγισμό» πληροφοριών, που εκτοξεύει η τηλεόραση απ΄την άλλη. Ο ρυθμός γραφής του έργου είναι ταχύς και περνάει με μαεστρία, από την κωμωδία στο μελόδραμα, και από εκεί στην παρωδία.
Μαζί μου παίζει η Μαίρη Ραζή και η Κωνσταντίνα Κουτουλάκη. Η μετάφραση είναι του Βαγγέλη Δουκουτσέλη, η σκηνοθεσία του Νίκου Σακαλίδη, που έχει και την εικαστική επίμελεια της παράστασης και η μουσική του Αλέξανδρου Μέντη. Τα video επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Τσάγκας και τους φωτισμούς ο Ρίζος Τσιγάρης. Βοηθός σκηνοθέτη ο Φλάβιος Νεάγκου και στον χειρισμό του φωτισμού και του ήχου ο Υάκινθος Μάϊνας.
Το έργο παίζεται ήδη από τις 22 Νοεμβρίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο ΠΡΟΒΑ, Αχαρνών και Ηπείρου 39.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή