Ομιλία του Αλ. Τσίπρα, στο 30ο ετήσιο Συνέδριο που διοργανώνει το Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο

Από το γραφείο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ:

Εδω μπορείτε να διαβάσετε κάποιο απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρα, στο 30ο ετήσιο Συνέδριο «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» που διοργανώνει το Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο

“Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου,
Κυρίες και Κύριοι,

Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμητική πρόσκληση να απευθυνθώ στους
εκλεκτούς προσκεκλημένους σας σε ένα συνέδριο το οποίο, με την πάροδο
των χρόνων, έχει μετεξελιχθεί σε ετήσιο βήμα αποτίμησης και αξιολόγησης
των οικονομικών προοπτικών της χώρας.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε, επειδή φέτος για πρώτη φορά μετά από πέντε
συνεχόμενα χρόνια που απευθυνόμουνα σε εσάς από αυτό εδώ το βήμα με την
ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας, έχω την τιμή να σας απευθυνθώ με
την ιδιότητα του Αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω την παρέμβασή μου, όχι τόσο αποτιμώντας
τις οικονομικές και αξιολογώντας τις οικονομικές προοπτικές, αλλά
κάνοντας και μια αποτίμηση, έναν απολογισμό αν θέλετε των πέντε χρόνων
σχεδόν, έναν συνοπτικό απολογισμό της πορείας της ελληνικής οικονομίας
τα χρόνια αυτά που εγώ και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε την ευθύνη.

Δεν έχω προφανώς καμία πρόθεση να εκθέσω, για μία ακόμα φορά, τις
μεγάλες δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίσαμε από την πρώτη μέρα κιόλας
που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας, τον Γενάρη του 2015.
Νομίζω ότι όλοι σε αυτήν την αίθουσα έχουμε και γνώση και μνήμη των
συνθηκών οικονομικής και πολιτικής ρευστότητας που επικρατούσαν την
περίοδο εκείνη.
Το μόνο που θα σας ζητήσω όμως είναι να θυμηθείτε και να συγκρίνετε την
Ελλάδα του Γενάρη του 2015, με την Ελλάδα που παραδώσαμε τον Ιούλη του
2019.
Και νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας και καμία ανάμεσά μας, καλοπροαίρετα
σκεπτόμενος και σκεπτόμενη, που να διαφωνήσει με τη διαπίστωση ότι η
διαφορά είναι συντριπτική, όπως η μέρα με τη νύχτα.

Η χώρα μας βγήκε από μια πρωτοφανή οικονομική κρίση και βγήκε με
ασφάλεια και επανήλθε σε σταθερή τροχιά οικονομικής ανάπτυξης.
Η επιτυχής έξοδος της χώρας από τα προγράμματα δημοσιονομικής
προσαρμογής και από αυτόν τον φαύλο κύκλο των Μνημονίων που ζήσαμε για
μια οκταετία, δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Και δεν ήταν κάτι το αυτονόητο ότι θα συνέβαινε, τη στιγμή μάλιστα που
στην προσπάθεια αυτή πριν από εμάς είχαν αποτύχει τρεις διαδοχικές
κυβερνήσεις σε δύο επάλληλα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Και δεν ήταν αυτονόητο πολύ περισσότερο διότι εδώ δεν έχουμε απλά μια
τυπική ολοκλήρωση ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά
έχουμε –κι αυτό είναι το σημαντικότερο κατά την άποψή μου- την ανάκτηση
της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας έναντι των εταίρων της και έναντι
των διεθνών αγορών.
Και αυτό επετεύχθη κυρίως διότι καταφέραμε τελικά να πείσουμε τους
εταίρους μας και τους πιστωτές μας ανακτώντας την αξιοπιστία της χώρας,
να τους πείσουμε και να προχωρήσουμε σε μια συμφωνία για την ουσιαστική
ελάφρυνση του χρέους και την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του δημόσιου
χρέους. Κάτι το οποίο βεβαίως θάπρεπε να είχε γίνει ίσως από την αρχή
των προγραμμάτων.
Και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους ήταν αυτή η οποία μας
έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στις διεθνείς αγορές με αξιοπιστία,
να επιστρέψουμε με τρόπο διατηρήσιμο, αντί να οδηγηθούμε σε μια
περιστασιακή έξοδο στις αγορές, όπως επροβλέπετο ίσως από πολλούς πριν
καταλήξουμε σε αυτή τη συμφωνία, που είχαν μάλιστα προεξοφλήσει ότι η
χώρα δεν θα είχε μια καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, αλλά μια έξοδο με
πιστοληπτική γραμμή στήριξης.

Στην τέταρτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δόθηκε στη δημοσιότητα
πριν από λίγες μέρες, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι,
μεσο-μακροπρόθεσμα το χρέος είναι βιώσιμο και οι μεικτές χρηματοδοτικές
ανάγκες της χώρας πολύ χαμηλές.
Συνέπεια αυτών των εξελίξεων βεβαίως ήταν αυτό το οποίο βλέπουμε όλοι το
τελευταίο διάστημα, δηλαδή η ενίσχυση ακόμα περαιτέρω της διεθνούς
αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στη
διαρκή και συνεχή υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού, που ξεκίνησε από
τις αρχές του περασμένου Μαρτίου.

Αυτό που ουσιαστικά πετύχαμε σε τεσσεράμισι χρόνια ήταν να
αποκαταστήσουμε τους όρους επανένταξης της χώρας στο διεθνές οικονομικό
σύστημα, ώστε η Ελλάδα να ανακτήσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας,
που δυστυχώς είχε απολέσει εξ αιτίας της κρίσης χρέους από το 2010 και
να μπορέσει σήμερα να είναι μια χώρα που βρίσκεται σε μια πορεία
επιστροφής.
Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια όμως προσπαθήσαμε, μέσα σε δύσκολες
συνθήκες, όχι μόνο να κλείσουμε τα μάτια και να σφίξουμε τα δόντια και
να προχωρήσουμε στη δημοσιονομική προσαρμογή και να πετύχουμε και τη
συμφωνία με τους εταίρους μας για το χρέος, αλλά προσπαθήσαμε μέσα σε
δύσκολες συνθήκες να εξαλείψουμε και τις δομικές αιτίες που οδήγησαν
στην κατάρρευση και την χρεοκοπία και που αναπαράγουν πολλαπλές μορφές
ανισοτήτων.
Εφαρμόσαμε ένα εκτεταμένο σχέδιο αναγκαίων δομικών μεταρρυθμίσεων σχεδόν
σε όλο το εύρος της οικονομίας, από το ασφαλιστικό σύστημα που ξανάγινε
βιώσιμο, τη δημόσια διοίκηση και το κοινωνικό κράτος, μέχρι την
επιτάχυνση της δικαιοσύνης, το κτηματολόγιο και τους δασικούς χάρτες.
Σειρά μεταρρυθμίσεων, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις που
επίσης έπρεπε, κατά την άποψή μας, να προταχθούν της δημοσιονομικής
προσαρμογής, όπως και η ρύθμιση του χρέους έπρεπε να είχε προταχθεί.
Τελικά όμως ήταν η δική μας κυβέρνηση που κατάφερε και τη ρύθμιση του
χρέους, έστω κι αν αυτή καθυστέρησε για τη χώρα, όχι με δική μας ευθύνη.
Κυρίως όμως ήταν η δική μας κυβέρνηση που κατάφερε να υλοποιήσει αυτές
τις κρίσιμες και αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις.
Και παράλληλα θέσαμε σε εφαρμογή ένα σχέδιο για την εξυγίανση του
μεγάλου ασθενή της ελληνικής οικονομίας, του τραπεζικού μας συστήματος,
με μια πολυδιάστατη και ολιστική πολιτική για τη μείωση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να μπορέσουν οι τράπεζες να
χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Αναφέρομαι στην αναθεώρηση του γνωστού σε όλους μας ως «νόμο Κατσέλη»,
τον εκσυγχρονισμό του δηλαδή, στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης
οφειλών, τον εκσυγχρονισμό του πτωχευτικού κώδικα, τη δευτερογενή αγορά
δανείων και το νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Εκκινήσαμε παράλληλα τις διαδικασίες περαιτέρω μείωσης των επισφαλών
δανείων μέσω του σχεδίου «Asset Protection Scheme», που η σημερινή
κυβέρνηση ονομάζει σχέδιο «Ηρακλής» και για το οποίο ήμασταν σε διαρκή
διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Παρά το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που μας κληροδότησε η
κρίση, οι τράπεζες βελτίωσαν αισθητά τη ρευστότητά τους, οι τραπεζικές
καταθέσεις παρουσίασαν σημαντική αυξητική τάση, ένδειξη της ανάκτησης
της εμπιστοσύνης στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα.
Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής πιστώσεων προς
τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εισήλθε, από το Δεκέμβριο του
2018, σε θετικό πεδίο τιμών – και μάλιστα, σταθερά αυξανόμενων – και τον
Ιούλιο του 2019 έφτασε το 2,9%.

Πριν από ένα χρόνο, από αυτό εδώ το βήμα –θα θυμάστε- σας είχα
διαβεβαιώσει ότι το 2019 θα είναι έτος παραγωγικών επενδύσεων για τη
χώρα και μεγάλης παραγωγικής ανασυγκρότησης για την οικονομία – και,
πράγματι, οι προσπάθειές μας είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς.

Οι πυλώνες της επανεκκίνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας θα έλεγα ότι
ήταν πέντε. Και επιτρέψτε μου να σας τους απαριθμήσω επιγραμματικά.

1. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση και η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου,
κάθε χρόνο από το 2016 και μετά,
2. Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και του επιχειρηματικού
περιβάλλοντος
3. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της ελληνικής οικονομίας,
ιδίως από τον περασμένο Μάρτιο, όπως προανέφερα. Δηλαδή, η μείωση του
κόστους χρηματοδότησης της ανάπτυξης,
4. Η στροφή σ’ ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στις επενδύσεις και
τις εξαγωγές.

Έχοντας, όμως, υπόψη, ότι οι επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο
απαιτούν χρόνο επώασης – είναι, δηλαδή, μεσοπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα.
Στην κατεύθυνση αυτή:
πρώτον, ενισχύσαμε την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και την
παραγωγική αναδιάρθρωσή της προς όφελος των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων.
Το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε,
από 19% το 2009, σε 36% το 2018.
Δεύτερον, επενδύσαμε στο μέλλον.
Παρά τις ασφυκτικές δημοσιονομικές συνθήκες, αυξήσαμε τα κονδύλια για
την έρευνα και την ανάπτυξη τόσο ως ποσοστό του προϋπολογισμού όσο και
ως απόλυτο μέγεθος.
Το 2018, οι συνολικές δαπάνες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ξεπέρασαν τα
€2 δις ευρώ για την έρευνα και την ανάπτυξη, που είναι το υψηλότερο
σημείο των τελευταίων δεκαεπτά ετών.

5. Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλών και μεσαίων
στρωμάτων και η διεύρυνση των εγγυήσεων κοινωνικής προστασίας και
αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την έξοδο από τα Μνημόνια τον Αύγουστο
του 2018 μέχρι τις εκλογές της 5ης Ιουλίου του 2019, θέσαμε σε εφαρμογή
την πρώτη φάση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, για την ανασύνταξη της
κοινωνίας, με την άμεση ενίσχυση των πλέον καθημαγμένων από την κρίση
στρωμάτων της και εκείνων που βρίσκονταν στη ζώνη του κοινωνικού
αποκλεισμού.
Διαθέσαμε, από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Ιούλη του 2019 περίπου, €3
δις ευρώ, από τα οποία τα €2,3 δις σε μόνιμα μέτρα κοινωνικής στήριξης
και φορολογικής ελάφρυνσης.
Είναι μεγάλη η συζήτηση και δεν θέλω να μπω σε αυτή τη συζήτηση για το
αν αυτός ο σχεδιασμός άργησε να υλοποιηθεί. Αυτό είναι μια άλλη
συζήτηση, εδώ όμως συζητάμε, κάνουμε τον απολογισμό για το πώς βγήκαμε
από την κρίση.
Θέλω να ολοκληρώσω λέγοντας ότι τον Ιούλιο του 2019, παραδώσαμε στην
επόμενη κυβέρνηση, γιατί έτσι είναι η δημοκρατία – η πεμπτουσία της
είναι η εναλλαγή στις κυβερνήσεις και η ετυμηγορία του λαού είναι
πάντοτε σεβαστή- παραδώσαμε όμως μια ελληνική οικονομία και αυτό κανείς
δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, σε τροχιά βιώσιμης ανάκαμψης και
ανάπτυξης.
Με άνοδο του ΑΕΠ γύρω στο 2%, μια οικονομία απεγκλωβισμένη από την
παγίδα χρέους, και με χρηματοοικονομικό απόθεμα ασφαλείας ύψους €37 δις,
δηλαδή, περίπου, ένα μεγάλο μέρος, ένα μεγάλο ποσοστό, περίπου 20% του
ΑΕΠ της χώρας.
Με δημοσιονομική επίσης υπεραπόδοση για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, η
οποία επιταχύνει τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Με άνοδο των επενδύσεων και αποκλιμάκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του
Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, άνοδο των εξαγωγών και άνοδο της
ιδιωτικής κατανάλωσης.

Ήδη, όλες οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συγκλίνουν και στην
εκτίμηση ότι και το 2019 θα έχουμε άνοδο των επενδύσεων. Ενώ, το 2018
ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Πετύχαμε το υψηλότερο ποσό της τελευταίας δεκαετίας, ρεκόρ τελευταίας
δεκαετίας, σε καθαρές εισροές, €3,6 δις – αύξηση-ρεκόρ κατά 13,8% σε
σύγκριση με το 2017.

Ταυτόχρονα όμως με όλα αυτά τα θετικά αποτελέσματα σε μακροοικονομικούς
δείκτες, το σημαντικότερο – ιδίως για μια κυβέρνηση Αριστεράς- ήταν ότι
βελτιώσαμε αισθητά και μια σειρά από κοινωνικούς δείκτες.
Επαναφέραμε την εργασιακή κανονικότητα για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό
κράτος, επεκτείναμε τις συλλογικές συμβάσεις, εντείναμε τις προσπάθειες
πάταξης της αδήλωτης εργασίας, αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό και
καταργήσαμε τον υποκατώτατο μισθό ο οποίος, κατά τη δική μας αντίληψη,
αποτελούσε προκλητική διάκριση σε βάρος των νέων ανθρώπων.
Και καταφέραμε με όλες αυτές τις παρεμβάσεις να πετύχουμε μια σημαντική
μείωση 10 περίπου ποσοστιαίων μονάδων στην ανεργία, από 26,5% το 2014
στο 16,9% που κατεγράφη τον Ιούλιο του 2019.

Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι,

Η νέα κυβέρνηση έχει το προνόμιο να ξεκινά από την καλύτερη δυνατή
αφετηρία. Εγώ να είμαι ίσως ο μοναδικός Πρωθυπουργός της αντιπολίτευσης
που χάνει εκλογές και δεν ακούει από τον επόμενο, παραδώσατε καμένη γη.
Εμείς, όχι μόνον δεν αφήσαμε άδεια ταμεία, αλλά, αντίθετα, ανοίξαμε έναν
καθαρό διάδρομο για την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Όχι μόνο ολοκληρώσαμε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για ένα σύγχρονο
ευρωπαϊκό κράτος, αλλά κερδίσαμε μικρά και μεγάλα στοιχήματα για την
βελτίωση της οικονομίας, αλλά και της καθημερινότητας του πολίτη.

Παρά το γεγονός ότι όσο καιρό το Κόμμα της ΝΔ βρίσκονταν στην
αντιπολίτευση επιχειρούσε μια ισοπεδωτική αντιπολίτευση παρουσιάζοντας
μια πλαστή εικόνα για τη πορεία της οικονομίας, χάρη στα δικά μας
επιτεύγματα σήμερα έχει τη δυνατότητα και το προνόμιο να διαχειρίζεται
πλεονάσματα και να παίρνει ευχάριστες και όχι δυσάρεστες αποφάσεις για
φορολογικές ελαφρύνσεις.
Πέρυσι τέτοιο καιρό, ενώ είχαμε βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, μας
κατηγορούσαν ότι είχαμε υπογράψει ένα τέταρτο και προέβλεπαν ως
Κασσάνδρες μια σειρά από καταστροφές, που ευτυχώς για τη χώρα δεν
επιβεβαιώθηκαν ποτέ.

Εμείς από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά τις διαφωνίες μας
με τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, δε πρόκειται να
ακολουθήσουμε τον ίδιο δρόμο ως αντιπολίτευση.
Δε πρόκειται ούτε να γίνουμε Κασσάνδρες ούτε να υπονομεύσουμε τη θετική
πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Όχι μόνο γιατί δε πιστεύουμε σε αυτό το μοντέλο αντιπολίτευσης, αλλά και
γιατί αισθανόμαστε ότι η θετική πορεία της οικονομίας είναι το
αποτέλεσμα των δικών μας προσπαθειών και δεν πρόκειται ποτέ να
υπονομεύσουμε τις δικές μας προσπάθειες, ούτε τη προοπτική θετικής
πορείας της χώρας.”

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή