Θεόδωρος Κουτσοβαγγέλης, Συνθέτης – Συγγραφέας: «Θέλω οι μαθητές μου να είναι κυρίως καλοί πολίτες με ελεύθερη σκέψη»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Θεόδωρος  Κουτσοβαγγέλης, Συνθέτης – Συγγραφέας: «Θέλω οι μαθητές μου να είναι κυρίως καλοί πολίτες με ελεύθερη σκέψη»

Συνέντευξη στην Μαίρη Λαρεντζάκη – Γκιώνη

Ο Θεόδωρος Δ. Κουτσοβαγγέλης γεννήθηκε το 1953 στο Προμύρι του Νοτίου Πηλίου. Σπούδασε κλασική κιθάρα, πιάνο, ανώτερα θεωρητικά, κλασικό τραγούδι, βυζαντινή μουσική και ούτι. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι μέλος της Ε.Δ.Ε.Μ.,του Συνδέσμου Φιλολόγων Μαγνησίας, του Πολιτιστικού συλλόγου «Οι φίλοι του Πλατανιά»,του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων και της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών.Έχει γράψει και εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, μια ιστορική –
κοινωνιολογική μελέτη για την ελληνική μουσική, δύο μουσικολογικές και λαογραφικές έρευνες,το αυτογραφικό βιβλίο «Νεράϊδες- δοξαριές» με υπότιτλο «1972-2012, 40 χρόνια πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας»(Βόλος 2014) και την ιστορική βιογραφία «Στα βρόχια της οργής» με υπότιτλο «Βιογραφία του Προμυριώτη τροβαδούρου –
αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Δημητρίου Θ. Κουτσοβαγγέλη» (Βόλος 2018).

Επιπλέον έχει δημοσιεύσει άρθρα, ποιήματα, πεζά και κριτικά δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει γράψει επίσης θεατρικά έργα και έχει συνθέσει μουσική για παιδικό θέατρο «Το όνειρο του σκιάχτρου» του Ευγενίου Τριβιζά (Βόλος 1985), «Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα»
του Ισπανού ποιητή Φ. Γ. Λόρκα (Κάλυμνος 2000).

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΒΑΓΓΕΛΗΣ: Στην παραδεισένια ύπαιθρο και θάλασσα της χερσονήσου του νοτίου Πηλίου, στα όμορφα πανηγύρια και τα γλέντια του χωριού, τα υπαίθρια
ατέλειωτα παιγνίδια με συμμαθητές και φίλους αλλά και τη σκληρή πραγματικότητα της μετεμφυλιακής επαρχίας της 10ετίας του ’60.

«Π»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Θ.Κ.: Ευτυχισμένα, ανάμεσα σε λουλούδια και πουλάκια, αγαπημένους φίλους, γονείς και συγγενείς, με δημιουργικές χίλιες δυο κατασκευές,
παιγνίδια, διάβασμα, σκανταλιές και ονειροπολήσεις. Δυστυχισμένα, ανάμεσα στα «μη» και «πρέπει» των μεγάλων, το μίσος, τους καβγάδες τους, τα αντιμαχόμενα πολιτικά τους πιστεύω, τη βία, την τρομοκρατία τους σε βάρος των ασθενέστερων και το κυριότερο, την παντελή έλλειψη φαντασίας και χιούμορ.

«Π»: Τι σας ώθησε στη μουσική;
Θ.Κ.: Για απάντηση παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Νε ράϊδες-δοξαριές» (2015):
«Αναλαμπές ασετυλίνης στην πανσέληνο.
Πρώτος ήχος: κίτρινες, αργυρές σταλαγματιές σαντουριού. Βαθύ πράσινο βελούδο του κλαρίνου βαθυκόκκινο σκούξιμο βιολιού. Και το
βαρύ αγκομαχητό της κάσσας…Υγρά μάτια ακουμπούν με έκσταση στα δρώμενα. Κι ο εύθραυστος εγκεφαλικός φλοιός συγχέει και ταξινομεί φωνές αιώνων: πανηγυριώτικα
όργανα και βυζαντινές ψαλμωδίες.Ήχους, ανακατωμένους μ’ευωδιές –νυχτολούλουδο και γιασεμί, λιβάνι και κερί ζεστό, ψημένο κρέας αλλά κι
ευωδιά επιτάφιου…Γιορτή Δεκαπενταύγουστου στο Προμύρι, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ‘70.
Ένα παιδί αποφασίζει τότε να γίνει – ακριβώς δεν ξέρει τι – αλλά κάτι που να εμπεριέχει όλ’αυτά, μαζί και τη μαγεία και την έκστασή τους…»

«Π»: Συνθέτες που θαυμάζετε;
Θ.Κ.: Από τους νεότερους Ευρωπαίους ιμπρεσιονιστές τον Κλώντ Ντεμπισύ, τον Ιγκόρ Στραβίνσκυ και
τον Μανουέλ ντε Φάλλια. Από τους δικούς μας τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Ιάννη Ξενάκη και τους σύγχρονους
Νίκο Κυπουργό και Νίκο Πλατύραχο. Από τους δικούς μας «λαϊκούς» συνθέτες τον Παναγιώτη Τούντα και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Από τους νεότερους «έντεχνους» τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Διονύση Σαββόπουλο και τους σύγχρονους Σωκράτη Μάλαμα και Ορφέα Περίδη.

«Π»: «Η μουσική αρχίζει εκει που σταματούν οι δυνατότητες της γλώσσας» Jean Sibelius. Τι είναι για εσας η μουσική;
Θ.Κ.: Μια γλώσσα των μουσικών ήχων με πολύ μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση και αισθητική ικανοποίηση σε σχέση με την ομιλουμένη γλώσσα των φθόγγων.

«Π»: Ποια διαδικασία ακολουθείτε κατά τη διάρκεια της έμπνευσης;
Θ.Κ.: Πρωταρχικά νιώθω σαν να συνδέομαι με κάτι πέρα από το ανθρώπινο. Θεό, όπως θα το έλεγαν οι περισσότεροι. Συλλογικό ασυνείδητο, όπως θα το έλεγε ο ψυχολόγος Γιούνγκ. Ανεπαίσθητα τα εγκεφαλικά κύματα μεταβάλλονται, η αίσθηση του χρόνου και του χώρου χάνεται
και αρχίζει η μαγική διαδικασία της δημιουργίας. Ποικίλλει όμως η σειρά ως προς τον στίχο και τη μουσική. Πότε πρωτοδημιουργούνται οι στίχοι η το λιμ-
πρέτο, πότε η μουσική, πότε και τα δύο ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, όταν άρχισα να γράφω το λαϊκό τραγούδι «Μολών λαβέ» από τον ομώνυμο δίσκο ακτίνας το 1911, έκοβα
ξύλα στην αυλή μου με αλυσσοπρίονο. Ξαφνικά ήρθε στο νού μου επιτακτικά επαναλαμβανόμενο το μουσικό μοτίβο του ρεφραίν. Άφησα
το πριόνι, πήρα ένα χαρτί Α4 κι ένα μολύβι, σχεδίασα ένα πρόχειρο πεντάγραμμο, κατέγραψα το μουσικό μοτίβο και συνέχισα την εργασία
μου. Σε λίγο ήρθαν και οι στίχοι.Κάπως έτσι, λίγο αλυσσοπρίονο, λίγο γράψιμο, ολοκληρώθηκε ένα κουπλέ κι ένα ρεφραίν. Αργότερα το πέρασα στον Η/Υ και όταν το έπαιξα με το μπουζούκι δημιουργήθηκε η εισαγωγή τα υπόλοιπα κουπλέ, ενώ η ενορχήστρωση ολοκληρώθηκε στον Η/Υ. Η συμφωνική μουσική είναι βέβαια πολύ πιο απαιτητική.

«Π»: Συγγραφή, ποίηση, έρευνα,θεατρικά έργα, μουσική για παιδικό θέατρο, συνθέσεις, συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, καθηγητής φιλόλογος στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση, πλούσια δράση σε όλους τους τομείς… Τι αποκομίσατε; Είστε ικανοποιημένος;Αποκόμισα μια ανθοδέσμη υπέρο-
χων εμπειριών και εξοικειώθηκα με έναν δημιουργικό τρόπο ζωής που δεν μ’ αφήνει να γεράσω, ένα ελιξήριο αιωνιότητας. Η μόνη αθανασία που μπόρεσε να πετύχει μέχρι σήμερα ο άνθρωπος είναι η γέννηση φυσικών απογόνων. Και η πνευματική δημιουργία όμως είναι γέννηση και μάλιστα συνεχής και αδιάλλειπτη.

Θ.Κ.: Είμαι ικανοποιημένος, διότ συνεχώς μπορώ να δημιουργώ και να παρακολουθώ τα πνευματικά μουπαιδιά να ταξιδεύουν στα πέρατα
του κόσμου. Επίσης, η υπέροχη αίσθηση της δημιουργικής διαδικασίας λειτουργεί και ως αποτελεσματικότατο αντίδοτο στη μοναξιά, την απογοήτευση, την πλήξη και τον
θάνατο!

«Π»: Ενδιαφέρει τους νέους η παραδοσιακή μουσική και τα τραγούδια; Λειτουργούν βιωματικά;

Θ.Κ.: Στα 400 περίπου χρόνια τουρκικής σκλαβιάς το δημοτικό μας τραγούδι – ως μονοφωνική μελωδία – έφτασε σ’ ένα ποιοτικό ύψος, το οποίο σήμερα είναι δύσκολο να το φτάσουμε εμείς οι μεγαλύτεροι, πόσο μάλλον οι νέοι. Αυτό συνέβη διότι μετά την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό μέχρι σήμερα, οι Έλληνες επηρεάστηκαν τόσο πολύ από την ευρωπαϊκή μουσική ώστε υποτίμησαν την παραδοσιακή δική τους. Γι’αυτό το λόγο πολλοί νέοι – μέσω της τηλεόρασης και ιδιαίτερα
μέσω των κινητών τηλεφώνων – ενθουσιάζονται με τα σκουπίδια της παγκοσμιοποιημένης πια πολιτιστικής βιομηχανίας, αγνοώντας την ελληνική μουσική – αρχαία, βυζαντινή,
δημοτική λαϊκή και σύγχρονη – και περιφρονώντας την, ως κατώτερη και ξεπερασμένη.Ευτυχώς όμως υπάρχουν και οικογένειες που γνωρίζουν και αγαπούν
την ελληνική μουσική και μεταλαμπαδεύουν αυτή την αγάπη και στα παιδιά τους. Θετική είναι και η συμβολή των Μουσικών Σχολείων, στα οποία
διδάσκεται και η παραδοσιακή μας μουσική. Καθώς και οι φιλότιμες προσπάθειες πολλών Πολιτιστικών Συλλόγων που διδάσκουν παραδοσιακή μουσική και δημιουργούν μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα. Επίσης σε τόπους με έντονη αγάπη για την παράδοση, όπως για παράδειγμα η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τα
Επτάνησα, η Θράκη, η Μακεδονία, η Θεσσαλία και άλλοι, η παραδοσιακή μας μουσική είναι μέρος της ζωής νέων και μεγαλυτέρων και επομένως λειτουργεί βιωματικά.

«Π»: Μιλήστε μας για την ιστορική βιογραφία του τροβαδούρου -αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Δημητρίου Κουτσοβαγγέλη. Τι σας
συνδέει;
Θ.Κ.: Είναι ο πατέρας μου. Φύση ανήσυχη, ευαίσθητη, ρομαντική, θαυμαστής του Μεγαλέξαντρου και των Μακεδονομάχων, φιλίστωρ και
ανιδιοτελής. Σπουδαίος – αν και σχεδόν αυτοδίδακτος – αφηγητής, τραγουδοποιός και στιχοπλόκος, έγινε στο γενέθλιο χωριό του, το Προμύρι, ο Ποιητής, όπως τον αποκαλούσαν οι συντοπίτες του και όπως τον όρισαν οι αρχαίοι έλληνες, δηλαδή ο
Οραματιστής, που επιδιώκει με την τέχνη του να ζωντανέψει γεγονότα,ιδέες και αξίες μέσα στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα στην
οποία ζει. Έγραψε ποιήματα για την αγάπη,για τη ζωή των ψαράδων για το ψέκασμα και μάζεμα της ελιάς και πατριωτικά ποιήματα για σημαντικά
τοπικά ιστορικά γεγονότα. Χαριτωμένες είναι οι μικρές του δίστιχες μαντινάδες με τις οποίες πείραζε
όποιον του ζητούσε να του φτιάξει «ατάκα κι επί τόπου» ένα ποίημα.
Στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. Τότε έγραψε πατριωτικά τραγούδια με τα
οποία προέτρεπε τους συγχωριανούς του να πολεμήσουν τον κατακτητή. Συμμετέχοντας στην Εθνική αντίσταση τραυματίστηκε. Αργότερα συνελήφθη απ’ τους κατακτητές και
τους ντόπιους συνεργάτες τους και βασανίστηκε. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου συνελήφθη πάλι και βασανίστηκε στο Προμύρι, στον Λαύκο
και στην κίτρινη αποθήκη του Βόλου μα δεν λύγισε. Μετά τον εμφύλιο – ως νέος Όμηρος – κατέγραψε έμμετρα τα γεγονότα που βίωσε και θεώρησε σημαντικά, διαφυλάσσοντας το όραμα του αγώνα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάδα και καταγγέλλοντας όσους το ποδοπατούν. Τα ποιήματα και τα τραγούδια του, οι
αναμνήσεις του, οι αφηγήσεις συγγενών και συγχωριανών του, τα δημόσια έγγραφα, η βιβλιογραφία, οτ φωτογραφίες, τα διαδικτυακά μέσα πληροφόρησης, έδωσαν την πρώτη
ύλη για να γραφεί η ιστορική βιογραφία του Δημήτρη Θ. Κουτσοβαγγέλη, ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό συμπόσιοστη μνήμη του.

«Π»: Τί άλλο διακρίνετε στους μαθητές σας εκτός του ταλέντου;
Θ.Κ.: Το ταλέντο δεν περιορίζεται μόνο στις καλλιτεχνικές ικανότητες ή -όπως λέμε γενικότερα – στην κλίση για γράμματα. Είχα μαθητές που έγι-
ναν καλοί μηχανικοί αυτοκινήτων, αγρότες, υδραυλικοί, ψαράδες, οικοδόμοι, επιχειρηματίες. Αυτά που πρωτίστως ενδιέφεραν εμένα ήταν
κατ’αρχάς να γίνουν καλοί πολίτες, δηλαδή να είναι εργατικοί, νοιάζονται για τον συνάνθρωπό τους, να είναι δίκαιοι, φιλαλήθεις, δημιουργικοί και να έχουν φαντασία και χιούμορ. Και να έχουν ελεύθερη σκέψη και κρίση.

«Π»: Ποια τα συναισθήματά σας για την ολοκλήρωση και την απήχηση στο κοινό ενός εργου σας;

Θ.Κ.: Δυστυχώς για την επιτυχία κάποιου έργου μου και ευτυχώς για την ψυχική και σωματική μου ακεραιότητα, πάντα χαιρόμουνα και χαίρομαι πιο πολύ την ολοκλήρωσή του,σαν να αποκτώ ένα καινούριο παιδί.Ιδιαίτερα στην εποχή μας η απήχηση στο κοινό είναι κάτι που δεν έχει σχέση με το έργο, αυτό καθε-
αυτό. Θα έλεγα μάλιστα πως, όσο καλύτερο (πρωτότυπο, μεγαλόπνοο και προπάντων προϊόν ελεύθερης σκέψης και έκφρασης) είναι ένα καλ-
λιτεχνικό έργο, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες να «θαφτεί». Αυτό συμβαίνει διότι δεν πληρεί τα διεθνή στάνταρ της παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής βιομηχανίας, η οποία συνειδητά προωθεί (μέσω ελεγχόμενων Μ.Μ.Ε, εταιρειών δίσκων, κινητών και διαφημίσεων) το πολυμορφικό σκουπιδαριό που μας κατακλύζει μόλις ανοίξουμε ραδιό-
φωνο, τηλεόραση ή μπούμε στο διαδίκτυο. Κι όταν πάλι μιλάμε για το «κοινό», ποιούς εννοούμε; Τους ελά-
χιστους που αντιλαμβάνονται τα προαναφερόμενα ή τους πολλούς που αποδέχονται άκριτα αυτή την κατάσταση και δεν καταλαβαίνουν
πως «συνηθίσαμε το πρόσωπο του τέρατος και μας τρομάζει η ομορφιά» όπως είχε πει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις;

«Π»: Ποιο θεωρείτε είναι το επίπεδο μουσικής παιδείας στην Ελλάδα;

Θ.Κ.: Μετά την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό μέχρι σήμερα, οι Έλληνες επηρεάστηκαν τόσο πολύ από την ευρωπαϊκή μουσική ώστε υποτίμησαν την παραδοσιακή δική τους. Είμαστε ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που γενικότερα περιφρονεί τα δικά της χρυσά πολιτιστικά επιτεύγματα και
θαυμάζει επίχρυσες απομιμήσεις τους, που έχουν όμως ξένη σφραγίδα.
Έτσι στα ωδεία μας τα ελληνόπουλα μαθαίνουν πως η κλασική ευρωπαϊκή μουσική (η οποία βασίζεται μόνο σε 3 κλίμακες από τις πολύ πε-
ρισσότερες αρχαίες, βυζαντινές, παραδοσιακές ελληνικές κλίμακες και στους πιο απλούς από τους αρχαίους, βυζαντινούς, παραδοσιακούς ελληνικούς ρυθμούς) είναι σοβαρή
μουσική και επομένως κάθε ντόπια μουσική παραγωγή (συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής μουσικής) μη σοβαρή.
Πέρα απ’αυτό όμως, τα ελληνόπουλα πάνε στην εκκλησία (βασικός φορέας κοινωνικοποίησης) κι ακούνε την βυζαντινή μουσική. Χορεύουν παραδοσιακούς χορούς στο σχολείο
(επίσης βασικός φορέας κοινωνικοποίησης) κι ακούνε την παραδοσιακή. Έτσι δημιουργείται ένα είδος πολιτιστικής σχιζοφρένειας που κάνει
τα παιδιά και τους νέους να παραδίδονται τελικά στο ηχητικό σκουπιδαριό του κινητού.
Στη Μέση Εκπαίδευση παλιότερα διδάσκονταν στοιχεία βυζαντινής και παραδοσιακής ελληνικής μουσικής μέχρι και την Α ́ Λυκείου. Από το
2000 και μετά μάθημα μουσικής στο λύκειο έπαψε να υπάρχει. Πάλι καλά που εξακολούθησαν να διδάσκονται οι ελληνικοί χοροί, σας ατραξιόν
όμως για τις εθνικές εορτές. Ευτυχώς τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας δημιουργήθηκαν τα Μουσικά Σχολεία και οι Ανώτατες
Σχολές Μουσικολογίας όπου διδάσκεται η ελληνική μουσική (αρχαία,βυζαντινή, παραδοσιακή, λαϊκή, σύγχρονη) στην ολότητά της. Θετικότατο είναι επίσης και το έργο της
Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας,η οποία στο λειτουργικό της διασώζει αφ’ενός την αρχαία ελληνική γλώσσα με το πολυτονικό της σύ-
στημα και αφ’ετέρου την βυζαντινή μουσική σημειογραφία, με την οποία αποδίδονται πιστότερα η εκκλησια-
στική αλλά και η παραδοσιακή μας μουσική.Το επίπεδο της κλασικής και νεότερης ευρωπαϊκής μουσικής παιδείας
στην Ελλάδα θα είναι πάντα κατώτερο σε σχέση μ’ αυτό των ξένων χωρών, για τους λόγους στους οποίους προαναφέρθηκα. Οι λίγοι νέοι που αγαπούν την κλασσική και νεό-
τερη ευρωπαϊκή μουσική, για να κάνουν καριέρα συνήθως συνεχίζουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό.

«Π»: Είναι η μουσική η πιο ενωτική Τέχνη;
Θ.Κ.: Ναι. Το είχαν μάλιστα διαπιστώσει και οι αρχαίοι Έλληνες σε συνδυασμό μάλιστα με την ποίηση
και τη σκηνική δράση. Στην αρχαία Ελλάδα η μουσική παντρεύεται τον λόγο και δημιουργείται η θεατρική παράσταση (τραγωδία-κωμωδία).
Για τον ίδιο λόγο την χρησιμοποιούν και οι θρησκείες και τα πολιτικά κόμματα, αλλά και η πολιτιστική βιομηχανία τύπου Hollywood, όχι βέβαια για να προσηλυτίσει όπως η θρησκεία και η πολιτική ή να τελειοποιήσει (καθάρει) ηθικά τους θεατές – ακροατές όπως το αρχαίο
ελληνικό θέατρο, αλλά για να αποκομίσει κέρδη αμύθητα.

«Π»: Μελλοντικά καλλιτεχνικά σχέδια;
Θ.Κ.: Έχω «στα σκαριά» δύο συμφωνικά έργα: Το έργο «Φιλοκτήτης», συμφωνικό ποίημα για ορχήστρα και το έργο «Αχιλλεύς», συμφωνία σε Λα ελάσσονα. Επίσης, έναν κύκλο 12 τραγουδιών. Μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το άγαλμα του φεγγαρόφωτου». Ένα βιβλίο για την Ελληνική Μουσική με τίτλο «Η πεντά-
μορφη Ελληνική Μουσική και το τέρας της πολιτιστικής βιομηχανίας».
Ένα ιστορικό και φωτογραφικό λεύκωμα για τον Πολιτιστικό Εξωραϊστικό Σύλλογο «Οι φίλοι του Πλατανιά».

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή