Τζογάρησε στο όνειρο, Γράφει ο Βαγγέλης Ντάλης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Τζογάρησε στο όνειρο, Γράφει ο Βαγγέλης Ντάλης

Όταν παίζεις, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να κερδίσεις αλλά πολύ μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να χάσεις. Δεν είναι 50-50 όπως λέει ο νόμος των πιθανοτήτων. Αυτό ισχύει για ένα ποντάρισμα. Για περισσότερα οι πιθανότητες μειώνονται εκθετικά.

Συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πόκερ, την πόκα ή το μπλακ τζακ. Νέος παίχτης αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του. Νέος σε «μεγάλα τραπέζια» αλλά γνώστης του παιχνιδιού. Έπαιζε στο σχολείο με τους συμμαθητές του σε διαλείμματα, σε εκδρομές, σε καταλήψεις και τα πήγαινε καλά. Δεν κέρδιζε πάντα αλλά κέρδιζε τις περισσότερες φορές. Γενικά είχε αποκτήσει μια ικανότητα και συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους άλλους θεωρούσε ότι με τα κόλπα του μπορούσε να τους κερδίσει. Τα κατάφερνε αρκετά καλά. Δεν ίδρωνε και πολύ. Άλλωστε κυκλοφορούσε πάντα με ανοιχτό πουκάμισο.
Στο πανεπιστήμιο γνώρισε καλύτερους αντιπάλους και βρήκε ανταγωνισμό. Πάλι όμως διακρίνονταν γιατί οι περισσότεροι είχαν μια ακαδημαϊκή θεώρηση του τζόγου. Μαθηματικές πιθανότητες, τυχαιότητα και επαναληψιμότητα, στατιστική και διαγράμματα, κατανομές πυκνότητας πιθανότητας που αυτός νόμιζε ότι ήταν μαθηματικές έννοιες μόνο. Κι όμως, κάποιοι συμφοιτητές του τα μελετούσαν πριν τζογάρουν. Όχι όλοι βέβαια αφού υπήρχαν και οι έμπειροι, οι «δυνατοί» παίχτες.
Αυτός όμως δεν ήταν της μελέτης. Ήταν παιδί της πιάτσας. Ήξερε να ψυχολογεί τον αντίπαλο, να τον κοιμίζει ώστε να προλάβει την αντίδρασή του, να τον δελεάζει ώστε να τσιμπήσει στο μεγάλο ποντάρισμα. Δεν υπερηφανεύονταν για τις επιδόσεις του. Έλεγε μόνο πόσο του αρέσει το παιχνίδι. Και ήταν πάντα χαμογελαστός. Και σε αυτούς που κέρδιζε αλλά και στο εαυτό του ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά.
Οι παλιότεροι, οι έμπειροι, τον είχαν «διακρίνει». Τον χαιρετούσαν, τον καλούσαν στις παρέες του. Και μία μέρα τον κάλεσαν στο δικό τους «τραπέζι». Πάντα ήθελε να έρθει αυτή η στιγμή. Έκανε ό,τι μπορούσε για να προετοιμαστεί αλλά δεν το εκβίασε. Απλά τους προσέγγισε. Βελτιωνόταν, πρόσεχε τους άλλους, ξανασκέφτονταν τις κινήσεις του και εξασκούνταν. Ήξερε κατά βάθος ότι είναι γεννημένος για τέτοιες στιγμές. Καλό το πανεπιστήμιο και οι παρέες και οι κοπέλες και όλα τα υπόλοιπα. Αλλά ο ίδιος ήταν γεννημένος για δυνατές συγκινήσεις. Ήταν φτιαγμένος για προκλήσεις.
Την πρώτη του φορά έπαιξε συντηρητικά. Χωρίς να προκαλεί τους έμπειρους, χωρίς να χώνεται παντού. Κυρίως απέφυγε τα μεγάλα «χτυπήματα», αυτά που προκαλούν ένταση στο τραπέζι. Δεν προσπάθησε να τους νικήσει. Ήθελε απλά να κερδίσει. Και το έκανε. Ήρεμα, χωρίς κομπασμούς και πάντα με ένα ανοιχτό, καλόκαρδο χαμόγελο. Με φιλική διάθεση απέναντι στους αντιπάλους που κέρδισαν περισσότερα και συγκαταβατικός με τους χαμένους. Εκείνο το βράδυ είχε κερδίσει πολύ περισσότερα από αυτά που φαίνονταν. Είχε κερδίσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη. Είχε κερδίσει θέση στα μεγάλα τραπέζια.
Την επόμενη φορά πήγε για μεγαλύτερα κέρδη. Με την αυτοπεποίθηση τονωμένη, με την αισιοδοξία στα ύψη, δεν θα δείλιαζε να μπει και σε μεγαλύτερα «χτυπήματα». Δεν «ξανοίχτηκε» από την αρχή. Οι κινήσεις του ήταν και πάλι μετρημένες αλλά όχι μετριοπαθείς. Είχαν μια άνεση, μια σιγουριά και έναν αέρα. Υπολόγιζε πριν ποντάρει και την κατάλληλη στιγμή έκανε το «άνοιγμα». Η τύχη πλέον ήταν με το μέρος του. Απέναντί του έμπειροι παίχτες φυσούσαν- ξεφυσούσαν, έχαναν σημαντικά ποσά αλλά «φύλλο» δεν έρχονταν. Αισθανόταν δύο φορές τυχερός. Αλλά και κάτι άλλο. Πάντα το πίστευε μέσα του αλλά δεν τολμούσε να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Ήταν καλός!
Ναι, δεν ήταν μόνο η τύχη, η συγκυρία. Ήταν και η δική του ικανότητα. Αυτός τα κατάφερνε όταν οι καλύτεροι δεν μπορούσαν. Ε, αυτό δεν μπορούσε να είναι μόνο τύχη. Ήταν παίχτης! Ήταν νικητής! Μπορούσε πλέον να τους κοιτάζει στα μάτια. Εντάξει, η τύχη δεν του έκανε πάντα το χατίρι, σίγουρα θα του προέκυπταν και άτυχες στιγμές αλλά αυτός ήταν παίχτης. Θα μπορούσε να τις διαχειριστεί. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο το πίστευε.
Εκείνο το βράδυ έφυγε κάπου ανάμεσα στα σύννεφα. Τόσο ψηλά τον είχε ανεβάσει η χαρά του. Λες και πετούσε. Ναι, είχε ανοίξει τα φτερά του και τα κατάφερνε. Δεν τον συγκινούσαν τόσο τα πολλά που είχε κερδίσει. Είχε μεθύσει από το άρωμα της νίκης. Τον είχε συνεπάρει η ανταγωνιστικότητά του, η καταξίωση και η επιτυχία του.
Τις επόμενες ημέρες δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει. Όσες και να περνούσαν, την ίδια αίσθηση είχε. Συνεπώς, σκεφτόταν, δεν ήταν το μεθύσι της στιγμής. Ήταν βεβαιότητα πλέον. Ο τζόγος του πάει. Δεν ήταν μόνο παιχνίδι. Ήταν το δικό του παιχνίδι. Τώρα συνειδητοποιούσε αυτό που δεν μπορούσε να ομολογήσει ποτέ στον εαυτό του. Ότι αυτό ήθελε πάντα να κάνει και μάλλον σε αυτό ήταν ταγμένος. Το είχε!
Οι επόμενες μέρες πέρασαν σε κατάσταση ευτυχίας. Αλλά και και σχεδιασμού. Τώρα δεν ήταν ο μικρός της παρέας. Ήταν ισότιμος παίχτης. Έπρεπε να δείξει την αξία του. Και γιατί όχι, να κάνει και την καλή μπάζα. Αυτός δεν είναι ο σκοπός του παιχνιδιού. Ναι να το ζεις αλλά η νίκη είναι η απόλυτη ικανοποίηση. Ήθελε να νικήσει. Ήθελε να δείξει ποιός είναι.
Πέρασαν κι άλλες μέρες αλλά πρόσκληση δε λάβαινε όμως. Διάθεση για νέο παιχνίδι δεν έβλεπε. Τί στο καλό; Τώρα που ήταν στα πάνω του δεν θα έπαιζαν; Τώρα που ήταν έτοιμος να «σηκώσει την κούπα» θα καθυστερούσαν; Έτσι, πήρε την απόφαση να κάνει αυτό που δεν είχε κάνει ποτέ. Να προκαλέσει αυτός τον αγώνα. Το άλλο βράδυ.
Πήγε αποφασισμένος. Το παιχνίδι δεν έδειχνε όμως προοπτική μεγάλης νίκης. Κάποια καλά πονταρίσματα διαδέχονταν μεγάλες ατυχίες, πέρα από το συνηθισμένο. Δεν το έβαζε φυσικά κάτω. Συγκεντρωνόταν και ξαναχτυπούσε. Δεν τον βοηθόυσε βέβαια και το φύλλο. Πάνω που έστρωνε, ξαναχάλαγε. Αυτός καραδοκούσε όμως απτόητος για το μεγάλο χτύπημα. Ήξερε ότι εκεί θα ρεφάρει.
Και ναι, ήρθε. Ξανακοίταξε το φύλλο του, αυτά που ήταν στο τραπέζι, τους αντιπάλους του. Δεν είχε το πολύ καλό χαρτί αλλά, διάολε, ήταν επιτέλους καλό. Το καλύτερο που είχε πάρει όλο το βράδυ. Στις κινήσεις και τα πρόσωπα των αντιπάλων του δεν έβλεπε αυτοπεποίθηση, ούτε επιθετική διάθεση. Μουδιασμένους τους έβλεπε. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένει. Έκανε δυό διερευνητικά πονταρίσματα αλλά δεν πήρε ανησυχητικές απαντήσεις παρά το γεγονός ότι όλοι «πήγαν μέσα».
«Τα ρέστα μου», είπε, μειλίχια. Παγωμάρα. Κάποια επόμενα δευτερόλεπτα κύλησαν πολύ αργά. Σχεδόν βασανιστικά … Κάποια φύλλα κατέβηκαν, σε ένδειξη παραίτησης. Δύο ξερά «τα βλέπω» αντήχησαν στη σιωπή. Κοιταχτήκαν. Μετρηθήκαν στα βλέμματα. Σχεδόν ταυτόχρονα ανοίχτηκαν τα φύλλα.
Είχε τα χειρότερα. Αυτός που είχε τα καλύτερα τον κοίταξε ατάραχος για κάποια δυτερόλεπτα και χωρίς να πει τίποτα τα μάζεψε όλα από το τραπέζι. Στεγνά. Έκανε κινήσεις ετοιμασίας για την επόμενη παρτίδα.
Η γη είχε φύγει κάτω από τα πόδια του κι εμείς θα μάθουμε τη συνέχεια της ιστορίας αργότερα. Άλλωστε, θα ξαναγίνουν εκλογές κάποια στιγμή. Για προσωρινό επίλογο ας πούμε μερικά αποστάγματα ζωής: δεν είναι κακό να χάνεις αρκεί να καταλάβεις πώς και, κυρίως, αρκεί να ξέρεις να χάνεις. Ίσως κερδίσεις κάποια άλλη φορά. Αν μπορέσεις και συγκεντρώσεις τόσα όσα αντέχεις να χάσεις. «Τελειωμένος» είσαι μόνο αν πας την επόμενη μέρα να δανειστείς για να ξαναπαίξεις …

Πήγαινε στην κορυφή