ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Θεατρικός συγγραφέας – μυθιστοριογράφος

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Θεατρικός συγγραφέας – μυθιστοριογράφος

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗ «Το θέατρο είναι έκφραση,
μήτρα γέννησης ιδεών»


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ

 


Ο Γιώργος Σ. Πολίτης σπούδασε αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων και ζωγραφική και εργάστηκε στους συγκεκριμένους τομείς για ένα διάστημα πριν δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση. Το ενδιαφέρον του όμως σύντομα το έστρεψε στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την πολιτική οικονομία, παρακολουθώντας σειρά σεμιναρίων στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έτσι τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την αρθρογραφία και τη συγγραφή μυθιστορηματικών και θεατρικών έργων. Ανήκει στο δυναμικό των συγγραφέων του ομίλου Σμυρνιωτάκη και ειδικότερα του εκδοτικού οίκου Ωκεανίδα.
Ως μυθιστοριογράφος έχει συγγράψει 25 έργα εκ των οποίων τα επτά πρώτα από τον εκδοτικό οίκο Ηρόδοτο.
Ως αρθρογράφος έχει συγγράψει πλέον των 300 άρθρων, τα οποία αφορούν φιλοσοφία, ψυχολογία, κοινωνία, σχέσεις, πολιτική, θρησκεία και κυκλοφορούν ευρέως στον περιοδικό τύπο και στο διαδίκτυο. Ως θεατρικός συγγραφέας έχει συγγράψει επτά θεατρικά έργα τρία εκ των οποίων τρία (3) έχουν δεσμευτεί από την εταιρία παραγωγής θεατρικών έργων Anasa Art και αναμένονται να ανέβουν την επόμενη χειμερινή σεζόν στις αθηναϊκές σκηνές. Ήδη, στα πλαίσια της ευρύτερης συνεργασίας του με την Anasa Art, διδάσκει δημιουργική γραφή (μυθιστορηματική και θεατρική) στο θέατρο Παραμυθίας.
Από τα μυθιστορήματα που έχει συγγράψει κυκλοφορούν:
• Ήφαες Αδελαή; (Εκδόσεις Ηρόδοτος)
• 24 Στιγμές ακραίου πάθους (Εκδόσεις Ηρόδοτος)
• Το γράμμα που δεν διαβάστηκε ποτέ (Εκδόσεις Ωκεανίδα)


 

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ: Μεγάλωσα σε μια τυπική ελληνική οικογένεια με τα καλά και τα κακά της. Δυστυχώς η λέξη «αμφισβήτηση» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της κι ο περίγυρος έπαιζε σημαντικό ρόλο, σημαντικότερο ίσως από τις επιθυμίες μας. Πέρα από αυτά, γνώρισα την αγάπη με τον τρόπο που την εννοούσαν οι γονείς μου, θα έλεγα μάλιστα ότι κάποιες φορές υπήρξαν χειριστικοί και προσπάθησαν να μου επιβάλλουν (πόσο χιλιοειπωμένο) όλα εκείνα που θέλησαν να κάνουν ή που θεωρούσαν σωστά. Δυστυχώς σε ένα σημείο τα κατάφεραν με αποτέλεσμα να κάνω πράγματα που τους ευχαριστούσαν χωρίς να τα ευχαριστιέμαι εγώ…
Μεγάλωσα παίζοντας, αδιαφορώντας για τα πάντα. Ένοιωθα σιγουριά, κάτι πολύ σημαντικό για ένα παιδί και πίσω από τη σιγουριά αυτή αδιαφορούσα όλο και περισσότερο μεγαλώνοντας για τα πάντα, αφού το μέλλον μου ήταν προδιαγεγραμμένο και στο μέτρο που μπορούσε, ασφαλές. Μετά, στα 17 μου ξεκίνησα να δουλεύω και να πληρώνω τη διαμονή σπίτι μου. «Τα καλά παιδιά έτσι κάνουν» ήταν τα λόγια του πατέρα μου. Στο τέλος το μόνο που δεν μου είπαν, ήταν, ότι τα «καλά παιδιά» ζουν για τους γονείς τους. Το εννόησαν όμως!

 

 

«Π»: Πότε ανακαλύψατε το ταλέντο σας στην συγγραφή;

Γ.Π.: Αα, πέρασαν χρόνια… Χρειάστηκε να κλείσω πολλά κεφάλαια στη ζωή μου κι αμέσως μετά να ανοίξω καινούρια. Για να γράψει κανείς ο,τιδήποτε, πρέπει πρώτιστα να έχει κάτι να πει που να ενδιαφέρει τουλάχιστον μια ομάδα ανθρώπων αλλιώς ανακυκλώνει στην καλύτερη περίπτωση, λόγια που συνθέτουν ιστορίες για να περνάει η ώρα. Είχα ήδη περάσει τέσσερις δεκαετίες ζωής όταν κατάφερα, στο μέτρο που μου ήταν δυνατόν, να αμφισβητήσω καταστάσεις που θεωρούντο δεδομένες κι εξακολούθησα βήμα – βήμα να αντιγνωμώ σε αξίες φθαρμένες, απορώντας πώς ήταν δυνατόν να μην καταφέρνει να βλέπει κάποιος το προφανές.

 

 

 

«Π»: Ποιες οι δυσκολίες στη συγγραφή θεατρικών έργων σε σχέση με τη συγγραφή μυθιστορημάτων;

Γ.Π.: Στο μυθιστόρημα ο κάθε συγγραφέας έχει το «δικαίωμα» της χρησιμοποίησης άπειρων λέξεων, μπορεί να περιγράφει κατά βούληση πρόσωπα και πράγματα. Να σκαρώνει θεωρίες ολόκληρες ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται. Μπορεί να διαμορφώνει, να εξελίσσει χαρακτήρες γεμίζοντας σελίδες (αρκεί να είναι ευρηματικός και άρα όχι κουραστικός). Στη θεατρική συγγραφή τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Απαιτείται χειρουργική ακρίβεια – θα έλεγα – στην επιλογή των λέξεων, καθώς το πλήθος τους είναι μετρημένο και άρα ακριβό. Στο θεατρικό κείμενο για παράδειγμα, δεν αναφέρεται ένα ευφυολόγημα απλά για να ειπωθεί, οφείλει να έχει λόγο. Η παρουσία τής όποιας ατάκας, πρέπει να εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό, άλλως είναι σπατάλη χρόνου. Η θεατρική γραφή είναι απόλυτη θα τολμούσα να πω, δεν συγχωρεί. Επιβραβεύει ή κατακρίνει·και ως κατάκριση, καταψήφιση ή αποτυχία, οφείλει να θεωρηθεί ακόμα και η βάση.

 

 

 

«Π»: Μιλήστε μας για τα θεατρικά σας έργα «Κορίτσι Διαμάντι» και την «Έντονη έλξη».

Γ.Π.: Και δύο αυτά θεατρικά είναι εμπνευσμένα από δύο μυθιστορήματά μου τα οποία και διασκεύασα σε μονολόγους για τις ανάγκες του φεστιβάλ της ASASA ART. Το μεν πρώτο (το οποίο ερμήνευσε συγκλονιστικά θέλω να τονίσω μια εξαιρετική ηθοποιός, η Σάρα Τερζή) αναφέρεται σε μία γυναίκα η οποία βίωσε την επιβολή της μητέρας της σε όλα της τα χρόνια και μεσήλικη πλέον, αποκαμωμένη, ανεβασμένη στην ταράτσα του σπιτιού της αναδρομεί τη ζωή της αναζητώντας τους λόγους εκείνους που θα την έκαναν να θέλει να συνεχίσει να ζει. Είναι, θα έλεγα, ένα έργο γεμάτο συναισθήματα, που πολλοί και πολλές από τους ανθρώπους της γενιάς μας – και όχι μόνον – θα βρουν κομμάτια τού εαυτού τους στα λόγια της Αγγέλας, της ηρωίδας του έργου.
Το δεύτερο έργο, «Έντονη έλξη» (το οποίο ως μυθιστόρημα βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων της ΩΚΕΑΝΙΔΑΣ, του εκδοτικού όπου στεγάζομαι), αναφέρεται σε έναν φοιτητή που ερωτεύεται παράφορα τη μητέρα του φίλου του. Ο νεαρός αυτός εισβάλλει στον κύκλο της προσωπικής της ζωής αυθαίρετα και απειλεί να την καταστρέψει. Ο εαυτός του μεταβάλλεται και κάθε λεπτό τού παρουσιάζεται νέος. Πότε δράστης και πότε θύμα.
Θα έλεγα ότι είναι ένα ιδιαίτερο έργο που βάλλει των κατεστημένων αξιών, θα μπορούσα ακόμα να το χαρακτηρίσω όπως και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Παραδείσης ως ένα ψυχολογικό θρίλερ ειπωμένο με μία ιδιαίτερη γλώσσα που ξαφνιάζει ευχάριστα, πέρα από την υπόθεση που ανατρέπει τα δεδομένα διαρκώς…

 

 

 

«Π»: Ασχολείστε απο το 2010 αποκλειστικά με την συγγραφή. Τι σας ώθησε;

Γ.Π.: Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος, ότι είναι σαγηνευτικό να καταφέρνει ο οποιοσδήποτε, να μεταφέρεται, δεν θα έλεγα σε τόπους εξωτικούς, αλλά κυρίως σε πραγματικότητες που απέχουν του εαυτού του. Θα επέμενα πως όλο ετούτο είναι εθιστικό… Ο δεύτερος, ο κυριότερος, είναι ότι μου δίνεται η ευκαιρία να εξηγήσω τον κόσμο όπως εγώ τον βλέπω. Κι αν είναι εθιστική η πρώτη περίπτωση, η δεύτερη είναι ασυγκρίτως εθιστικότερη, αφού υπό το πρίσμα μιας νέας αλήθειας (η οποία σημειωτέον υπήρχε ανέκαθεν κρυμμένη στις σκιές που δημιουργεί ή η αδιαφορία μας για γνώση ή ο φόβος κατακρήμνισης μιας συνήθειας βολικής μετά την αποδοχή της), αποδίδω στους ήρωές μου όλα εκείνα που θα ήθελα να φωνάξω. Για παράδειγμα: πως δεν υπάρχουν διαχρονικές ηθικές αξίες απτόμενες των παθών για παράδειγμα, που να μένουν αμετάβλητες στον χρόνο καθόσον οι κοινωνίες διδάσκονται να υπηρετούν εκείνες (τις ηθικές) που συμβάλλουν στη συνοχή τους, αδιαφορώντας για την ευτυχία των μελών τους… Άρα είναι κρίμα να στερείται ο οποιοσδήποτε εκείνο που διακαώς επιθυμεί υπό τον φόβο της κατακραυγής των σημερινών νοοτροπιών οι οποίες δεδομένα τα επόμενα χρόνια θα έχουν αλλάξει υπό τις προσταγές της προόδου που καταφτάνει χωρίς να μας ρωτά…
Στο σημείο αυτό θέλω να καταστήσω σαφές πως ουδέποτε προσπαθώ να προτείνω σε κάποιον την γνώμη μου ή την λύση, απεναντίας προσπαθώ να καταστήσω με σαφήνεια προσδιορισμένο, σε όποιον ενδιαφέρεται, το σημείο εκείνο που βρίσκονται κρυμμένοι οι «χάρτες», που οδηγούν σε αυτήν. Άλλωστε η «αλήθεια» στο βάθος της, είναι μία προσωπική υπόθεση.

 

 

«Π»: Μπορεί ο συγγραφέας να βιοποριστεί αποκλειστικά με την συγγραφή;

Γ.Π.: Ασφαλώς και όχι, πέραν ασφαλώς κάποιων μετρημένων στα δάκτυλα εμπορικών συγγραφέων. Λέγοντας «εμπορικών» δεν θέλω σε καμία περίπτωση να μειώσω την αξία των γραφομένων τους, άλλωστε έχουν την προτίμηση του κοινού. Η συγγραφή είναι κατά την άποψή μου, πρώτα ανάγκη· κατόπιν η ανάγκη αυτή εξελίσσεται, μπορεί να γίνει συνήθεια τρόπος και ακολούθως τέχνη. Η συνήθεια κάνει ευκολότερα τα πράγματα, το ίδιο και η καταξίωση. Κάθεται κάποιος και γράφει με το μυαλό στους αναγνώστες, αυτό όμως θεωρώ ότι είναι λάθος. Ο αναγνώστης θέλει να διαβάσει την άποψη του συγγραφέα κι όχι εκείνα που νομίζει συγγραφέας ότι θα του αρέσουν. Βεβαίως από την άλλη υπάρχουν (και καλά κάνουν) βιβλία αναψυχής, της μίας φοράς που λένε… Αυτά είναι που κυρίως, αφήνουν κέρδος, αφού ακολουθούν τη φωτισμένη ευκολοδιάβατη λεωφόρο, όπου συχνάζουν οι περισσότεροι.

 

 

«Π»: Διδάσκετε δημιουργική γραφή (μυθυστορηματική και θεατρική), ποιοι ενδιαφέρονται περισσότερο, ποιές ηλικίες;

Γ.Π.: Ενδιαφέρονται άτομα κάθε ηλικίας. Με τη συγγραφή ο συγγραφέας καθαίρεται, η όλη διαδικασία αποτελεί αφ’ εαυτού της μια ψυχοθεραπεία, αφού ο καθένας μπορεί να εξωτερικεύσει εκ του ασφαλούς τις μύχιες σκέψεις του. Στο σημείο που μπορούμε να σταθούμε είναι (χωρίς ασφαλώς να αποτελεί κανόνα) ότι η κάθε ηλικιακή ομάδα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι νεαρές ηλικίες έχουν έναν ενθουσιασμό και μια άγνοια κινδύνου, μία ματιά που διαπερνά, που απαιτεί, που «αυθαδιάζει» (με την άριστη των εννοιών) που υψώνει ανάστημα στους κανόνες (το λατρεύω αυτό). Ενθουσιάστηκα κάποτε όταν μια εικοσάχρονη με ρώτησε: «Και συ πού το ξέρεις αυτό;» και κάθισε βολικότερα να μάθει, να δει το σκεπτικό, τον λόγο που ορίζει ας πούμε τον έρωτα εγωιστή, μακριά από κάθε αλτρουισμό. Οι μεγαλύτερες ηλικίες από την άλλη, είναι πιο συνεσταλμένες, αμφιβάλλουν περισσότερο και για τις ικανότητές τους ιδίως όταν διαβάζουν ένα έτοιμο κείμενο ενός καταξιωμένου συγγραφέα, αλλά και για τον κόσμο γενικότερα. Ε, αυτή η αμφιβολία τους, είναι το ισχυρότερο όπλο στα χέρια τους, αρκεί να τους δώσει ο εκπαιδευτής τα εφόδια να το δουλέψουν ώστε να γίνουν τα πράγματα απίστευτα απλά κι ωστόσο ενδιαφέροντα, καθόσον σημασία δεν έχει το ότι γράφουμε, αλλά το τί γράφουμε.

 

 

«Π»: Τι πραγματεύονται τα βιβλία σας;

Γ.Π.: Σήμερα είναι κυρίως ψυχογραφικά, με ενδιαφέρει όχι η δράση (ασχέτως αν σε κάποια υπάρχει δοσμένη με τρόπο σκληρό) αλλά οι λόγοι που συνετέλεσαν ώστε να εμφανιστεί. Πίσω από τις λεπτομέρειες παραμένουν ενεργές τεράστιες θεωρίες, βουνά λόγων και αιτιών… η ανακάλυψή τους, είναι για μένα σκοπός. Η παράθεσή τους στο κοινό με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά τεράστιος λόγος προβληματισμού. Κατόπιν αυτών, θεωρώ ότι πλέον γράφω κοινωνικά μυθιστορήματα που εστιάζουν στις ανθρώπινες σχέσεις.

 

 

«Π»: Ποια θέματα σας ιντριγκάρουν για θεατρικά έργα;

Γ.Π.: Εδώ περνάμε σε ένα άλλο κεφάλαιο. Ξεκινώντας να γράψω ένα θεατρικό ξέρω πως έχω μιάμιση ώρα να πω όλα εκείνα που έχω ανάγκη να πω, οπότε προσπαθώ να βρω μια ιδέα που να μου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές για εκείνα που θα ήθελα να φωνάξω κι ένα από αυτά είναι ότι έννοιες όπως: έρωτας, ελευθερία, πατρίδα, σχέσεις, πίστη, κοινωνικές συνδιαλλαγές, βασίζονται σε ιδέες που εξυπηρετούν καταστάσεις. Κι αν με ρωτήσετε τι στην πράξη νομίζω ότι μπορώ να πετύχω επαναπροσδιορίζοντας τις θεμελιώδεις αυτές ιδέες, θα σας απαντούσα ότι μου αρκεί που έβγαλα τα λόγια από μέσα μου κι ίσως ένας άνθρωπος μετά από την παράσταση, άρχισε να αμφιβάλλει και ν’ αναζητά. Τεράστιο κέρδος η αμφιβολία του ενός αυτού. Τεράστια θα επιμείνω!

 

 

«Π»: Υπάρχουν ακόμα …«κυκλώματα» στον χώρο του θεάματος; Τι έχετε διαπιστώσει;

Γ.Π.: Σε κάθε σύνολο ανθρώπων που συγκροτεί μία ομάδα με στόχους κοινούς (π.χ. καταξίωση, κέρδος, προβολή) είναι φυσικό (λογικό δεν είναι), να αναπτύσσονται φιλίες και αντιπαλότητες, αφού κερδίζοντας ο ένας, ο άλλος κρίνει ότι χάνει, όχι απαραίτητα χρήματα, μα δόξα… Συμβαίνει θα έλεγα και στις καλύτερες οικογένειες. Με αυτά μεγαλώσαμε και δυστυχώς με αυτά συνεχίζουμε. Η ματαιοδοξία στην τέχνη υπάρχει σε βαθμό υπέρθεσης. Το να κλείνουμε τα μάτια ούτε λύνει το πρόβλημα, ούτε και μας αθωώνει. Προσωπικά θεωρώ πως η αξιοκρατική στάση του οποιονδήποτε προς οποιονδήποτε, είναι θέμα αξιοπρέπειας.

 

 

«Π»: Θα ξανακάναμε τα λάθη του παρελθόντος με την ίδια ευκολία;

 

Γ.Π.: Σε κοινωνικό επίπεδο, είναι δεδομένο πως ναι. Η ιστορία ποτέ δεν δίδαξε κι αν το έκανε ποτέ δεν σταθήκαμε επιμελείς μαθητές κι αυτό ισχύει και για τους πολιτικούς αλλά και για όλους εμάς ως προς τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε σε συνολικές κοινωνικές-μαζικές αποφάσεις (βλ. χρηματιστήριο). Παραμένουμε επιρρεπείς στην ψυχολογία του όχλου κι αυτό επισημαίνει τη μη ισχυρή «θέση» των μονάδων της κοινωνίας. Ακαταστάλακτες ιδέες και άρα ανάγκη εξεύρεσης ινδάλματος – αρχηγού.
Μιλώντας τώρα για προσωπικές αποφάσεις που επηρεάζουν τον εαυτό μας, μπορώ να ισχυριστώ ότι το πεδίο συνδιαλλαγής τροποποιείται καθώς υπάρχουν οι αμετανόητοι εραστές των λαθών που αδιαφορούν για τα αποτελέσματα των πράξεών τους. Υπάρχουν εκείνοι που κοιτούν απολαμβάνοντας την πορεία, κλείνοντας τα μάτια στην ενδεχόμενη οδύνη του τέλους. Εδώ θα μιλούσαμε για εκλογικευμένη επιλογή. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα «των λαθών» είναι τεράστιο και δεν είναι δυνατόν να το καλύψουμε με λίγες λέξεις.

 

 

«Π»: Οι διαδραστικές παραστάσεις είναι κάτι που σας ενδιαφέρει; Ζωντανεύουν τα κείμενα με την συμμετοχή των θεατών;

 

Γ.Π.: Κάθε παράσταση είναι θεωρώ διαδραστική. Το βλέπει κανείς τόσο στα μάτια των θεατών όσο και στη υποκριτκή απόδοση των ηθοποιών. Ένα θετικό κοινό απογειώνει τη παράσταση. Άρα το θέατρο είναι αφ’ εαυτού του διαδραστικό. Ένας άρτια υποκριτικά ηθοποιός απογειώνει το έργο. Δεν το ζωντανεύει απλά, το παίρνει και το βάζει στη ψυχή του θεατή. Καταλαμβάνει τον θεατή κι ο θεατής κτήμα πλέον του ηθοποιού συναισθάνεται τον λόγο της ύπαρξης αυτού του κειμένου. Θα έλεγα πως περνάει σε μια εξιδανικευμένη περίπτωση, στο νου του συγγραφέα.

 

 

«Π»: Τι είναι το θέατρο;

Γ.Π.: Το θέατρο είναι τέχνη, έκφραση, μήτρα γέννησης ιδεών. Κορυφαία καλλιτεχνική στιγμή. Πόνος, δάκρυ, χαρά. Απόλαυση, χειροκρότημα και τέλος ζωή μία και μόνη, που αρχίζει όταν τα φώτα σβήσουν και που ποτέ δεν θα επαναληφθεί με απόλυτο τρόπο, όμοια, όσες φορές κι αν επαναληφθεί. Θέατρο είναι μνήμη, λύπη για εκείνο που πέρασε και χαρά για εκείνο που θάρθει. Είναι ανάγκη κι ακόμα τρόπος να ζει κανείς τη ζωή του όχι μόνο μέσα από τη δική του, μα και από των άλλων.

 

«Π»: Μελλοντικά συγγραφικά σχέδια;

 

Γ.Π.: Περισσότερα βιβλία, περισσότερα θεατρικά. Ένας συγγραφέας ποτέ δεν σταματάει να γεννά, ποτέ δεν σταματάει να σκέφτεται, ούτε και να δημιουργεί. Εκεί που λέω ότι ήδη υπάρχουν αρκετά έτοιμα χειρόγραφα (βιβλία ή θεατρικά) οπότε μπορώ πλέον να μην σκέφτομαι, μια ξαφνική ιδέα φέρνει τα πάνω-κάτω κι ανατρέπει στο λεπτό την ηρεμία που διήρκεσε ελάχιστα…
Περισσότερα θεατρικά, ήδη αναμένεται στην προσεχή χειμερινή περίοδο να ανέβη στις αθηναϊκές ένα protzect σε συνεργασία με την Anasa Art και ασφαλώς περισσότερα μυθιστορήματα. Ήδη ετοιμάζεται ένα επόμενο περί τα τελη Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Πράγματι, τώρα που μιλάμε έχει ξεκινήσει το casting των ηθοποιών από τους ανθρώπους της Anasa Art για ένα έργο μου (τον τίτλο του οποίου δεν μπορώ να αποκαλύψω) που πρόκειται να ανέβει την προσεχή χειμερινή περίοδο, όχι μόνο σε κεντρικές Αθηναϊκές σκηνές, αλλά και σε σκηνές μεγάλων πόλεων της υπόλοιπης Ελλάδας κι αν όλα πάνε όπως τα περιμένουμε, υπάρχουν σχέδια την επόμενη χρονιά να παρουσιαστεί και στον απόδημο Ελληνισμό με τη βοήθεια και την αρωγή συγκεκριμένων χορηγών. Πέραν αυτού υπάρχουν δύο θεατρικά τα οποία ευελπιστούμε να ξεκινήσουμε παράλληλα με το πρώτο. Μια κωμωδία και την επαναδιασκευή του μονόλογου «Έντονη Έλξη», σε μονόπρακτο.
Στα τέλη του Νοέμβρη αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το νέο μου βιβλίο «Έξι μέρες πριν τη εκτέλεση» το οποίο διαδραματίζεται στην μετεμφυλιακή εποχή (1949-1951). Αφορά την ιστορία μιας γυναίκας η οποία κατηγορείται ότι σκότωσε τον άντρα και το παιδί της.

Πήγαινε στην κορυφή