Στη συναγωγή. Γράφει ο Τ. Πασπάλας

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Στη συναγωγή. Γράφει ο Τ. Πασπάλας

«Λευτέρη, είσαι τυχερός, με φώναξε ο Διευθυντής και μου είπε πως άνοιξε θέση βοηθού στην γερανογέφυρα».
«Στη γερανογέρφυρα, Γιάννη;»
«Πες μας τώρα ότι δεν σου αρέσει;», κάνει από δίπλα ο Σωτήρης.
«Σταματήστε ρε αποσυνάγωγοι, τι έγινε ρε Λευτέρη, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;».
«Γιάννη έχω υψοφοβία».
«Και πού την έπαθες την υψοφοβία ρε σαχλαμάρα, στο περίπτερο; Σταμάτη, φέρε τα σχετικά να το γιορτάσουμε, κερνάω εγώ απόψε, δεν μπορώ να ακούω βλακείες» – παρεμβαίνει πάλι επιθετικά ο Σωτήρης.
«Λευτέρη» – παίρνει το λόγο ο Παλαβονικόλας – «αύριο πιάνεις δουλειά, κατάλαβες; Tελειώσανε τα βάσανα, την άλλη βδομάδα πάμε να ζητήσουμε το χέρι απ’ το Κατερινάκι».

Είχαμε βάλει το jukebox στη διαπασών και ο Καζαντζίδης τραγουδούσε «…Της αγάπης τη φωτιά μέσα στο κρασί να σβήσω», σαν να ήξερε τον πόνο του Λευτέρη, που σκεφτικός, δεν συμμετείχε στο κέφι της παρέας. Ο Σταμάτης έφερνε τους μεζέδες και γέμιζε τα ποτήρια με ούζο.
Με το που βγαίνει στο jukebox ο Μπιθικώτσης και ακούγονται οι πρώτες πενιές από την Δραπετσώνα, αμολάει ένα κλωτσίδι στο τραπέζι ο Σωτήρης, πετάγεται όρθιος και αρχίζει τις στροφές – φεύγει και ο τελευταίος πελάτης και το μαγαζί έγινε δικό μας. Ο Σταμάτης πίσω από το πάγκο, αρχίζει να σκορτσάρει σαν αυτοκίνητο που έμεινε από βενζίνη… Μα_μα_μα_.. και πριν τελειώσει του φωνάζει ο Παλαβονικόλας… «Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι… φέρε ρε μια από τα ίδια και άσε το σκορτσάρισμα». «Μα-μα-μαζέψτε τα, μα-μα-μαλάκες», κάνει ο Σταμάτης αλλά δεν τον άκουσε κανείς. Ήταν όλοι τους αδέρφια, μια γροθιά. Μαζί από το δημοτικό, μόνο ο στρατός τους χώρισε για λίγο. Και τώρα πάλι στην ίδια γειτονιά, εδώ στα Λιπάσματα, γλεντούσαν, έτσι ακριβώς όπως γλεντούσαν και οι γονείς τους. Μεροκάματο όλη τη βδομάδα στη Ναυπηγοεπισκευαστική, Ολυμπιακός την Κυριακή και ύστερα βόλτα στα μαγαζιά της Τρούμπας και πίσω πάλι στη «συναγωγή» του Σταμάτη. Δικαίωμα στο πείραγμα του Σταμάτη είχε μόνο η παρέα, κανείς άλλος. Είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες στις κερκίδες του Ολυμπιακού μόλις τολμούσε κάποιος να διακωμωδήσει το Γκο-γκο-γκολ του Σταμάτη.
Από τότε που πέθανε η μάνα του Λευτέρη, και του πήραν την άδεια απ’ το περίπτερο, είχε μείνει άνεργος. Άμαθος καθώς ήταν με τα βαριά μεροκάματα, δεν είχε βρει ακόμη δουλειά. Μα σήμερα ήταν άλλη μέρα, η δουλειά στη γερανογέφυρα ήταν ντελικάτη, ήταν υπεύθυνο πόστο και δεν απαιτούσε μπράτσα.
Το πρωί πέντε η ώρα, ήμασταν όλοι στη στάση και περιμέναμε το λεωφορείο.
«Επιτέλους ξανασυναντηθήκαμε, όπως τότε που ήμασταν παιδιά, και πηγαίναμε λύκειο», κάνει ο Σωτήρης για να σπάσει την πρωινή αμηχανία. Ετοιμάσου Λευτεράκη, το επόμενο Σάββατο μόλις πάρουμε το βδομαδιάτικο στα χέρια, θα πάμε όλοι μαζί να το τρίψουμε στα μούτρα της κυραφαντασμένης, θα της αρπάξουμε το Κατερινάκι και μην τον είδατε. Αρκετά χρόνια περίμενες και εσύ και το Κατερινάκι σου».
Κοιτούσαμε από μακριά με κομμένη την ανάσα τον προϊστάμενο, να δίνει οδηγίες στον χειριστή της γερανογέφυρας για να εκπαιδεύσει τον Λευτεράκη. Βλέπεις, αυτή η κουβέντα για την υψοφοβία που ανέφερε χτες βράδυ στη «Συναγωγή» δεν πέρασε απαρατήρητη.
Έμοιαζε θείο δώρο όμως αυτή η δουλειά για τον Λευτέρη, η ζωή του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία να παντρευτεί την γυναίκα που από μικρό παιδί αγάπησε. Μα βλέπεις, η κυραφαντασμένη ήθελε να την δώσει σε πλούσιο μακριά από την Δραπετσώνα. Ψόφησε ο κωλόγερος που είχε αγοράσει τα νιάτα της, και το Κατερινάκι γύρισε πάλι πίσω, στη Δραπετσώνα. Που να παραδώσει πνεύμα η κυραφαντασμένη, ο φουκαράς ο Λευτεράκης είχε κλείσει τα πενήντα πέντε και ακόμα του ζητούσε μόνιμη δουλειά για να δώσει την ευχή της.
Πα-πα-πάμε να την κλε-κλε-κλέψουμε γιατί α-α-άμα σου δώσει την ευχή της θα πας και συ αδιάβαστος σαν το κω-κω-κωλόγερο.
Σήμερα όμως του βρήκαμε δουλειά που του ταιριάζει. Κοιτούσαμε από μακριά το χειριστή να του δίνει οδηγίες πριν ανέβουν τον γερανό και αισθανόμασταν περήφανοι για τον φίλο μας.
Μετά από λίγο με σκούντηξε ο Παλαβονικόλας. «Γιάννη», μου κάνει, «κάτι δεν πάει καλά. Καθώς ανέβαιναν την σκάλα για να φτάσουν πάνω στην γέφυρα ο Λευτεράκης σταματούσε, σκούπιζε τον μέτωπό του και συνέχιζε με δυσκολία. Σε λίγη ώρα ο χειριστής χτύπησε συναγερμό και ζήτησε βοήθεια να κατεβάσουν το Λευτεράκη από την γέφυρα. Τον δέσανε με σχοινιά, του δέσανε στα μάτια ένα μαύρο πανί, και με ένα σιδερένιο κλουβί που κοτσάρανε στην μπούμα του γερανού τον κατεβάσανε κάτω. Έτρεξε ο Σωτήρης να τον βοηθήσει, του έδωσε νερό, τον ηρέμησε και του πρότεινε να γυρίσει σπίτι, «το βράδυ στη συναγωγή, Λευτεράκη».
Υψοφοβία, είπε.
Μόλις φτάσαμε το απόγευμα στη Δραπετσώνα, έπεσε σαν κεραυνός η είδηση για τον θάνατο του Λευτεράκη.
«Πήγε στο Τζάνειο, έδωσε αίμα και μετά από λίγο βρέθηκε νεκρός σε ένα παγκάκι, είχε πάρει μια χούφτα φάρμακα. Στα χέρια του κρατούσε ένα σημείωμα: “Κατερινάκι δεν είχα κάτι άλλο να σου αφήσω”».
Στη συναγωγή.
«Γιατί έφυγες Λευτεράκη» – κάνει ο Σταμάτης χωρίς σκορτσάρει η φωνή του – «γιατί είσαι τόσο άδικος μαζί μας, δεν φοβάσαι τώρα που πέταξε η ψυχούλα σου μόνη της τόσο ψηλά, γιατί μας το έκανες αυτό; Θα βρίσκαμε άλλη δουλειά».
Ο Παλαβονικόλας δίνει μια κλωτσιά στο τραπέζι και φέρνει με όλη του τη δύναμη μια πένθιμη στροφή, και με τη βοήθεια του Μπιθικώτση, χτυπάει τα δυνατά του χέρια στο πάτωμα με οργή.
Τράνταξε ο τόπος.
«Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…»

– Τούτο το υψοφοβικό κείμενο, το αφιερώνω σε όλους τους φίλους υποψήφιους της πόλης. Θέλω να τους πω ότι, όλοι μας σε αυτή την συναγωγή, προερχόμαστε από την ίδια άγια μήτρα της φτωχολογιάς, έχουμε τις ίδιες μνήμες, τις ίδιες ανησυχίες, τα ίδια βάσανα, τις ίδιες στενοχώριες, τους ίδιους ισχυρούς δεσμούς αίματος και φιλίας. Ας κρατηθούμε ενωμένοι.

Πήγαινε στην κορυφή