Δημοσκοπήσεις: η «αθώα» μορφή χειραγώγησης, του Βαγγέλη Ντάλη

Οι εκλογές έγιναν, τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Τις δημοσκοπήσεις (γκάλοπ) που διαβάζαμε τους τελευταίους μήνες τις θυμόμαστε; Αν όχι, επειδή όπως λένε «ως λαός έχουμε κοντή μνήμη», υπάρχουν καταχωρημένες στο διαδίκτυο. Mπορούμε να τις θυμηθούμε, να συγκρίνουμε με τα πραγματικά αποτελέσματα και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για το είδος, την αξιοπιστία αλλά και τη στόχευσή τους.

Αρχικά, να θυμηθούμε ότι οι αποκλίσεις μεταξύ τους ήταν πολύ μεγάλες. Άλλες έδιναν τη διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων στις Ευρωεκλογές στο 1% κι άλλες στο 15%. Σε πολλές επιστημονικές μετρήσεις υπάρχει το περιθώριο στατιστικού λάθους αλλά εδώ ήταν οφθαλμοφανές ότι δεν επρόκειτο για λάθος. «Μαγειρεμένες» ήταν και προφανείς πολιτικές στοχεύσεις είχαν ανάλογα με το ποιός τις χρηματοδοτούσε. Επίσης ας θυμηθούμε τη σειρά στην οποία κατέτασσαν τα άλλα κόμματα.
Το ίδιο είχε συμβεί και στις Βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Ντέρμπυ με νικητή στα σημεία τον έναν ή τον άλλο έδιναν και τελικά η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων ήταν περίπου 7%! Και μπορούμε να αναφέρουμε και παλιότερες «προβλέψεις» με αντίστοιχη «αστοχία». Συμπτωματικό; Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση …
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας οι δημοσκοπήσεις έδειχναν υπερψήφισή της αλλά συνέβη το αντίθετο. Στις αμερικανικές εκλογές έδιναν προβάδισμα της Χίλαρυ Κλίντον με ποσοστό περίπου 3% αλλά πρόεδρος έγινε ο Ντόναλντ Τραμπ. Στο βρετανικό δημοψήφισμα για το Brexit επίσης απέτυχαν. Κάνουν κάτι λάθος, είναι από την κατασκευή τους αφερέγγυες ή υπηρετούν σκοπιμότητες; Μπορεί και τα τρία μαζί.
Η στατιστική και οι δημοσκοπήσεις είναι επιστήμη. Αλλά όπως συμβαίνει και σε άλλες επιστήμες, θεωρίες και μέθοδοί τους ανατρέπονται ή αναθεωρούνται ως μη ακριβείς για να αντικατασταθούν από άλλες. Κι αν νέα δεδομένα υπάρξουν που τις αμφισβητούν, θα αναθεωρηθούν κι αυτές. Οι άλλες επιστήμες δεν διστάζουν να το κάνουν. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων όμως κάνουν «δουλειές» κι όχι επιστήμη οπότε …
Τον προηγούμενο αιώνα άνθρωποι των εταιρειών δημιουργούσαν στοχευμένα δείγματα ερωτηθέντων και οι «ερευνητές» των εταιρειών συμπλήρωναν μαζί τους ένα ερωτηματολόγιο. Έρχονταν στα σπίτια και μας απσχολούσαν τουλάχιστον μισή ώρα με πολλές παρεμφερείς ερωτήσεις για κάθε κύριο ερώτημα. Για να μειώσουν όμως αυτό το μεγάλο κόστος σε εργατοώρες, αναλάμβαναν πολλές «δουλειές» μαζί. Προσωπικά, έχω απαντήσει στον ίδιο ερευνητή για πολιτικές προτιμήσεις, επιλογές κρασιών και ραδιοφωνικών σταθμών ταυτόχρονα! Μου φάνηκε αστείο αλλά ήταν «τίμιο».
Τώρα τα σπίτια δεν ανοίγουν εύκολα και το κόστος της έρυνας πρέπει να κρατηθεί χαμηλά. Η συμπλήρωση ερωτηματολογίου πρόσωπο με πρόσωπο έχει αντικατασταθεί από την τηλεφωνική «δημοσκόπηση». Οι αριθμοί τηλεφώνων δεν αντιπροσωπεύουν πλέον περιοχή, ο χρόνος που διατίθεται είναι μικρότερος και φυσικά το δείγμα πληθυσμού δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Οι εταιρείες επίσης θέλουν να αγνοούν ότι πάρα πολλά σπίτια δεν έχουν πλέον σταθερό αλλά μόνο κινητά τηλέφωνα. Κάποια σπίτια δεν έχουν, δυστυχώς, ούτε τηλέφωνο ούτε και ρεύμα. Ψηφίζουν όμως. Οι εταιρείες δημοσκόπησης δεν θα μάθουν ποτέ τις προτιμήσεις τους. Όπως δεν θα μάθουν και των Ρομά. Κι ας συμμετείχαν ένθερμα σε προεκλογικές συγκεντρώσεις. Δεν έχουν σταθερό τηλέφωνο, δεν υπάρχουν για τις εταιρείες. Όπως δεν υπάρχουν κι οι ελληνοποιημένοι αλλοδαποί που γυρνάνε όλη την Ελλάδα για εποχιακά μεροκάματα.
Ακόμα και οι ίδιες οι εταιρείες δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Λέει ο Γιώργος Αράπογλου, διευθυντής της Pulse: «Δεν βρίσκω αρνητικό το να υπάρχουν αρκετές δημοσκοπήσεις και κάποιες να έχουν αξιόλογες διαφορές μεταξύ τους. Εκτός όλων των άλλων, υπενθυμίζει την αβεβαιότητα και τα μεγάλα περιθώρια σφάλματος που συνοδεύουν κάθε δημοσκοπική εκτίμηση». Γενικά, οι δημοσκόποι έχουν συναίσθηση και του τυχαίου και του στιγμιαίου. Γραμμή άμυνας της δουλειάς τους είναι ότι κάθε δημοσκόπηση δεν προβλέπει, είναι μόνο μια «φωτογραφία», μια απεικόνιση της στιγμής και δεν προκαθορίζει το μέλλον.
Εμείς όμως ξέρουμε ότι μια φωτογραφία έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη κι από χίλιες λέξεις. Κι αν αυτή ήταν η φωτεινή πλευρά των δημοσκοπήσεων, υπάρχει και η σκοτεινή. Αυτή που εντέχνως και σκοπίμως διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Γιατί τα κόμματα παραγγέλνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας δημοσκοπήσεις. Οι περισσότερες χρησιμοποιούνται από τα επιτελεία τους για τη διαμόρφωση της επικοινωνιακής στρατηγικής και μπαίνουν στα συρτάρια. Δεν τις μαθαίνουμε. Ποιές ανακοινώνονται; Αυτές που υπηρετούν πολιτικές στοχεύσεις. Θέλει ας πούμε ένα κόμμα να δείξει ότι έχει «αέρα νίκης»; Εμφανίζει γκάλοπ στο οποίο προηγείται με μεγάλη διαφορά από το ανταγωνιστικό. Θέλει να μη χάσει ψήφους από «συγγενή πολιτικά» μικρότερα κόμματα; Τα εμφανίζει με «εξαφανισμένα» ποσοστά, να μην μπαίνουν στη Βουλή, να μην εκλέγουν ευρωβουλευτή κλπ ώστε να ασκηθεί στους ψηφοφόρους τους η ψυχολογική πίεση της «χαμένης ψήφου» και να τα εγκαταλείψουν. Θέλει το πρώτο κόμμα, που έχει κουράσει όμως, να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του ώστε να προσέλθουν στην κάλπη; Εμφανίζει το δεύτερο κόμμα σε απόσταση αναπνοής και φοβίζει τους ψηφοφόρους του ότι «η σταθερή πορεία ανάπτυξης θα διακοπεί» και «οι κατακτήσεις κινδυνεύουν να χαθούν» …
Καταλαβαίνουμε πλέον ότι οι δημοσκοπήσεις «μαγειρεύονται». Από τα χρόνια της μεταπολίτευσης το ξέρουμε και γι’ αυτό όταν τις διαβάζαμε συνυπολογίζαμε το πού ανήκει πολιτικά το έντυπο το οποίο τις δημοσιεύει. Έτσι ξέραμε από ποιό κόμμα να κόψουμε μονάδες, σε ποιό να προσθέσουμε και ποιανού να αγνοήσουμε το ποσοστό ως φαντασιακό. Κυρίως όμως πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι οι δημοσκοπήσεις δεν στοχεύουν στους σταθερούς ψηφοφόρους. Αποσκοπούν στην άσκηση επίδρασης στην κρίσιμη μάζα των αναποφάσιστων και των μετακινούμενων ψηφοφόρων (για το λόγο αυτό λέγονται «push polls») και πάντα τα αποτελέσματά τους διαχέονται πολύ γρήγορα μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κατά βάση επιχειρείται αυτό που ονομάζεται «bandwagon effect», δηλαδή να πυροδοτήσουν ένα τρενάκι υποστήριξης των επιθυμιών και των στοχεύσεών τους ως να ήταν ήδη πραγματικότητα.
Κι αφού καταλαβαίνουμε ότι κάτι πάει λάθος γιατί συνεχίζουμε να τις διαβάζουμε και να τις συζητάμε; Γιατί είναι τόσος πολύς ο κόσμος που τις πιστεύει; «Γνωσιακές προδιαθέσεις / παρακάμψεις» (cognitive biases), λέγεται και είναι «ένα πρότυπο αποκλίνουσας κρίσης που λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένες καταστάσεις και δύναται να οδηγήσει σε παραμορφωμένη αντίληψη αυτών και ατελούς ή μη λογικής ερμηνείας τους». Έτσι λέει μια άλλη επιστήμη. Αλλά να το πούμε και πιο απλά, γιατί οι άνθρωποι βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε και πιστεύουμε αυτό που επιβεβαιώνει αυτά που ήδη πιστεύουμε.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή