Γ. Παπανδρέου: «Να εργαστούμε για να φτιάξουμε την Ελλάδα από την αρχή»

Γ. Παπανδρέου: «Να εργαστούμε για να φτιάξουμε την Ελλάδα
από την αρχή» 

ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΥ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΛΑΡΙΣΑ 

“Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

 Θέλω να σας εκφράσω τη χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα στη
Λάρισα, ξανά ανάμεσα σε φίλους και φίλες του Κινήματος έξι περίπου μήνες από
την ίδρυσή του.

Μια απόφαση που πήρα μαζί με άλλους συντρόφους και
συντρόφισσες, απαντώντας στις αγωνίες των ανθρώπων της παράταξης που την
έβλεπαν να χάνει την ταυτότητά της εξαιτίας της ταύτισής της με τη Δεξιά του κ.
Σαμαρά.

Μαζί να χάνεται και μια δυναμική αλλαγών – προοδευτικών
αλλαγών – που είναι απαραίτητες σήμερα.

Να χάνεται η ορμή και η βούληση να συγκρουστούμε με τα κακώς
κείμενα.

Την αδιαφάνεια, την ανομία, την αδικία, τη διαφθορά, την
πελατειακή Ελλάδα, την αυθαιρεσία της εξουσίας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εμείς είμαστε στο στόχαστρο από
όλους όσους θεωρούσαν και θεωρούν ότι μπορούν να είναι υπεράνω του νόμου, να
αυθαιρετούν.

Αυθαιρεσία – όχι μόνο της κρατικής εξουσίας – αλλά και όσων
χρησιμοποιούν τη δύναμη του χρήματος, των μίντια, των τραπεζών, των
ποδοσφαιρικών ομάδων, για να αυθαιρετούν.

Δεν αντέχουν την ισχύ του δικαίου.

Αυτοί θέλουν το δίκιο του ισχυρού.

Το «δίκιο» του τραμπουκισμού, το «δίκιο» του εκφοβισμού, το
«δίκιο» της εξαγοράς συνειδήσεων, το «δίκιο» του νεοφασισμού και της βίας.

Αυτή είναι η έννοια της δικαιοσύνης για αυτούς!

Αυτές οι συμπεριφορές δεν μας πτοούν, δεν μας σταματούν, δεν
μας φοβίζουν. Μας κάνουν ακόμα πιο αποφασισμένους να φτιάξουμε μια Ελλάδα
ευνομίας, λειτουργικής δημοκρατίας και δικαιοσύνης.

Για αυτό και σήμερα είμαστε ξανά εδώ, για να στείλουμε ένα
μήνυμα προς όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ότι το ΚΙΝΗΜΑ Δημοκρατών
Σοσιαλιστών ήρθε για να μείνει.

Ήρθε για να συμβάλλει στην ανασύνταξη της Δημοκρατικής
Παράταξης, που σε στιγμές κρίσιμες και δύσκολες για τη χώρα παραμένει
κατακερματισμένη, αδύναμη να δρομολογήσει λύσεις, μεγάλες προοδευτικές
μεταρρυθμίσεις, για την ομαλή έξοδο της χώρας από την κρίση.

Αλλά – μήπως η αποδυνάμωση ακριβώς αυτής της μεγάλης
μεταρρυθμιστικής μας προσπάθειας, οι αντιδράσεις διαφόρων κατεστημένων,
αποτελούν και το βασικό λόγο που δεν ξεφεύγουμε από την κρίση, που δεν μπορούμε
αξιόπιστα να βγούμε στις αγορές για να δανειοδοτηθούμε;

Έχουν περάσει επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της μεγαλύτερης
μεταπολεμικής κρίσης του καπιταλισμού.

Οι περισσότερες οικονομίες διεθνώς και στην Ευρώπη, έχουν
αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις απώλειες που προκάλεσε στα εισοδήματα και
την απασχόληση.

Από τις τέσσερις χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα, σήμερα οι
δύο, Ιρλανδία και Πορτογαλία, είναι εκτός προγράμματος και η Κύπρος δανείζεται
από τις αγορές.

Η Ελλάδα κατάφερε, σε δύσκολες συνθήκες, να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων, προϋπολογισμού και ανταγωνιστικότητας.

Αλλά και της έλλειψης αξιοπιστίας από τα πλαστά στατιστικά
στοιχεία για το έλλειμμα, όπως βεβαιώνει η Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
που της στέρησε την πρόσβαση στις αγορές και την προσφυγή στους θεσμικούς
πιστωτές.

Με μεγάλες όμως οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αφού
το ΑΕΠ σε μια επταετία –η ύφεση ξεκίνησε το 2008 δύο χρόνια πριν από την
υπογραφή της δανειακής σύμβασης- μειώθηκε περίπου κατά 25% και η ανεργία έφτασε
το 27%.

Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει αντιμέτωπους με το ερώτημα: γιατί
στην Ελλάδα αν και έγιναν προσπάθειες προσαρμογής, εντούτοις η έξοδος από την
κρίση καθυστερεί;

Η χώρα μέχρι την κρίση δεν είχε θεσμούς που να διευκολύνουν
την ανάληψη πρωτοβουλιών για την έγκαιρη εισαγωγή αναγκαίων διαρθρωτικών
αλλαγών.

Έτσι, παρά το γεγονός της διεύρυνσης των δίδυμων ελλειμμάτων
μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, δεν υπήρξαν διορθωτικές παρεμβάσεις, ούτε μετά το
2007, όταν η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου.

Αλλά και μετά την εκδήλωση της κρίσης καταγράφηκε ανάλογη
αδυναμία κατανόησης των αιτιών που μας οδήγησαν στην κρίση και ως προς τις
διαθέσιμες επιλογές – υπενθυμίζω Ζάππεια 1,2,3 ή επικλήσεις σε παραδείγματα
χωρών της Λατινικής Αμερικής ως πρότυπα για τις επιλογές της Ελλάδας, κατάργηση
των μνημονίων με ένα άρθρο, προγράμματα Θεσσαλονίκης – ώστε να προχωρήσει η
χώρα κατά προτεραιότητα σε αυτές που θα περιόριζαν το κόστος της προσαρμογής
και θα επιτάχυναν την έξοδο από την κρίση.

Η χώρα οδηγήθηκε στην κρίση, γιατί οι θεσμοί δεν
λειτουργούσαν σωστά και το παραγωγικό πρότυπο ήταν αναποτελεσματικό.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από το ξέσπασμα της κρίσης,
αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα, ώστε να ξεφύγουμε από αυτήν
χωρίς τον κίνδυνο να επαναληφθεί σύντομα μια νέα κρίση;

Η απάντηση είναι αρνητική.

Εκτιμώ, ότι το μεγαλύτερο μέρος των αναγκαίων αλλαγών,
ιδιαίτερα στους θεσμούς, είναι ακόμη μπροστά μας.

Σε μεγάλο βαθμό οι θεσμοί εξακολουθούν να λειτουργούν όπως
πριν από την κρίση, αν όχι χειρότερα.

Σε πολλές περιπτώσεις, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις
αποδομήθηκαν από αντιμεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, βαθύτατα συντηρητικής αν
όχι συντεχνιακής αντίληψης, όπως για παράδειγμα η Διαύγεια και ο νόμος για την
παιδεία, τόσο από την Κυβέρνηση Σαμαρά όσο και από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Η αδυναμία επίτευξης ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων,
στέρησε τη χώρα από την έγκαιρη υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών, καθιστώντας το
κοινωνικό κόστος πολλών μεταρρυθμίσεων μεγάλο και οδηγώντας σε πολλές
περιπτώσεις στη διαμόρφωση της άποψης ότι οι μεταρρυθμίσεις λειτουργούν σε
βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Μίλησα πρόσφατα με έναν επενδυτή στη Βουδαπέστη, που είναι
έτοιμος να επενδύσει αδρά σε ελληνικές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, σε start
ups, σε νέους Έλληνες επιστήμονες και στα πανεπιστήμιά μας.

Άλλοι ενδιαφέρονται για την αιολική, άλλοι για την ηλιακή
ενέργεια ή τη γεωθερμία, και κάποιοι άλλοι, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη
ποιοτικών προϊόντων μεσογειακής δίαιτας και υψηλού τουρισμού.

Άλλοι βλέπουν μέλλον στην ισχυρή μας θέση στις
ιχθυοκαλλιέργειες.

Άλλοι πάλι, στο εκπαιδευμένο δυναμικό μας, που δυστυχώς
παραμένει στην ανεργία.

Από την άλλη όμως, λυπάμαι. Λυπάμαι γιατί, όλα αυτά
παραμένουν ανεκμετάλλευτα και το χειρότερο, ενώ οι άλλοι προσμένουν από εμάς να
εκπέμψουμε ένα μήνυμα αποφασιστικότητας, εμείς εκπέμπουμε θολά μηνύματα, με τις
παλινωδίες μας, με τις παρελκυστικές και ασαφείς επιλογές μας.

Όλοι οι σοβαροί επενδυτές, αυτοί που δεν ψάχνουν για το
ευκαιριακό και ληστρικό κέρδος, αλλά για μια εταιρική σχέση μακρόχρονη, όπου η
επένδυση για αυτούς σημαίνει και σχέσεις εμπιστοσύνης με την Ελλάδα, με ρωτούν:

Θα φτιάξετε επιτέλους κράτος με διαφάνεια; Να μπορούμε να
εμπιστευτούμε τη δημόσια διοίκηση, να μην μας βλέπουν σαν εχθρούς ή σαν
ευκαιρία για παράνομο πλουτισμό κάποιοι παράγοντες;

Θα σπάσετε τη δαιδαλώδη και συγκεντρωτική γραφειοκρατία;

Θα φτιάξετε δικαστικές λειτουργίες που θα αποδίδουν γρήγορα
δικαιοσύνη, αντί να ταλαιπωρούν για χρόνια αντιδίκους σε υποθέσεις;

Θα δώσετε ουσιαστικότερες δυνατότητες στην αυτοδιοίκηση,
ώστε να μη χρειάζεται να τρέχουμε σε υπουργούς για την κάθε μας υπόθεση, την
κάθε επένδυση;

Θα ανοίξετε τα πανεπιστήμιά σας, ώστε να συνδεθούν με την
παραγωγή, την έρευνα και την περιφερειακή ανάπτυξη;

Θα έχουμε ίσες ευκαιρίες να επενδύσουμε στο τουρισμό, στις
νέες τεχνολογίες ή κάποια κατεστημένα θα μας πολεμήσουν για να διατηρήσουν την
αποκλειστικότητά τους;

Θα είναι το ελληνικό κράτος συνεπές στις υποχρεώσεις του;

Αν μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας στην Ελλάδα, οι
οικογένειές μας θα έχουν πρόσβαση σε καλά σχολεία και νοσοκομεία; Ποιο είναι το
περιβάλλον, η ποιότητα ζωής στη χώρα σας;

Αλλά αυτή την ώρα, πέραν αυτών των ερωτημάτων, κυριαρχεί το
εξής ερώτημα: θα μπορέσει η Ελλάδα να σταθεροποιηθεί, ο λόγος και η πράξη να
χαρακτηρίζονται από συνέπεια, θα εμπεδωθεί πνεύμα εμπιστοσύνης, θα παραμείνει
ισχυρό μέλος της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην
εξουσία;

Μήπως όμως, όλα αυτά τα αυτονόητα ερωτήματα, όλα αυτά τα
ζητήματα, που είναι καθοριστικά για την ξένη επένδυση, δεν είναι τα ίδια που
πρέπει να θέτουμε εμείς καθημερινά στο δημόσιο διάλογο και να τα επιλύουμε,
ώστε να αισθανθεί πρώτα ο Έλληνας πολίτης αξιοπρέπεια; Να αισθανθεί και ότι
έχει νόημα να επενδύσει τον κόπο του και τον ιδρώτα του στην ίδια του τη χώρα.
Να εμπιστευτεί πρώτος από όλους ο ίδιος ο Έλληνας τους θεσμούς μας.

Διότι αν δεν το νιώσει αυτό ο Έλληνας, σίγουρα δεν θα τα
νιώσει ο ξένος επενδυτής.

Αν είχαμε απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα αποφασιστικά εδώ
και πολλά χρόνια, μήπως θα είχαμε ήδη μια εύρωστη και ανταγωνιστική Ελλάδα και
όχι μια παρασιτική κρατικοδίαιτη οικονομία;

Μήπως έτσι, δεν θα χρειαζόμασταν και κανένα μνημόνιο, ούτε
και θα αναγκαζόμασταν να ζητιανεύουμε δανεικά από Ρώσους, Κινέζους, Άραβες,
αλλά ούτε και από τους εταίρους μας;

Γι” αυτό λυπάμαι. Γιατί και σήμερα ακόμη, στην πολιτική
σκηνή συνεχίζουν να κυριαρχούν οι ψεύτικες αντιπαραθέσεις μεταξύ δήθεν
μνημονιακών και αντιμνημονιακών.

Ενώ χάνουμε την ουσία.

Κανένα μνημόνιο δεν θα χρειαζόμασταν τώρα, ούτε και στο
μέλλον, αν είχαμε πράξει το αυτονόητο, αν πράξουμε το αυτονόητο, να
δημιουργήσουμε ένα λειτουργικό, δημοκρατικό, διαφανές και δίκαιο κράτος.

Συνεχίζουν πολλοί να ψάχνουν για τους «δαίμονες» που μας
έφεραν το κακό ή για τους σωτήρες που θα μας βγάλουν από τον πόνο.

Και δεν κοιτάζουμε πώς θα αξιοποιήσουμε, συλλογικά,
επιστημονικά, υπεύθυνα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα, η κάθε
περιφέρεια.

Και λυπάμαι ακόμη περισσότερο, γιατί ο χρόνος που χάνεται
και κόστος μεγάλο έχει και ζημιά ανεπανόρθωτη προκαλεί.

Θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποια λόγια που είχα πει λίγα
χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Κιλελέρ, το Φεβρουάριο του 2004.

Έλεγα τότε: «Ο πολίτης σήμερα δίνει εντολή να αλλάξουμε την
πολιτική σκηνή, να αλλάξουμε την Ελλάδα. Όχι στην επιστροφή στο παρελθόν, όχι
στην ψευδεπίγραφη εναλλαγή, όχι σε αυτούς που όραμά τους είναι η εξουσία, ναι
σε αυτούς που όραμά τους είναι η κοινωνία»

Σήμερα, 11 χρόνια μετά, μπορεί κανείς να πει ότι άλλαξε η
Ελλάδα πραγματικά;

Μπορεί κανείς να πει ότι έχουμε γυρίσει οριστικά σελίδα με
το παρελθόν; Ποιο αλήθεια είναι το όραμα που διαπνέει σήμερα την ελληνική
κοινωνία;

Πολλά μεσολάβησαν από τότε και μπορεί αυτά τα λόγια που είχα
πει να φαντάζουν σήμερα λόγια μακρινά, λόγια μιας άλλης εποχής, ωστόσο η
κατάσταση την οποία δυστυχώς σήμερα βιώνουμε, τα ξαναφέρνουν στην επιφάνεια,
καθιστώντας τα ερωτήματα περισσότερο επίκαιρα από ποτέ.

Δεν είναι ώρα όμως για σκληρές και άγονες κομματικές
αντιπαραθέσεις.

Είναι όμως ώρα για αλήθειες.

Για να μην ξαναχτίσουμε πάνω στις ψευδαισθήσεις.

Αλλά για να οικοδομήσουμε τον πατριωτισμό της αλήθειας.

Ας τελειώνουμε, λοιπόν, με τα φληναφήματα.

Ας τελειώνουμε με τα ψέματα, τους «αντιμνημονιακούς μύθους»,
τον μισαλλόδοξο λόγο, τις δήθεν αποκαλύψεις.

Είναι δυστύχημα για την Ελλάδα να βλέπει άλλες χώρες που
μπήκαν στο πρόγραμμα προσαρμογής, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος να
βγαίνουν από το καθεστώς των μνημονίων και εμείς ακόμα να εξετάζουμε το πώς
μπήκαμε στο μνημόνιο, αδυνατώντας να κατανοήσουμε το πραγματικό πρόβλημα και
τις αιτίες του, ψάχνοντας παντού συνωμοσίες.

Το μνημόνιο δεν καταργείται με άρθρα, γιατί αν ήταν έτσι οι
σημερινοί αντιμνημονιακοί της Κυβέρνησης θα το καταργούσαν.

Τα μνημόνια καταργούνται όταν φτάνεις στο σημείο να
στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις και να δανείζεσαι από τις αγορές με λογικά
επιτόκια.

Όταν εργάζεσαι για επιστροφή σε Ανάπτυξη με στήριξη της
υγιούς επιχειρηματικότητας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
οικονομίας, τότε πολεμάς τα μνημόνια και την κρίση.

Φίλες και φίλοι,

Ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και συναντώντας διεθνείς
παράγοντες και επενδυτές, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο κόσμος αλλάζει
γεωμετρικά και με ταχύτητα φωτός, με την Ελλάδα να είναι στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος.

Αντί η χώρα μας να είναι παρούσα στις εξελίξεις, την ίδια
ώρα δυστυχώς χάνεται στη μετάφραση μιας μυθοπλασίας, που αν δεν ξεπεράσουμε θα
πληρώσουμε με τεράστιο κόστος.

Είναι λυπηρό την κρίση αξιοπιστίας να την έχει διαδεχθεί μια
άνευ προηγουμένου κρίση αυτοπεποίθησης, γιατί γνωρίζω και τα τεράστια
συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τις πολύ μεγάλες δυνατότητες του λαού
μας και των νέων μας, οι οποίοι, αντί να μένουν στην πατρίδα, προτιμούν να
αναπτύσσουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους μακριά απ’ αυτήν, γεγονός
που με πληγώνει προσωπικά, όπως και τον κάθε Έλληνα.

Είμαστε μια χώρα με τεράστιες δυνατότητες, στην αιολική και
την ηλιακή ενέργεια, τη γεωθερμία, εδώ στη Θεσσαλία τη γεωργία, την
κτηνοτροφία, τον αγροτουρισμό, ενώ δεν είναι λίγοι οι επενδυτές που βλέπουν
μέλλον στην ισχυρή μας θέση στις ιχθυοκαλλιέργειες και στις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας.

Παρ’ όλα αυτά, λυπάμαι.

Λυπάμαι γιατί, όλα αυτά παραμένουν ανεκμετάλλευτα και το
χειρότερο, ενώ οι άλλοι προσμένουν από εμάς να εκπέμψουμε ένα μήνυμα
αποφασιστικότητας, εμείς εκπέμπουμε θολά μηνύματα, με τις παλινωδίες μας, με
τις παρελκυστικές και ασαφείς επιλογές μας, βυθιζόμενοι μέρα με την ημέρα στην
απραξία, την ηττοπάθεια, καθηλωμένοι στη λογική της αυτοεκπληρούμενης
προφητείας.

Προσωπικά, έχω στηρίξει κάθε εθνική προσπάθεια και τη
σημερινή κυβέρνηση, για να ξεπεράσουμε αυτήν την πολύ δύσκολη καμπή.

Αλλά αυτό απαιτεί όχι μόνο υπεύθυνη διαπραγμάτευση με τους
πιστωτές μας, αλλά και ένα εθνικό, ελληνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που θα μας
δώσει τη δύναμη να σταθούμε στις δικές μας δυνάμεις, στις δικές μας παραγωγικές
δυνάμεις.

Και γίνονται ασυλλόγιστες επιλογές.

Ήθελαν, μας έλεγαν, να αποφύγουν τη λήψη υφεσιακών μέτρων.

Σωστά. Ποιος θέλει να παίρνει υφεσιακά μέτρα;

Τελικά, το μόνον που κατάφεραν με την αέναη διαπραγμάτευση
στην οποία επιδίδονται χωρίς αρχή, μέση και τέλος, είναι να βάζουν τη χώρα όλο και
περισσότερο κάθε μέρα στην ύφεση από την πίσω πόρτα.

47 και πλέον σελίδες με προτάσεις απέστειλε η κυβέρνηση
στους θεσμούς και ούτε μια γραμμή δεν επεφύλαξε για μια μεγάλη διαρθρωτική
μεταρρύθμιση, που να απαντά στις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση κι ένα βήμα
πριν την εθνική καταστροφή.

Αβεβαιότητα και απουσία ρευστότητας, έχουν στεγνώσει την
πραγματική οικονομία.

Και το δημόσιο ταμείο, έμεινε γυμνό καθώς τα έσοδα
καταρρέουν και τον κίνδυνο ενός ατυχήματος να εντείνεται.

Και έτσι, χάνεται μια ακόμα ευκαιρία.

Εγκλωβίστηκε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση επιμέρους
ζητημάτων του υπάρχοντος μνημονίου.

Υπερασπιζόμενη κόκκινες γραμμές και όχι τη μοναδική κόκκινη
γραμμή που πρέπει να υπάρχει, την πραγματική αλλαγή της χώρας.

Χάνει την ευκαιρία να θέσει τους μεγάλους στόχους, ένα
ελληνικό σχέδιο αλλαγών που θα στηριχθεί και από τους εταίρους.

Αλλά και από τον Ελληνικό λαό, όπως είχα προτείνει.

Με δημοψήφισμα.

Αυτό θα έδινε πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία και δύναμη
διαπραγμάτευσης από τις αντιδικίες που βλέπουμε, πολλές φορές και σε προσωπικό
επίπεδο με τους εταίρους μας.

Χάνουμε και αξιοπιστία.

Γιατί κάποιος να σου δανείσει, να σε εμπιστευτεί, να σε
πιστέψει, αν δεν έχεις συνέπεια και αξιοπιστία;

Αλλά και πέρα από τις σχέσεις με τους εταίρους μας, πώς θα
μας εμπιστευτούν οι αγορές ομολόγων;

Και ας είμαστε ξεκάθαροι: Εθνική κυριαρχία χωρίς αξιοπιστία
δεν μπορεί να υπάρχει.

Όταν είσαι αξιόπιστος έχεις την πρωτοβουλία των κινήσεων,
έχεις σχέδιο και προφανή στόχευση.

Διαφορετικά, παραμένεις δέσμιος, εξαρτημένος από την χρηματοδότηση
από τους Θεσμούς και τους εταίρους.

Φτάσαμε σήμερα, με πολύ καλύτερους όρους από αυτούς που
βρεθήκαμε το 2009 αντιμέτωποι με την κρίση, σε πολύ καλύτερη διαπραγματευτική
θέση, χάρη στις μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού και όμως, μετά από αυτή τη
δύσκολη διαδρομή, φτάσαμε στην πηγή και δεν ήπιαμε νερό.

Ενώ κάναμε μια δύσκολη προσαρμογή, πρωτοφανή στην ιστορία,
όπως διαβεβαιώνει ο ΟΟΣΑ, δεν κάναμε το τελευταίο βήμα για να εκμεταλλευτούμε
θετικά τη θέση μας στην Ευρωζώνη.

Τη δυνατότητα να έχουμε ξανά πρόσβαση στις διεθνείς αγορές
και άρα, σε φτηνό χρήμα.

Την προσέλκυση πολλών επενδυτών που θα μπορούσαν να είχαν
πειστεί για σταθερότητα και νέες ευκαιρίες στη χώρα μας, στις περιφέρειες.

Την πρόσβασή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Αντίθετα, σήμερα, το πλεονέκτημα μπορεί να το χάσουμε και
μαζί να χαθούν οι θυσίες του Ελληνικού λαού.

Ή ακόμα χειρότερα, να μπει η Ελλάδα σε μια άσκοπη
περιπέτεια, να δοκιμαστεί για χρόνια ακόμα ο τόπος, χωρίς λόγο. Θα είναι
ιστορικά τραγική εξέλιξη, μια χώρα να απειλείται με την αβεβαιότητα της
χρεοκοπίας, ενώ έχει πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα.

Θα είναι ιστορικά ολέθριο λάθος να απαρνηθούμε την θέση μας
στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, για χάρη «παραδείσων» που δεν υπάρχουν.

Η χώρα πορεύεται με τον αυτόματο πιλότο, από πέρσι το
καλοκαίρι, από την προεκλογική περίοδο, πριν από τις ευρωεκλογές, οπότε και η
τότε κυβέρνηση επανέκαμψε στην αντιμνημονιακή ρητορική «σκίζω τα μνημόνια και
διώχνω το ΔΝΤ», προκειμένου να αντιμετωπίσει την αντιμνημονιακή ρητορική του
ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά, φίλες και φίλοι,

Άλλο η συνεύρεση στην πλατεία, άλλο αντιμέτωπος με τη σκληρή
πραγματικότητα.

Και προσωπικά, κατανοώ τη δύσκολη προσαρμογή της σημερινής
κυβέρνησης στη σκληρή πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από συγκεκριμένους παράγοντες:

Την πράγματι συντηρητική Ευρώπη, που αντιμετωπίζει το
ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα αποκλειστικά με όρους Ευρωζώνης και όχι βάσει
των αρχών και αξιών που συστήθηκε μεταπολεμικά.

Αλλά αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν, να προετοιμαστούν
κατάλληλα για αυτό, με ένα αξιόμαχο διαπραγματευτικό οπλοστάσιο και βεβαίως, να
μεριμνούν ώστε να μην χάνουν συμμάχους που με κόπο και πόνο επιχειρήσαμε να
βρούμε τα πρώτα χρόνια της κρίσης.

Συμμάχους που είχαν και στην αρχή της διαπραγμάτευσης,
περισσότερους από ό,τι σήμερα.

Την υπονομευμένη αξιοπιστία της χώρας – που με ιδρώτα
πασχίζαμε να οικοδομήσουμε τα προηγούμενα χρόνια.

Την απουσία ενός συνεκτικού και αξιόπιστου ελληνικού σχεδίου
προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που όφειλε να έχει διαμορφώσει η κυβέρνηση – αλλά
με ευθύνη δική της δεν το έπραξε και τώρα αναγκάζεται να προσαρμόζεται βίαια
στις απαιτήσεις των εταίρων.

Απαιτήσεις, οι οποίες μάλιστα, δεν εστιάζουν πάντα στα
πραγματικά προβλήματα της χώρας, τις παθογένειες που μας οδήγησαν στο χείλος
της καταστροφής. Αλλά αυτό όφειλαν να το ξέρουν.

Τους είχαμε προειδοποιήσει πολύ πριν από την προεκλογική
περίοδο.

Δεν το έκαναν, και τώρα η πορεία της χώρας και το μέλλον του
Ελληνικού λαού είναι άδηλα, όχι μόνο γιατί ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος για
την έκβαση της διαπραγμάτευσης, με δεδομένη και την πολυφωνία στο εσωτερικό του
κυβερνώντος κόμματος, αλλά και γιατί ακόμη και τώρα, πέντε χρόνια από την
εκδήλωση της κρίσης, το πραγματικό διακύβευμα που θα έπρεπε να έχει λάβει
διαστάσεις εθνικής αποστολής, παραμένει στο περιθώριο του δημοσίου διαλόγου.

Και αυτό είναι απορίας άξιον σε μια χώρα που ταλανίζεται από
την κρίση.

Εκτός και αν, κάποιοι επιθυμούν να αλλάξει επίπεδο η χώρα
και να ανταγωνιστεί άλλες οικονομίες, αρρύθμιστες και θεσμικά και από πλευράς
κατοχύρωσης βασικών ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων, με υποβαθμισμένο
περιβάλλον και χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

Το θέλουν;

Ελπίζω όχι.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, επειδή οι καιροί είναι και
δύσκολοι και πονηροί, είναι καλό να συμβάλλουμε όλοι σε έναν ανοιχτό και
δημοκρατικό διάλογο, με θέσεις σαφείς, χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις,
ούτε και με σκοπιμότητες.

Φίλες και φίλοι,

Η θέση μου, η θέση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ μας, είναι απολύτως καθαρή
και διακριτή, σε μια περίοδο που κυριαρχεί η ασάφεια και η πάση θυσία αποφυγή
του πολιτικού κόστους.

Αυτές τις κρίσιμες ώρες, θα έπρεπε να υπάρξουν πρωτοβουλίες,
όπως και πνεύμα συλλογικής εθνικής αντιμετώπισης της δύσκολης συγκυρίας.

Να επιδιωχθούν ευρύτατες συναινέσεις για τη στήριξη κρίσιμων
αποφάσεων που θα καθορίσουν το μέλλον του τόπου.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, γίνεται κάθε μέρα όλο και
περισσότερο φανερό, ότι από το δημόσιο διάλογο απουσιάζει ο υπεύθυνος λόγος των
πραγματικά προοδευτικών δυνάμεων του τόπου, του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της
μεταρρυθμιστικής αριστεράς, του πολιτικού φιλελευθερισμού, της πολιτικής
οικολογίας.

Τις τελευταίες ημέρες, δύο πολιτικά κόμματα που κινούνται
στον προοδευτικό χώρο, εξέλεξαν νέες ηγεσίες.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι, ο χώρος μας, πρέπει να ξεπεράσει
τον κατακερματισμό και την έλλειψη δυναμικής παρέμβασης στα πράγματα, με τον
κίνδυνο να εμφανιστεί ως μεγάλος απών των εξελίξεων, αδυνατώντας να
συνδιαμορφώσει τις προοπτικές της επόμενης ημέρας για τη χώρα και τον Ελληνικό
λαό.

Άλλο τόσο προφανές είναι όμως, ότι μία κίνηση ηγεσιών και
μόνο, δεν αρκεί. Αυτό, θα αποτελέσει ένα ακόμη εμπόδιο στην όποια προσπάθεια.

Το ΚΙΝΗΜΑ Δημοκρατών Σοσιαλιστών, αλλά και εγώ προσωπικά, με
τη διακριτή ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα που καταθέσαμε με την Ίδρυση του
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, εκφράσαμε την αποφασιστικότητά μας να συμβάλλουμε στην ενότητα των
προοδευτικών δυνάμεων.

Τονίσαμε εξ” αρχής ότι, το ΚΙΝΗΜΑ Δημοκρατών Σοσιαλιστών
επιδιώκει να αποτελέσει τον καταλύτη της ενότητας και της αναμόρφωσης του
προοδευτικού χώρου πάνω σε αρχές και αξίες και να ανοίξουμε το δρόμο για τη
συγκρότηση μιας προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας ικανής να
διαμορφώσει και να καταθέσει μια νέα, προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης που
τόσο έχει ανάγκη η Ελλάδα και η Ευρώπη.

Μια πρόταση, που θα ανατρέπει τις παθογένειες του
πελατειακού πολιτικο-οικονομικού συστήματος και θα βάζει φραγμό στις υπόγειες
διαδρομές και στις εξαρτήσεις με τα κατεστημένα συμφέροντα.

Φίλες και Φίλοι,

Πρωτίστως όμως, απαιτείται άμεσα, να υπάρξει μια θετική
κατάληξη για τη χώρα στην υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση.

Απαιτείται άρση του αδιεξόδου, που διαμορφώθηκε με τις λάθος
επιλογές και της προηγούμενης και της σημερινής κυβέρνησης και βεβαίως, με τις
τεράστιες ευθύνες των εταίρων μας.

Και αυτό για δύο λόγους. Και για να κατοχυρωθεί η θέση της
χώρας εκεί που της αξίζει και για να συζητήσουμε για την οικοδόμηση μιας
βιώσιμης πορείας, απαλλαγμένης από τα βάρη του παρελθόντος.

Εμείς στηρίζουμε την προσπάθεια της χώρας.

Όμως,

Ρήξη σε βάρος – και στην πλάτη, του Ελληνικού λαού, δεν
μπορεί να είναι αποδεκτή.

Η κυβέρνηση δεν έχει την εντολή του Ελληνικού λαού να παίξει
με τη ασφάλεια της χώρας.

Αν θέλει η κυβέρνηση να κάνει ρήξη, ας την κάνει με τα πολλά
μεγάλα και μικρά κατεστημένα συμφέροντα, με το πελατειακό κράτος, που δυστυχώς
φαίνεται να έχει ως πρώτη προτεραιότητα να ξαναχτίσει, κάτω από τον μανδύα του
«ξηλώματος του μνημονιακού καθεστώτος».

Τότε θα μας βρει δίπλα της.

Γιατί τώρα, δεν βλέπω να διακατέχεται από ριζοσπαστικό
μεταρρυθμιστικό πνεύμα.

Αντιθέτως, αποδομεί μεταρρυθμίσεις.

Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,

Η αξιοπιστία της χώρας και η οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τα
μη παρασιτικά επενδυτικά κεφάλαια, με τους εγχώριους και διεθνείς επενδυτές,
προϋποθέτουν τη διακήρυξη εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων και του Ελληνικού
λαού, της κοινής μας πεποίθησης περί της προώθησης μεγάλων αλλαγών και
μεταρρυθμίσεων, για την οριστική αλλαγή του προσανατολισμού της χώρας και του
παραγωγικού της μοντέλου.

Παράλληλα χρειάζεται εξίσου ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό
πολιτικό σύστημα.

Στραμμένο στη διασφάλιση του εθνικού και δημοσίου
συμφέροντος.

Δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση στην υπηρεσία του πολίτη
και παραγωγικό μοντέλο με κανόνες και πρόνοιες που να καθιστούν δυνατή την υγιή
επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Αυτές είναι οι αυτονόητες προϋποθέσεις που θα εκπέμψουν το μήνυμα
της τόλμης μας να καταστούμε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και θα δώσουν
ώθηση στην εξωστρέφεια που χρειάζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις και η χώρα.

Και η αλήθεια είναι, ότι την περίοδο 2009 – 2011, μέσα σε
περιβάλλον κρίσης και λιτότητας, λόγω των μέτρων που με πόνο αναγκαστήκαμε να
πάρουμε, ύστερα από την εμμονή των εταίρων μας στις πολιτικές λιτότητας, έγιναν
σημαντικά βήματα ώστε να θέσουμε τις βάσεις για ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον
που θα απελευθερώσει δυνάμεις και θα αναδείξει την πραγματική δυναμική της
χώρας.

Παράλληλα, κάναμε τολμηρά βήματα για να διαμορφώσουμε ένα
κράτος – εργαλείο, ικανό να στηρίξει έναν σύγχρονο αναπτυξιακό σχεδιασμό, με
ανταγωνιστικό πρόσημο.

Με σειρά ρυθμίσεων που διευκόλυναν την ίδρυση επιχειρήσεων,
με την ίδρυση και λειτουργία του Καλλικράτη, δίνοντας δύναμη στις τοπικές
κοινωνίες και στις περιφέρειες, με τη δυνατότητα που δώσαμε στα πανεπιστήμια να
καταστούν αυτόνομα, να ανοίξουν τα φτερά τους, να πάρουν πρωτοβουλίες και να
συνδεθούν με τις τοπικές κοινωνίες.

Με άλλα λόγια, την περίοδο 2009-2011 δημιουργήσαμε ένα
«προοδευτικό κεκτημένο» μεταρρυθμίσεων, χωρίς να μας το επιβάλλει καμία Τρόικα
και κανένα μνημόνιο, ένα προοδευτικό κεκτημένο που οφείλουν σήμερα να
στηριχθούν και να εμπλουτίσουν οι προοδευτικές πολίτες της χώρας, είτε ανήκουν
στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΟΤΑΜΙ, είτε στη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, είτε δηλώνουν πολιτικά
άστεγοι.

Θα σας πω ένα παράδειγμα το πώς ο Καλλικράτης και ο νόμος
για τα ΑΕΙ μπορούν να απελευθερώσουν τις τοπικές κοινωνίες και περιφέρειες από
τις εξαρτήσεις της κεντρικής εξουσίας.

Ο Καλλικράτης δεν ήταν απλά ένας νόμος για το εάν οι
Λαρισαίοι θα εκλέγουν νομάρχη ή περιφερειάρχη.

Αντίθετα, ήταν ένας νόμος αναπτυξιακό εργαλείο για την κάθε
περιφέρεια, η οποία πλέον μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες περιφερειακής
ανάπτυξης.

Γιατί μόνο οι τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν καλύτερα από κάθε
άλλον τις δυνατότητές τους, τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, τους δυναμικούς
εκπροσώπους των υγιών παραγωγικών δυνάμεων σε κάθε τόπο, αλλά και τους
πρωταγωνιστές σε κάθε τομέα παραγωγής.

Όπως γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον και τον τρόπο να
παραχθεί προστιθέμενη αξία, ποιότητα, σταθερές θέσεις εργασίας, βιώσιμη
ανταγωνιστικότητα, με τον άνθρωπο πάντα στο επίκεντρο.

Ο νόμος για τα ΑΕΙ δεν ήταν απλά ένας νόμος για το πώς θα
εκλέγονται οι πρυτάνεις ή το πώς θα διαρθρώνονται διοικητικά τα ακαδημαϊκά
τμήματα.

Αντίθετα, ήταν ένας νόμος που στόχο είχε να καταστήσει το
ελληνικό πανεπιστήμιο εξωστρεφές, να το αναμείξει με δυνάμεις της κοινωνίας των
πολιτών, προωθώντας την αριστεία, την διαφάνεια και τη λογοδοσία, επιτρέποντας
αναπτυξιακές συνέργειες με φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Φανταστείτε τι σπουδαία αποτελέσματα μπορούν να παραχθούν
από τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με την Περιφέρεια, τους δήμους
και τους τοπικούς φορείς, πόσα κύτταρα καινοτομίας και ανάπτυξης μπορούν να
δημιουργηθούν.

Αυτό το προοδευτικό κεκτημένο είναι η «κληρονομιά» που
πρέπει να διαφυλάξουν οι προοδευτικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως πολιτικής και
κομματικής τοποθέτησης.

Στην κατεύθυνση αυτή, καλωσορίζουμε τις πρωτοβουλίες της
κυβέρνησης για την παροχή ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, ή την
επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.

Δυστυχώς όμως αυτές οι πρωτοβουλίες, που στόχο έχουν την
εμπέδωση και προώθηση του «προοδευτικού κεκτημένου», ακυρώνονται με
πρωτοβουλίες, όπως η τροποποίηση προς το χειρότερο ενός νόμου που ψηφίστηκε από
255 βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου ή η κάλυψη κενών στην υγεία και την
παιδεία από Έλληνες στρατιώτες, πρακτικές που μας φέρνουν δυσάρεστες μνήμες από
το παρελθόν, όταν ο στρατός υποκαθιστούσε τις επίσημες λειτουργίες του κράτους.

Σε αυτήν την προσπάθεια, απαιτείται συστράτευση όλων των
πολιτικών δυνάμεων της χώρας και του Ελληνικού λαού.

Απαιτείται συνεννόηση για τη διαμόρφωση και άμεση υλοποίηση
ενός εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων.

Απαιτείται οι παραγωγικές δυνάμεις της περιφέρειες να μη
μείνουν παθητικές. Να ακουστούν, να σχεδιάσουν, να δράσουν.

Μέσα στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου που θα αντιμετωπίσει
το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, θα απαντήσει στο πραγματικό διακύβευμα, που
είναι η πλήρης ανατροπή ενός πολιτικοί-οικονομικού συστήματος άδικου,
αντιπαραγωγικού, που συνεχίζει να παράγει ανισότητες, να υιοθετεί κανόνες υπέρ
συγκεκριμένων μικρών και μεγάλων συμφερόντων, σε βάρος των πολλών και του
δημοσίου συμφέροντος.

Ενός συστήματος που κρατά δέσμιες τις υγιείς παραγωγικές και
δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.

Αυτό το μοντέλο πρέπει να αλλάξει.

Πρέπει οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας να δείξουν ότι
κανείς δεν περισσεύει σε αυτήν την προσπάθεια, ότι μπορεί να αξιοποιηθεί ο
καθένας ξεχωριστά, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του, να
ξαναβάλουμε τον πολίτη στο επίκεντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων, με
διαδικασίες όπως εκείνες που ξεκίνησαν το 2004 ή το δημοψήφισμα.

Σε αυτήν την προσπάθεια, η Θεσσαλία οφείλει – και μπορεί, να
έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και τη θέληση αυτή διαπιστώνω και στην περιοδεία μου
το τελευταίο διάστημα στη Μακεδονία και τη Θράκη, τη Δυτική και Στερεά Ελλάδα
και είμαι σίγουρος ότι η δίψα για αλλαγή υπάρχει σε όλη τη χώρα, ώστε να
απαλλαγούμε επιτέλους από τα βάρη ενός παρελθόντος που μας έσπρωξε στα πρόθυρα
μιας εθνικής τραγωδίας.

Η Θεσσαλία, όπως έδωσε μια εξέγερση των αποκλεισμένων έναντι
των προνομιούχων πριν από ένα αιώνα, μπορεί από εδώ σήμερα να εκκινήσει η
ειρηνική εξέγερση της επανάστασης του αυτονόητου, για να ανταπεξέλθουν η Ελλάδα
και οι Έλληνες στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου.

Η επόμενη ημέρα –εννοώ μετά την υπογραφή μιας συμφωνίας- δεν
θα είναι εύκολη ούτε για την κυβέρνηση ούτε για τη χώρα και τους πολίτες.

Όμως έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να διορθώσουμε τα πράγματα.

Να εργαστούμε για να φτιάξουμε την Ελλάδα από την αρχή.

Για τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού που βρέθηκαν
μόνες τους στο επίκεντρο της προσπάθειας για να αντιμετωπιστεί η κρίση αποτελεί
προτεραιότητα η ανασύνταξη του χώρου και η χάραξη ενός οδικού χάρτη για την
προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας.

Σε αυτή την προσπάθεια σας καλώ όλους και όλες να
ανταποκριθείτε για να βγει η χώρα μια ώρα νωρίτερα από την κρίση.

Σας ευχαριστώ”

 

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή