Γιατί οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα από μένα; της Κατερίνας Μαγγανά

Τι είναι αυτό που κάνει αρκετούς ανθρώπους να διασχίζουν την ζωή τους ως «λιγότεροι» από τους επιτυχημένους «άλλους», αντί να ασχοληθούν και να ικανοποιούνται από τη δική τους ζωή;

«ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ
ΠΟΤΕ ΣΑΝ…»
Η Α. από τις πρώτες μας συναντήσεις παραπονιέται με ένταση, που φτάνει ως και το αληθινό βίωμα δυστυχίας, για το πόσο καλά τα καταφέρνουν οι άλλοι γύρω της, ενώ εκείνη είναι αποτυχημένη σε όλα. Είναι μια όμορφη, έξυπνη και ικανή νέα γυναίκα, στο εργασιακό της πεδίο θα μπορούσε να είναι πρωταγωνίστρια. Δεν είναι όμως. Έχει βάλει τον εαυτό της σε μια γωνία μειονεξίας και παθητικότητας και σκυλιάζει με τους άλλους, που όλοι ανεξαιρέτως είναι πιο επιτυχημένοι και ευτυχείς από εκείνη. Και φυσικά, θεωρεί πως κανείς τους δεν έχει τα δικά της «τεράστια» προβλήματα, που δεν την αφήνουν να τους μοιάσει.
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό, υπάρχουν όμως πάρα πολλά γύρω μας, με κάποιες διαφορές, κυρίως όμως με πολλές ομοιότητες. Για τον ειδικό είναι ένα πραγματικό στοίχημα να μπορέσει να βοηθήσει τον άνθρωπο που έχει απέναντί του να «δει» από μόνος του και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που διακρίνει και διαισθάνεται καθηλωμένες και εγκλωβισμένες σε παλιούς και ανανεούμενους μέσα στο χρόνο ψυχικούς τραυματισμούς. Οι οποίοι στα σύγχρονα χρόνια, με τις αυξημένες απαιτήσεις επίτευξης από την κοινωνική πραγματικότητα, μπορεί να βιώνονται πιο βαριά από τον κάθε άνθρωπο, ο οποίος μοιάζει να πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει κάτι σε κάποιον, αλλά και στον εαυτό του.
Μια θεραπευόμενη, που πέρασε παιδικά και εφηβικά χρόνια σε μικρή πόλη της περιφέρειας και ήταν πολύ καλή μαθήτρια στα σχολικά χρόνια αφηγείται πως ο πατέρας της, κάθε φορά που έφερνε τους βαθμούς στο σπίτι, τη ρωτούσε: «Η κόρη του παπά τι πήρε;»
Η κοινωνικοποίησή μας, από μικρά παιδιά, είναι γεμάτη συγκρίσεις και αμφισβητήσεις. Όταν έρχεται το αδελφάκι είναι για το πρωτότοκο παιδί μια πηγή άγχους και σύγκρισης «στο γήπεδό του»: είναι μικρό δεν καταλαβαίνει, λέει η μαμά στο μεγάλο, πρέπει να προσέχει περισσότερο γιατί είναι το μεγάλο, χάνει τη μοναδικότητά του στις περιποιήσεις και την αγάπη των γονιών.
Στο δημοτικό, στην εφηβεία, το παιδί μαθαίνει, με επώδυνο καμιά φορά τρόπο, ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι, ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Το δεύτερο είναι πιο βοηθητικό από το πρώτο βέβαια! Πόσοι άραγε δεν θυμούνται στα εφηβικά τους χρόνια τον θαυμασμό για τον δημοφιλή άλλο (αγόρι ή κορίτσι) που τραβούσε τα βλέμματα, τις ζήλειες αλλά και τις καρδιές του αντίθετου φύλλου; Πόσοι δεν θυμούνται τους γονείς να μιλούν για τον τάδε ξάδελφο (ή ξαδέλφη, το ίδιο είναι!) που τόσο καλά τα καταφέρνει στο σχολείο και βγαίνει και με τηn παρέα, ενώ εσύ…! Ή, ακόμα πιο δύσκολα, αυτός που τα καταφέρνει τόσο καλά να είναι ο μικρός ή ο μεγαλύτερος αδελφός…

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: γιατί συγκρινόμαστε με τους άλλους; Και πόσο αναπόφευκτη είναι αυτή η διαδικασία;
Οι πρώτες μας αναφορές και εικόνες μεταξύ εαυτού και άλλου γίνονται πάντα μέσα στον οικογενειακό δεσμό. Από παντοδύναμα και συγχωνευμένα με τη μητέρα άτομα θα υποχρεωθούμε να «χάσουμε» κάτι για να κερδίσουμε κάτι άλλο: χάνουμε τη συγχώνευση, το «γράπωμα» από τη μητρική αγκαλιά και κερδίζουμε την ελευθερία της ύπαρξής μας, την ανεξαρτησία της, εντέλει την ίδια τη ζωή μας. Αυτά που βλέπουμε να γίνονται στο σπίτι, μεταξύ των μελών και των στενών οικείων του περιβάλλοντός μας είναι ο καμβάς των πρώτων μας συγκρίσεων. Πώς μιλάει η μητέρα στο παιδί της; Τι του λέει για τα μάτια του, τις εκφράσεις του, το σώμα του, πόσο του επιτρέπει να φύγει από τη «στενότητα» της αγκαλιάς της για να ανοιχθεί στον κόσμο, ξέροντας ότι εκείνη θα είναι πάντα εκεί, υποστηρικτικά; Πώς το ενθαρρύνει, για να το κάνει να νοιώθει ικανό να τα καταφέρει, με τα λόγια, τα βλέμματα που του απευθύνει, τις σωματικές στάσεις, τις σιωπές της;
Το ίδιο και για τον πατέρα, ο οποίος πρέπει να είναι εκεί και να απασχολεί θετικά και τη ζωή της μητέρας , κάνοντας έτσι δυνατό τον διαχωρισμό της αυτονόμησης. Πώς μιλούν μεταξύ τους οι γονείς; Είναι ευγενικοί, σέβονται ο ένας τον άλλον, επικοινωνούν, συζητούν για την καθημερινότητά τους με ανθρώπινο και όχι αδιέξοδο τρόπο; Δείχνουν στο παιδί ότι δεν χρειάζεται να τα καταφέρει για εκείνους, ώστε να ικανοποιήσει ματαιωμένες επιθυμίες τους, να αναστήσει την πεθαμένη συναισθηματική τους σχέση, να ζήσει γι’ αυτούς;
Στις περισσότερες περιπτώσεις, πίσω από το οδυνηρό παράπονο μιας τέτοιας σύγκρισης με τους άλλους, που είναι κατά κράτος θεωρούνται πιο επιτυχημένοι από τους ίδιους, ο οικογενειακός δεσμός έχει αποτύχει να είναι δεσμός που θρέφει το μέλλον του παιδιού. Συχνά οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγαλώσει με μια μητέρα απαξιωτική ή επιθετική- κακοποιητική και με πατέρα απόντα ή υπερβολικά αδιάφορο. Ένα παιδί όμως δεν μπορεί να φανταστεί – πόσο περισσότερο να σκεφτεί – ότι οι γονείς του έχουν άδικο και κάτι δεν κάνουν καλά! Αν η μητέρα κοιτάζει με θλίψη και περιφρόνηση το παιδί της ή το χτυπά, θα σκεφτεί πως φταίει, είναι κακό παιδί και μάλλον το αξίζει. Αυτή η ψυχική παραδοχή θα αντανακλάται στη συνέχεια σε όλες τις σημαντικές σχέσεις της ζωής. Αν δεν διερευνηθούν οι τραυματισμοί αυτοί στον ψυχισμό, άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορούν να αυτονομηθούν, να κάνουν τους άλλους να τους σέβονται (συνεργάτες, συντρόφους…), να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους.
Υπάρχει όμως και μια αθέατη, εξίσου δύσκολη παράμετρος: η επιτυχία που ονειρεύονται, τους απομακρύνει από την οικογενειακή κληρονομιά, από τους γονείς που δεν τα κατάφεραν, θα πρέπει να τους «αποχωριστούν».
Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, όταν στο πίσω μέρος του μυαλού αυτός ο «αποχωρισμός» σημαίνει εν πολλοίς «αφανισμό» του σημαντικού άλλου, που «επιζεί» από τη μη επιτυχή ζωή τους.

«ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ…!»
Αν νομίζετε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων, ξανασκεφτείτε το. Πρόσφατη έρευνα από ερευνητές κοινωνιολόγους στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στις Η.Π.Α. που έγινε στους χρήστες λογαριασμών της κοινωνικής δικτύωσης του Facebook έδειξε ότι, στην πλειοψηφία, όταν ανακοινώνονται επιτυχίες και χαρές των «φίλων» προκαλείται θλίψη και ένα δυσάρεστο αίσθημα, παρά χαρά. Ίσως, λένε οι ερευνητές, γιατί από κάτω κρύβεται η ερώτηση: «Γιατί όχι κι εγώ;». Προτείνουν μάλιστα, ως αντίδοτο, να περνούν οι άνθρωποι λιγότερες ώρες μπροστά σε μια οθόνη και να επενδύουν περισσότερο σε δράσεις που ικανοποιούν τη δική τους ζωή, όπως κοινωνική προσφορά και εθελοντισμός.
Για να επιτύχουμε σε στόχους και επιθυμίες δεν είναι άστοχο να παίρνουμε παράδειγμα και να εμπνεόμαστε από την πορεία ζωής και τις επιτυχίες άλλων ανθρώπων. Αυτή η στάση εμπεριέχει μια μορφή άμιλλας, που τόσο εξύμνησαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Από εκεί όμως ως την απαξιωτική σύγκριση, το χάσμα είναι μεγάλο. Είναι πολύ σημαντικό να θέτουμε στον εαυτό μας ουσιώδεις ερωτήσεις: «τι είναι αυτό που θέλω πραγματικά να επιτύχω; Ποια είναι στ’ αλήθεια η επιθυμία μου;», ώστε αποκτώντας τη γνώση να βγούμε από τον φαύλο κύκλο φθόνου, ανημπόριας και απελπισίας που προκαλείται από τις άστοχες συγκρίσεις.
Συχνά, μπορεί να βοηθήσει και η αλλαγή οπτικής: να αντιληφθούμε πχ. ότι, όχι, δεν τα καταφέρνουν οι άλλες μαμάδες καλύτερα από εμάς, δεν κυκλοφορούν συνεχώς σαν μοντέλα, τα παιδιά δεν τρώνε εύκολα, κουράζονται κι αυτές στο σπίτι…
Αυτά γίνονται στην πραγματική ζωή, τα άλλα είναι δικά μας φαντάσματα, επιθυμίες τελειότητας. Ας σκεφτούμε επίσης: θεωρούν οι άλλοι επιτυχία αυτό που έχουν; Κάποιος μπορεί να βγάζει πολλά χρήματα αλλά να μην έχει πετύχει το ιδανικό του, πχ. να βρει την αδελφή –ψυχή του. Και, στο τέλος- τέλος, μπορεί να καταλάβουμε ότι το να πετύχουμε, με την έννοια της επιτυχίας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, δεν μας λέει και τόσα πολλά.
Ό,τι νίκη για μας είναι πως μπορούμε να νικήσουμε τα φαντάσματά μας και όχι πχ. να θριαμβεύουμε επί του άλλου. Ό,τι μας καλύπτουν άλλες αρχές, σχέσεις, συναισθήματα. Κι αυτό είναι πραγματικά η μεγαλύτερη επιτυχία μιας ανθρώπινης ζωής.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή