ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ??? ΚΟΛΥΜΠΑΜΕ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ??? ΚΟΛΥΜΠΑΜΕ

ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ??? ΚΟΛΥΜΠΑΜΕ

 Στις χαρές και τις επιτυχίες σπάνια κάνουµε απολογισµούς.
Στο µυαλό µας υπάρχουν µόνο τα καλά. Στις δύσκολες στιγµές αλλά και µπροστά στα
σταυροδρόµια της ζωής είναι που αναλογιζόµαστε. Εκεί µας πιάνει η διάθεση
για οµφαλοσκοπήσεις, αµφιβάλλουµε για καταστάσεις και προοπτικές, αµφισβητούµε
διαθέσεις και ικανότητες.

Η Στέλλα Ρούσσου είναι µαθήτριά µας για την οποία
είµαστε περήφανοι.
Αν και 17 χρονών, επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήµατα που
µόνο από ανθρώπους που έχουν διανύσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής τους
τίθενται. Χωρίς την εµπειρία αλλά µε την κάµερα του µατιού της καταγράφει,
αξιολογεί και κάνει προβολές στο µέλλον. Με την αµεσότητα και τον καθάριο λόγο
της νεότητας έγραψε ένα αφοπλιστικό, για όλους εµάς τους µεγαλύτερους, κείµενο.

 Ο λόγος δικός της:

  ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΜΑΘΑΙΝΩ ΠΟΙΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΜΑΙ;

“Ήταν Τρίτη
µεσηµέρι του δύο χιλιάδες δέκαπέντε όταν µας επισκέφτηκε η θεία µου η
Κατερίνα από το χωριό. Μόλις µε είδε, µε άρπαξε στην αγκαλιά της και µε έσφιξε
τόσο δυνατά που για µια στιγµή µου κόπηκε η ανάσα.
«Παιδί µου, πώς µεγάλωσες έτσι, κούκλος έγινες», αναφώνησε από τη χαρά της, αφού είχε να µε δει
πάνω από ένα χρόνο.
«Είµαι σίγουρη ότι θα έχεις πολλές κατακτήσεις, έτσι δεν
είναι; Πες µου, το σχολείο πώς πάει; ∆ιαβάζεις; Είσαι καλός µαθητής; Τι θες να
σπουδάσεις;»
συνέχισε λέγοντάς τα όλα αυτά µε µια ανάσα.
 Όπως ήταν αναµενόµενο δεν περίµενε στιγµή για να της απαντήσω και κατευθείαν έπιασε κουβέντα
µε την µαµά. Ενώ προχωρούσα προς το δωµάτιο άκουσα τη θεία να λέει στη µαµά:
«Ο αχαΐρευτος άντρας σου τι κάνει;».
Συνέχισα αµίλητος προς το δωµάτιο µου,
καθώς ήµουν σίγουρος ότι η µαµά θα την έβαζε στη θέση της. Ο πατέρας µου δεν
ήταν ποτέ ούτε αχαΐρευτος ούτε ανεπρόκοπος, όπως τον έχουν χαρακτηρίσει πολλοί.
Ορφανός από πατέρα, µε µια µάνα ως στήριγµα σε όλη του τη ζωή, τελείωσε το
Πολυτεχνείο, έκανε δύο µεταπτυχιακά και δούλεψε σκληρά µέχρι που ήρθε η κρίση.
Αυτό τουλάχιστον λέει ως δικαιολο γία, τα δύο τελευταία χρόνια, για να
ξηµεροβραδιάζεται στα καφενεία.

Άραγε µήπως η θεία τελικά είχε δίκιο;
«Στεφανάκι, έλα λίγο να δεις κάτι φωτογραφίες
» µου φώναξε η µαµά διακόπτοντας
τις σκέψεις µου. Μπήκα στο µπουφέ όπου καθόντουσαν και είδα παλιά άλµπουµ
ανοιγµένα πάνω στη γυάλινη τραπεζαρία.
Η µαµά και η θεία γελούσαν µε τις
φωτογραφίες µου από όταν ήµουν µικρός.
Καθώς τις κοίταζα πρόσεχα πόσο πολύ
έµοιαζα στον µπαµπά µου.
 Εκείνη τη στιγµή αναρωτήθηκα µέσα µου: «Πώς ξέρω ότι
και γω δεν θα γίνω σαν τον πατέρα µου στο µέλλον;»

Εκείνο το βράδυ κοιµήθηκα
προσπαθώντας να απαντήσω σε αυτό. Ταυτόχρονα όµως άρχισαν να µου
δηµιουργούνται και άλλες σκέψεις όπως τί µου αρέσει πραγµατικά να κάνω, τί θα
σπουδάσω, πώς θα ξέρω αν αυτή που θέλω να παντρευτώ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος, αν θα καταξιωθώ στη ζωή µου σε επαγγελµατικό αλλά και σε προσωπικό
επίπεδο, αν θα µπορέσω να προσφέρω στα παιδιά µου το ζην και έπειτα το ευ ζην
και τέλος αν, έχοντας φτάσει στα 80 µου, θα έχω κατανοήσει πραγµατικά ποιός
είµαι.

Το τελευταίο ερώτηµα ήταν αυτό που µε ταλαιπώρησε περισσότερο καθώς ξέρω
ότι στα δεκαεφτά χρόνια της ζωής µου δεν έχω καταφέρει ακόµη να καταγράψω τα
βαθιά εσωτερικά µου γνωρίσµατα. Το τί λέει η ψυχή, το µυαλό µου απέναντι σε
µια εύκολη ή δύσκολη κατάσταση. Φτάνεις στα δεκαοχτώ και σου ζητάνε να
αποφασίσεις µε τι θες να ασχολείσαι για τα επόµενα, τουλάχιστον, πέντε χρόνια
την ζωής σου και πολλές φορές για όλη σου τη ζωή.
Πώς είναι δυνατόν να
περιµένουν να παράγεις έργο απέναντι στην κοινωνία ,αφού δεν έχεις µάθει τον
πραγµατικό σου εαυτό; Πώς µπορείς να κάνεις φίλους, να παντρεύεσαι, να κάνεις
παιδιά, οικογένεια και αν σε ρωτήσουν «γνωρίζεις ποιός αληθινά είσαι;» να µην
ξέρεις τί να τους πεις;
Αν ρωτούσαµε τον Οδυσσέα του Οµήρου, αν γνώριζε ποιος
πραγµατικά είναι όταν έκανε όλα αυτά τα κατορθώµατα, τί θα µας απαντούσε;
Ήξερε, άραγε, εξ’ αρχής πόσο συνετός και σταθερός απέναντι στον εαυτό του και
στην οικογένεια του, πόσο γενναίος και πολυµήχανος ήταν όσο προσπαθούσε να
επιβιώσει ή απλώς έπραξε όσα έπραξε λόγω των καταστάσεων;
 Άραγε, ο πατέρας
µου χαρακτηρίζεται πλέον ως αχαΐρευτος επειδή πραγµατικά αυτό είναι ένα
γνώρισµα του εαυτού του ή διότι όπως υποστηρίζει ο ίδιος, η κρίση τον έφερε σε
αυτή τη θεση; Μήπως τελικά εµείς δεν µένουµε ποτέ ίδιοι; Μήπως αλλάζουµε συνέχεια όπως ένα έργο τέχνης που ο καλλιτέχνης το τροποποιεί κάθε φορά ανάλογα µε
τη διάθεση του ή µε αυτό που φαντασιώνεται; Αυτός ο καλλιτέχνης τότε ποιός
είναι; Μια ανώτερη δύναµη; Ο διπλανός µου; Ή µήπως εγώ ο ίδιος είµαι αυτός που
µε διαµορφώνει…;
Αυτά τα ερωτήµατα µε βασάνισαν για µέρες, µήνες, χρόνια.
Ώσπου στο τέλος πήρα την απάντησή µου.
Είµαι πλέον εβδοµήντα οκτώ χρονών. Τελείωσα το φυσικό, έκανα δικτατορικό, εργάστηκα ακριβώς σαράντα-δύο χρόνια ως
καθηγητής Πανεπιστηµίου, παντρεύτηκα, έκανα τρία παιδιά και σήµερα έχω δύο εγγόνια. Όχι. Μαθαίνω πως όχι. ∆εν µπορείς να απαντήσεις αν τελικά µαθαίνεις
ποιός πραγµατικά είσαι. Γιατί; Γιατί είσαι ένα ψάρι µέσα στη λίµνη της ζωής.
∆εν ξέρεις που θα σε πάει η ορµή του νερού, δεν γνωρίζεις τα όρια της λίµνης.
 Το µόνο που έχεις να κάνεις είναι να κολυµπάς. Αυτό ναι µπορείς να το κάνεις.
∆ίνοντας ουσιαστικά εσύ την κατεύθυνση στο δρόµο σου. Αυτό όµως που έχει
σηµασία είναι να κολυµπήσεις όσο το δυνατόν πιο αργά, όσο το δυνατόν πιο
ευχάριστα. Έτσι φτάνοντας κοντά στα ογδόντα χρόνια να µπορέσεις να πεις έζησα,
ναι δεν ξέρω ποιός πραγµατικά είµαι ούτε αν ότι έκανα µου άξιζε ή αν ήµουν
προορισµένος για κάτι άλλο.
Το µόνο που ξέρω είναι ότι τώρα, σκεπτόµενος τη ζωή
µου, σχηµατίζεται στο πρόσωπό µου ένα πλατύ χαµόγελο.
Χαµόγελο ευτυχίας, πληρότητας και ικανοποίησης.”

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή