ΙΣΜΗΝΗ ΛΙΟΣΗ, Συγγραφέας, της Μαίρη Λαρεντζάκη Γκιώνη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΙΣΜΗΝΗ ΛΙΟΣΗ, Συγγραφέας, της Μαίρη Λαρεντζάκη Γκιώνη

«Η τέχνη, εκτός από ταλέντο, απαιτεί πάθος γι’αυτή, μόχθο & εκγύμναση»

«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Δημοσιεύω σε λογοτεχνικά περιοδικά από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Έχω βγάλει τρία βιβλία και ετοιμάζεται το τέταρτο σε ποίηση. Ασχολούμαι επίσης με πεζό λόγο και δοκίμια. Ζωγραφίζω και έχω λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Έχω αποσπάσει λογοτεχνικά βραβεία και επαίνους, αλλά ουδέποτε δημοσίευσα τα βραβευθέντα για λόγους δεοντολογίας.» Έτσι λιτά, μας συστήνεται η Ισμήνη Λιόση και αφήνει τα υπόλοιπα για τη συνέντευξη που ακολουθεί.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΙΣΜΗΝΗ ΛΙΟΣΗ: Περιβάλλον εκπαιδευτικών. Με ζωή μυθιστορηματική. Πάθη, μυστικά, απώλειες. Ένα σύμπαν γυναικών. Η μαμά, καθηγήτρια, είχε διακριθεί σε διαγωνισμό τραγουδιού. Η θεία, παιδαγωγός με υποτροφίες στο εξωτερικό, ήταν ιδρύτρια της Ραλλείου Ακαδημίας Πειραιώς. Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο με τίτλο «Οι γυναίκες της ζωής μου», ένα χάος υπό διαστολή. Δεν θέλησα ποτέ να γίνω εκπαιδευτικός, ως έπρεπε λόγω οικογενειακής κατάστασης.

 

«Π»: Ο Πειραιάς, ο τόπος σας, είναι πηγή έμπνευσης;
Ι.Λ.: Ω, ο Πειραιάς των παιδικών μου χρόνων, σίγουρα μία υποδόρια παρακίνηση για εμπνεύσεις, ένα ποτάμι αναμνήσεων. Μία πανσέληνος μητέρα πάνω από τα νερά της Φρεαττύδας με κυνηγά παντού. Τα νεοκλασικά με τους κήπους και τις χελώνες. Τα πλυσταριά στις στέγες με τις πέτρινες γούρνες… όλα μία σφραγίδα πάνω στο δέρμα σαν παλαιό εμβόλιο προς καλλιέπεια της πραγματικότητας.

 

«Π»: Η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;
Ι.Λ.: Από πολύ νωρίς. Στην ηλικία των δέκα τεσσάρων, ρουφούσα τις ποιητικές ανθολογίες, αλλά και την πεζογραφία. Εδώ ο Παπαδιαμάντης ήταν ο εκστασιασμός μου και ο Ντοστογιέφσκι. Στην ηλικία των δέκα πέντε ο Καβάφης και ο Μπωντλαίρ μου άνοιγαν τον μαγικό δρόμο…

 

«Π»: «Οι λέξεις φταίνε, αυτές ενθαρρύνουν τα πράγματα να συμβαίνουν» γράφει η Κική Δημουλά. Φταίνε οι λέξεις;
Ι.Λ.: Τα πράγματα ανασύρουν τις κρυμμένες λέξεις αυτουργούς, που επισυμβαίνουν ταυτόχρονα με τις πράξεις. Οι λέξεις διαθέτουν μία αμφίδρομη ιδιότητα. Παρακινούν το ωραίο να γίνει πιο ωραίο, την πικρία να γίνει πιο πικρή… αλλά και κατόπιν, ως ανάκληση, «φταίνε», όπως υπενθυμίζουν στην ευτυχία τις στιγμές της, στην δυστυχία τις δικές της.

 

«Π»: Η πρώτη σας ανέκδοτη συλλογή «Σεληνοτροπία», τι πραγματεύεται;
Ι.Λ.: Τα «Σεληνοτρόπια», κι όμως δεν ήταν ανέκδοτη συλλογή. Στα 1980 «εξετέθησαν» εκτός εμπορίου. Ήσαν μία απόπειρα να εισέλθω στα «άδυτα» του Έντγκαρ Άλαν Πόε και του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ασθμαίνοντα βηματάκια στους κόλπους του ιερού τέρατος που ονομάστηκε Υπερεαλισμός. Ασυνείδητο και συνειδητό, εδώ, συνεργάστηκαν ομοτράπεζα, προς ανακάλυψη της έσω και έξω πραγματικότητας.

 

«Π»: Έχουν μεταφραστεί ποιήματά σας στα Γαλλικά και τα Ιταλικά. Ποια γλώσσα έχει μουσικότητα;
Ι.Λ.: Στην ιδιωτική μου ορχήστρα, η Γαλλική γλώσσα είναι η άρπα, η Αγγλική το κόντρα μπάσο, η Ιταλική τα κρουστά και η Ελληνική τα πνευστά. Κρυφή μου ελπίδα είναι να γίνει και μία μετάφραση στα Ιαπωνικά, εδώ θα λαμβάνουν μέρος όλα τα όργανα, σε χαμηλούς τόνους, από αυτοδίδακτους μουσικούς.

 

«Π»: «Η λέξη κυλάει αίμα στο χαρτί του ποιήματος στάξη με άργητα χελώνας», στίχος σας. Ματώνουν οι ουλές του Ποιητή γράφοντας ένα ποίημα;
Ι.Λ.: «Οι πληγές κουράστηκαν να ματώνουν» κάτι τέτοιο είπε ο μεγάλος Καμύ. Έρχεται λοιπόν η λέξη, ως σίελος θεραπευτικός του αίματος να ξεκουράσει τις πληγές. Οι ουλές λοιπόν είναι η περιουσία των στίχων.

 

«Π»: Ακολουθεί μοναχική πορεία η γραφή σας;
Ι.Λ.: Μοναχική πορεία θα πει αποκόβεσαι; Όχι, «η Ποίησις Εγώ», δεν αποκόβεται από τα πράγματα και τα πρόσωπα, αν αυτό εννοείτε, αλλά φορώντας το σκάφανδρο της περιηγείται, παρατηρεί, συλλέγει και ύστερα κρύβεται πιο βαθιά για να μαγειρέψει τα συλλεχθέντα. Με έναν τέτοιο τρόπο είναι μοναχική, ανάμεσα σε πληθώρα παρουσιών, ερεθισμάτων και αιτιοτήτων.
Αν εννοείτε την ποίηση ως αυτουργία περσόνας, ναι, «η Ποίησις Εγώ» ταξιδεύει μόνη.

 

«Π»: Είναι δύσκολη τέχνη η ποίηση;
Ι.Λ.: «Δύσκολη» είναι η τέχνη γενικότερα, γιατί εκτός το ότι προϋποθέτει ταλέντο, χρειάζεται πάθος προς το αντικείμενο, μόχθο και εκγύμναση. Η Ποίηση είναι εύκολη τέχνη όταν δεν έχεις επίγνωση του τι είναι ποίηση. Γράφεται με ευκολία, αλλά η συγκεκριμένη ίσως δεν είναι ποίηση. Δεν είναι το ότι γράφεις, αλλά τι γράφεις, δηλ. ο τρόπος που διαχειρίζεσαι τις έννοιες και τις λέξεις. Πρέπει να είσαι μεγάλος μάστορας και να έχεις επίγνωση του τι είσαι. Προκύπτει λοιπόν το εξής επιμύθιο: να έχεις αυτεπίγνωση, να κάνεις αυτοκριτική και να είσαι στρατιώτης όταν επιθυμείς να την ασκήσεις και να την εκθέσεις.
Άρα, πολύ δύσκολη υπόθεση.

 

«Π»: Πώς λειτουργεί κοινωνικά η ποίηση;
Ι.Λ.: Η ερώτηση προκαλεί επερώτηση. Η ποίηση κατέχει ένα ρόλο προς κοινωνική ωφέλεια; Είναι προϊόν; Και αν είναι προϊόν, παραπέμπει σε μία εμπορευματοποίηση; Η ποίηση, με την συμβολιστική, μεταφορική και μεταφυσική της έννοια είναι προϊόν, που η αποστολή του διαφοροποιείται από αποδέκτη σε αποδέκτη. Με αυτήν την έννοια λειτουργεί μόνον προς τους εραστές – εράστριες της. Προς ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο δεν λειτουργεί. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Θεωρείται…. αφασικό φαινόμενο και ιδιαιτερότητα παραφρόνων, όχι από λίγους.

 

«Π»: Πώς βλέπετε τη γυναίκα σήμερα; Έχει βρει ή όχι τον δρόμο της;
Ι.Λ.: Όταν βρίσκεις κάτι, κάτι άλλο χάνεις. Η ζυγαριά παίζει. Έτσι εν τω γίγνεσθαί της η γυναίκα, ως παρελθόν – παρόν – μέλλον ρισκάρει, αρέσκεται σε απώλειες και κέρδη. Ο δρόμος της, είναι οι πολλοί δρόμοι. Το κόστος εξατομικεύεται, όταν την δούμε κατά μόνας.

 

«Π»: Ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Τί άνθρωπος είναι;
Ι.Λ.: Ο Ποιητής είναι ένας διττός άνθρωπος. Έχει άρα τέσσερα πόδια. Το όνειρο του είναι η πραγματικότητά του. Και αλλιώς, το όνειρό του είναι όνειρο και η πραγματικότητά του πραγματικότητα. Το ένα παρεισφρέει μέσα στο άλλο. Κάποτε κάποια αναγνώστριά μου με ρώτησε, αν είμαι πραγματικός άνθρωπος με σάρκα και οστά. Κάποια άλλη με ρώτησε αν έχω ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Γελώντας καταλήγω πως είμαι απ’ όλα. Κατά το δοκούν των φίλων της Ποίησης γίνομαι όλα.

 

«Π»: Έχετε βραβευτεί για τα έργα σας αλλά δεν το δημοσιοποιείτε, δεν τα αποδέχεστε. Ο ποιητής επιζητά την επιβράβευση;
Ι.Λ.: Ναι, αλλά για μένα ένα βραβείο δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Δηλαδή εννοώ πως μία νίκη, δεν σημαίνει και… αγρανάπαυση. Σέβομαι όλους τους κριτές που με την ψήφο τους με τίμησαν, ιδιαίτερα την κ. Μελισσάνθη και τον κ. Παπαδίτσα που, σε πολύ νεαρή ηλικία, μου απέδωσαν ένα δεύτερο βραβείο ποίησης.
Ο ποιητής είναι ένα μικρό παιδί που κλαίει και χαίρεται μέσα στις λέξεις του, χωρίς δάκρυα αλλά, πάντα με αγαλλίαση. Ο πόνος ή το πάθος του έχει ένα τίμημα: την σάρκα του, εκείνη της ψυχής. Όταν του επιδίδεται η «καραμέλα» ευτυχεί. Είναι όμως και άλλοι που, επιζητούν την γεύση της ανωνυμίας, ζάχαρη κι αυτή κατά μόνας.

 

«Π»: Κερδίζει έδαφος το ηλεκτρονικό βιβλίο σε σχέση με το έντυπο;
Ι.Λ.: Ίσως κερδίσει έδαφος όσον αφορά σε επόμενες γενιές. Προς το παρόν λατρεύεται ο έντυπος λόγος.

 

«Π»: Το πάθος αποτελεί βασικό υλικό των ποιημάτων σας;
Ι.Λ.: Το Πάθος, και ως εμμονή ακόμη, κυρίως ως θεραπευτική εμμονή μου, είναι ένας έρωτας που προβαίνει σε συνεχείς γάμους.

 

«Π»: Αγαπημενοι συγγραφείς και ποιητές;
Ι.Λ.: Καβάφης, Πόε, Εμπειρίκος, Τσέλαν, Μανσούρ, Ντίκινσον, Βαρβέρης, Μπλανσώ, Αχμάτοβα, Τέλιος, Οσύρος – ω, ο Οσύρος – Αραβαντινού, Ησαία, Λαινά… και άλλοι, ίσως πολλοί άλλοι.

 

«Π»: Ποίηση και Ζωγραφική πως συνάδουν; Ποια η μεγαλύτερη σας αγάπη;
Ι.Λ.: Ναι, αν οριστεί και ειπωθεί το κοινότοπο: Ποίηση είναι ζωγραφική με λέξεις και ζωγραφική είναι ποίηση με χρώματα. Ζωγράφοι, ο Ντε Κίρικο, ο Πανταλέων, ο Μαγκρίτ, ο Νταλί, και άλλοι βέβαια.

 

«Π»: Τί σας οργίζει;
Ι.Λ.: Η άγνοια.

 

«Π»: Είστε αισιόδοξος άνθρωπος;
Ι.Λ.: Και, όπως είπαμε πως είμαι διττή, ο οπτιμισμός μου κάνει παρέα στον πεσιμισμό μου, ανηφορίζοντας μαζί τους μύθους και τις ρεαλιστικές πλευρές της ζωής.

 

«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Ι.Λ.: Κατά πρώτον, μία συλλογής ποιητικής πρόζας, έως ελπίζω τα Χριστούγεννα. Μία τριλογία αγωνίας και δέους (πεζό) και μία ενότητα με bonsai αφηγήματα.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή