Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: Βοήθεια!» Γράφει ο Απόστολος Σπανός

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει  τα σωθικά μας: Βοήθεια!» Γράφει ο Απόστολος Σπανός

15 Γενάρη του 1919 δολοφονούνται στο Βερολίνο οι κομμουνιστές ηγέτες Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ σε συνθήκες γενικευμένης αντεπαναστατικής τρομοκρατίας που διενεργείται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σε συμμαχία με την αστική τάξη.

«Οι μάζες είναι ο αποφασιστικός συντελεστής, αυτές είναι βράχος που πάνω του θα θεμελιωθεί της επανάστασης η τελική νίκη. Οι μάζες στάθηκαν στο ύψος τους, την ήττα αυτή την έκαναν πραγματικά έναν κρίκο στην αλυσίδα των ιστορικών εκείνων ηττών, που είναι η δόξα και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι αυτό μεσ’ απ΄ αυτή την ήττα θα βλαστήσει η μελλοντική νίκη…», έγραφε στις 14 του Γενάρη του 1919 η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Κι αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο της άρθρο. Η επανάσταση στη Γερμανία είχε ηττηθεί και ένα όργιο διωγμών, δολοφονιών και «εξαφανίσεων» είχε ξεκινήσει από τα όργανα τάξης των σοσιαλδημοκρατών. Πρώτοι προγραμμένοι οι ηγέτες του λαϊκής εξέγερσης Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ. Αν και το ήξεραν οι δυο επαναστάτες κομμουνιστές, εντούτοις δεν έφυγαν από το Βερολίνο, δεν εγκατέλειψαν τους Βερολινέζους συντρόφους τους στη λευκή τρομοκρατία που είχαν εξαπολύσει απ άκρη σ άκρη σ όλη την πόλη ο στρατός και οι ακροδεξιές συμμορίες. «Ο Σπάρτακος τσακίστηκε. Τί ησυχία. Εμείς όμως δεν τραπήκαμε σε φυγή, δεν ηττηθήκαμε! Κι αν ακόμη αυτοί μας ρίξουν στις αλυσίδες είμαστε εδώ και θα μείνουμε εδώ. Και η νίκη θα είναι δική μας. Το δικό μας πλοίο ακολουθεί το δικό του δρομολόγιο σταθερά και περήφανα μέχρι το στόχο. Και αν εμείς δε θα ζούμε πια, θα ζει το πρόγραμμά μας. Αυτό θα κυριαρχεί στον κόσμο της λυτρωμένης ανθρωπότητας. Παρ’όλα αυτά.» Έγραφε ο Λίμπκνεχτ. Και δεν τράπηκαν σε φυγή. Έμειναν στο Βερολίνο επιλέγοντας το θάνατο και όχι την ατίμωση της φυγής. Μια μέρα μετά, στις 15 Ιανουαρίου στις 9 το βράδυ συνελήφθησαν. Τρεις μέρες αργότερα ένα επίσημο ανακοινωθέν πληροφορούσε ότι ο Λίμπκνεχτ σκοτώθηκε ενώ επιχειρούσε να αποδράσει και η Λούξεμπουργκ είχε λιντσαριστεί από το εξαγριωμένο πλήθος. Επρόκειτο για ένα επαίσχυντο και άνανδρο ψέμα. Η Ρόζα και ο Καρλ είχαν δολοφονηθεί αφού πρώτα είχαν κακοποιηθεί. Το πτώμα της Ρόζας το έριξαν από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ, απ όπου και ξεβράστηκε 4 μήνες μετά. Οι κηδείες τους μετατράπηκαν σε λαϊκές διαδηλώσεις με εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς εργαζόμενους να ακολουθούν τιμώντας τους νεκρούς ηγέτες τους. Το πλήγμα για το γερμανικό λαϊκό κίνημα αλλά και για το παγκόσμιο ήταν καταλυτικό καθώς η σοσιαλδημοκρατία άνοιξε το δρόμο στο φασισμό.
Η φωνή της Ρόζας Λούξεμπουργκ τρομάζει και σήμερα παλιούς και σύγχρονους δήμιους και προφητεύει: Ηλίθιοι δήμιοι! Η «τάξη» σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο «θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς». Τρομαγμένοι θ’ ακούσετε το νικητήριό της σάλπισμα: – «Ήμουν, είμαι και θα είμαι».
Ο Νίκος Καζαντζάκης καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τη μεγάλη επαναστάτρια:
«Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα “Γράμματα” της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα. Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε. Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: “Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!” Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία. Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα. Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια: «Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει: «Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο. Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πώς ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: – Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: -Βοήθεια!»

Πηγές

ΦΩΤΟ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή