ΜΗΤΣ ΜΗΤΣΗΣ, Συγγραφέας – Ποιητής «Ο ελληνικός παραδοσιακός χορός είναι ο θρόνος των ηθικών αρχών και αξιών, το φιλότιμο»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΜΗΤΣ ΜΗΤΣΗΣ, Συγγραφέας – Ποιητής «Ο ελληνικός παραδοσιακός χορός είναι ο θρόνος των ηθικών αρχών και αξιών, το φιλότιμο»

«Ο Μητς Μήτσης ο προγονολάτρης, συγγραφέας, λαογράφος, ποιητής, είναι αυτοδίδακτος, αυτοδημιούργητος, ιδιόρρυθμος με σπάνιες και πρωτόγνωρες ιδιαιτερότητες. Άτομο μοναχικό, της υπομονής αλλά και τον άκρων. Απρόβλεπτος, δύστροπος, πείσμων και ασυμβίβαστος με τα κακώς κείμενα. “Αναρχοαυτόνομος» όπως τον χαρακτήρισαν.» Αυτό διαβάζουμε στα βιογραφικά του στοιχεία. Οι περιηγήσεις του ανά την Ελλάδα δεν είχαν σκοπό να γνωρίσει μόνο τα ωραία της μέρη, αλλά να ζήσει από κοντά τους τότε απλούς αγνούς ανθρώπους της υπαίθρου. Να ζήσει τα ήθη, τα έθιμά τους, να τα γνωρίσει. Να «μπολιαστεί» εκείνες τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα κι όπως ομολογεί, δεν έχουν όμοιό τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Συγχρόνως ξεκίνησε να γράφει για ότι έζησε και να συλλέγει όσα παραδοσιακά αντικείμενα είχαν απομείνει, όπου μετά από πολύχρονη προσπάθεια δημιούργησε Λαογραφικό Μουσείο πρώτα στην Αθήνα στο σπίτι του και μετά στη Βουλιαγμένη όπου κατοικούσε, βοηθούμενος από γυναίκα του Βίκυ όσο ζούσε. Έχει ασχοληθεί με την ποίηση, τη λογοτεχνία και το θέατρο και έχει γράψει 34 βιβλία: 2 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά, 7 βιβλία με 334 ποιήματακαι 21 με 116 διηγήματα. Παρουσίασε μελέτες του από έρευνές που έκανε πάνω στους παραδοσιακούς χορούς της Ηπείρου στο 18ο Παγκόσμιο Συνέδριο Έρευνας Χορού στο Άργος το 2004 και στην Αθήνα στο 20ο το 2006. Συνεργάστηκε με το Μουσειολόγο, Αρχιτέκτονα Μηχανικό Χαράλαμπο Χάιτα, τη dr. Αλεξάνδρα Τράντα Μουσειολόγο-Αρχαιολόγο, την Νατάσα Κάλου Μουσειογράφο, την Στέιση Βεντούρα Μουσειολόγο-Μουσειοπαιδαγωγό, το Φάρο των Τυφλών και με τον Πολιτισμικό Οργανισμό του Δήμου των Αθηναίων και διοργάνωσαν έκθεση (μέρος αντικειμένων της Λαογραφικής του Συλλογής) με τίτλο «Πρόσωπα και Πράγματα» στο Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου των Αθηναίων στην Πλάκα. Ώστε τα αντικείμενα αυτά για πρώτη φορά στην Ελλάδα να μπορούν με τη ραφή Braille να τα αντιληφθούν και άτομα με απώλεια όρασης. Η έκθεση αυτή τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο καινοτομίας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Στρατηγικού Σχεδιασμού για τον Λαϊκό Πολιτισμό στην Ελλάδα

«ΠΑΛΜΟΣ»: Μιλήστε μας για τον τόπο γέννησής σας.
ΜΗΤΣ ΜΗΤΣΗΣ: Ο τόπος γέννησης, το χώμα που πρωτοπάτησες είναι Ιερό, είναι η εστία, η πατρίδα σου, είναι ο εαυτός μας! Τίποτα άλλο πιο πάνω και πιο κοντά από τον τόπο γέννησης. Ο τόπος γέννησης είναι το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή όπου ακολουθεί κάθε σου βήμα και σε τραβάει κοντά του. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με ηθικές αρχές και αξίες την περίοδο της δεκαετίας 19401950, ήταν μια ιδιάζουσα οικογένεια όπου φαινομενικά μπορούμε να τη χαρακτηρίσομε πατριαρχική, αντροκρατούμενη, όπως ήταν τότε όλες στην Ήπειρο, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν ήταν. Κι αυτό διότι ο πατέρας μου όταν ήταν δεκάχρονος του έσφαξαν τον πατέρα του και η μάνα του τον πήγε στη Βύσανη στους μαστόρους να μάθει την τέχνη. Εκεί υπόφερε να κουβαλάει με τα μουλάρια την πέτρα και τα βράδια να τα βόσκει. Με τα κρύα και τη βροχή ξύλιαζε ολόκληρος και δεν είχε τίποτα να ζεσταθεί. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση τα μουλάρια έφευγαν, και ο πρωτομάστορας του μείωνε την ημερήσια αμοιβή. Από τις καθιερωμένες οκτώ ελιές, του έδινε μόνο τρεις και έτρωγε το καλαμποκίσιο ψωμί σκέτο. Γι’ αυτό ποτέ δε χειροδίκησε επάνω μας και σπάνια μας μάλωνε, παρ’ ότι φαινομενικά ήταν αγριωπός. Οι γονείς μας υπεραγαπούσαν αλλά εμείς δεν το γνωρίζαμε διότι δεν το εκδήλωναν, δε μας αγκάλιαζαν, δε μας φιλούσαν, αλλά πάντα μας έλεγαν να αγαπάμε τους άλλους. Μικρός πίστευα ότι δεν με αγαπούσαν και ήθελα να είχα άλλους γονείς. Κι όταν δεκαεξάχρονος έφυγα από το χωριό για να έρθω στην Αθήνα, η μάνα μου με συνόδεψε μέχρι τη δημοσιά που θα περνούσε το λεωφορείο
και σε όλη τη διαδρομή δεν άνοιξε το στόμα της να μου πει μια λέξη κι όταν σταμάτησε το λεωφορείο για να ανέβω και τότε δε με αγκάλιασε, δε με φίλησε, αλλά στάθηκε απέναντί μου με κοίταξε στα μάτια και μου είπε αυστηρά. Σε θέλω άντρα κι όχι κλέφτη! Και παρέμεινε μαρμαρωμένη στη θέση της ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή. Μπορώ να πω ότι τη μίσησα τη μητέρα μου και σκεφτικός με βουρκωμένα μάτια έφτασα στα Γιάννινα. Εκείνα τα λόγια με συνόδευαν δίχως να το γνωρίζω, και βγήκαν μπροστά μου όταν με κατηγόρησαν για κλέφτη και ήρθε ο χωροφύλακας στο χαμόσπιτο που έμενα και στη βαλιτσούλα μου και βρήκε 6 γυάλινα ποτήρια, αλλά δεν έμοιαζαν με του γαλακτοπωλείου και αθώος ο Μήτσης. Τα παιδικά μου χρόνια απ’ ότι θυμάμαι και πριν πάω σχολείο, ήταν ευχάριστα παρότι τα έζησα μέσα στις στερήσεις της κατοχικής και της εμφυλιοπολεμικής περιόδου. Μπορεί να φόραγα μπαλωμένα παπούτσια αλλά δεν πείνασα, δεν κρύωσα, όλοι στην οικογένεια απ’ ότι θυμάμαι τον εαυτό μου εργαζόμασταν. Προσωπικά ήμουν ευτυχής διότι ζούσα μέσα στα όνειρά μου, έκανα όνειρα, πολλά όνειρα για το αύριο, οραματιζόμουν το μέλλον! Κι έτσι από τα μικρά μου βρισκόμουν σε πελάγη ευτυχίας! Ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδάκι!

 

«Π»: Μιλήστε μας για το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Στο φως του φεγγαριού».

Μ.Μ.: Το νέο μου βιβλίο «Στο φως του φεγγαριού», είναι περιγραφή αναμνήσεων από τα παιδικά μου χρόνια. Συγκεκριμένα αναφέρεται στον πετροπόλεμο, τα αίτια που τον προκαλούσαν, τον τρόπο που γινόταν και πως εξελίσσονταν και στις προσωπίδες – μασκαράδες τις δυο Κυριακές των αποκριών, της κρεατοφαγίας και της τυρινής. Δεν είμαι αρμόδιος να επαινέσω το νέο μου βιβλίο «Στο φως του φεγγαριού», διότι θα θεωρηθεί ότι περιαυτολογώ, πρέπει να το διαβάσει κάποιος για να ανακαλύψει τα διαμάντια που το στολίζουν.

«Π»: Τα γραπτά σας νοιώθετε να έχουν επιρροπή στον κόσμο;

Μ.Μ.: Δε νομίζω ότι προέκυψε κάποια επιρροή από τα γραφτά μου, κι αν είχε προκύψει κάτι τέτοιο που δεν το πιστεύω και πάλι δεν θα ήμουν αρμόδιος να αναφερθώ. Όπως γνωρίζετε, εξ άλλου είναι γνωστό διότι το αναφέρω στο βιογραφικό, ότι δεν κάθισα σε άλλο θρανίο εκτός του δημοτικού σχολείου του χωριού μου. Όμως ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τα 18 μου χρόνια μέχρι και τα τριάντα τον ελεύθερο χρόνο δεν τον σπαταλούσα σε ανώφελα πράγματα. Τον αφιέρωνα αποκλειστικά στο διάβασμα. Ό,τι και αν γράφω, το γράφω από εσωτερική ανάγκη, επομένως το γράφω για τον εαυτό μου και όποιος από τον περίγυρο θέλει να τα διαβάσει, αυτό μου είναι αρκετό. Όσο για τους άλλους ό,τι και να μου προσάπτουν, καλό ή κακό, δε με ενοχλεί, είναι καλοδεχούμενα, διότι όταν το αρνητικό είναι καλοπροαίρετο, είναι πιο ωφέλιμο από το επαινετικό, διότι βλέπεις που χωλαίνεις και προσπαθείς να βελτιωθείς. Από τους πικρόχολους, και από όσους έχω βοηθήσει με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο και κάνουν πως δεν με ξέρουν, και μου σέρνουν κατεβατά με κάνουν πιο δυνατό.

 

«Π»: Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;

Μ.Μ.: Το πώς προέκυψε η συγγραφή έχω την εντύπωση ότι είναι έμφυτο, άλλη ερμηνεία δε μπορώ να δώσω. Το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι ότι, ότι και αν διάβαζα ήθελα κι εγώ κάτι το παρόμοιο να γράψω, όμως δίσταζα να πιάσω πένα, καλαμάρι και χαρτί, να καθίσω και να προσπαθήσω να γράψω. Όλως ξαφνικά, καθώς διάβαζα, με πήρε τηλέφωνο μια ξαδέρφη της μητέρας μου, σχεδόν ίδιας ηλικίας με μένα, και μου είπε ότι πέθανε η μητέρα της και να ενημερώσω τους γονείς και τις αδερφές μου, διότι τότε είμασταν λιγοστοί που είχαμε τηλέφωνο. Κι έτσι με το μολύβι που κράταγα σημειώσεις, πήρα μια κόλα χαρτί κι έγραψα μονορούφι μιάμιση σελίδα. Διάβασα το κείμενο και ω του θαύματος, ήταν ένας τέλειος επικήδειος, τον οποίο τον εγκρίναν τα παιδιά της. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω. Εκείνο το σοκ ήταν αρκετό να ξυπνήσει αυτό το κάτι που ήταν σε χειμερινή νάρκη. Επομένως ένας θάνατος έφερε μια γέννηση! Είχα γράψει το πρώτο διήγημα, αρκετά ποιήματα και μερικά διηγήματα και χρόνια βρισκόταν στα συρτάρια καθαρογραμμένα από τη Βίκυ, που κάθε τόσο και λίγο μου έλεγε να τα εκδώσω αλλά δείλιαζα. Φοβόμουν το κράξιμο. Αρρώστησε η Βίκυ χρόνια επτά το πάλεψε, και πέντε μήνες πριν χαθεί μου είπε: «Δημήτρη μου, θα πεθάνω και δε θα δω ένα σου βιβλίο»… και με πήρε από το χέρι, σαν μικρό παιδί που το πάνε σχολείο, και με πήγε σένα γνωστό μας εκδότη κι έτσι τύπωσα το πρώτο βιβλίο, συλλογή ποιημάτων, όπου και έτυχε επαινετικών σχολίων ακόμα και από τον μεγάλο μας σκηνοθέτη τον Νίκο Κούνδουρο. Αυτό ήταν, πήρα θάρρος και σε 2 μήνες δεύτερη συλλογή ποιημάτων, χάθηκε η Βίκυ και αφιερώθηκα στο να εκδίδω τα γραπτά μου. Μετά με τις μεγάλες περιπέτειες της υγείας μου εντάθηκε η συγγραφή μου, και ολοκληρωτικά πια αφιερώθηκα στο να εκδίδω το ένα βιβλίο μετά το άλλο.

«Π»: Πώς βλέπετε το μέλλον του δημοτικού μας τραγουδιού;

Μ.Μ.: Μαύρο ψυχρό και άραχνο είναι το μέλλον του δημοτικού μας τραγουδιού διότι όσοι το γνωρίζουν και το υπηρετούν μένουν στο χθες, στο προχθές και δεν αναλογίζονται ότι στο παραπροχθές δεν ήταν ίδιο με το χθες κι έτσι βουλιάζουν στο χθες, εγκληματούν, διότι μένει το αύριο σε χέρια κάτω της μετριότητας, σε χέρια ανίδεα, αδίσταχτα της αρπαχτείς.

 

«Π»: Τί πιστεύετε για τον ελληνικό παραδοσιακό χορό;

Μ.Μ.: Μπορεί όλη η φύση να χορεύει, στη φύση όλα χορεύουν, αλλά μόνο ο άνθρωπος έχει το προνόμιο, την τύχη, όπως θέλετε πέστε το να τραγουδάει, να παίζει μουσική και συγχρόνως να χορεύει. Το Ελληνικό τραγούδι, η μουσική σηκώ
νουν πεθαμένους, ο χορός όμως σε ανασταίνει! Έτσι έχω χαρακτηρίσει σε γραπτά μου κείμενα τον Ελληνικό παραδοσιακό χορό. Διότι ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός είναι έκφραση, όπως και η μουσική είναι κι αυτή έκφραση στοίχων τραγουδιού, τους οποίους τους έκφρασε, διότι δεν ξέρομε αν ήξερε γράμματα για να πούμε έγραψε ο ανώνυμος λαϊκός δημιουργός, εμπνευσμένος βέβαια από έναν ή μία λαϊκή μορφή για κάτι το αξιοθαύμαστο. Ενώ στην ευρωπαϊκή κλασική μουσική, όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί που την εμπνεύστηκαν, ήταν στρατευμένα ανθρωπάκια. Γράφαν στοίχους και μουσική για βασιλιάδες, για πριγκίπισσες και για τους πέριξ της αυλής τους, γι’ αυτό ακούμε τα χαριτωμένα εκκωφαντικά τσιρίγματα των μεγάλων καλλιτεχνών! Γι’ αυτό και ο ευρωμασόνος μισέλληνας Κίσινγκερ είπε, η δύναμη του Έλληνα είναι ο πολιτισμός, η γλώσσα του, η παράδοση του και για να τον δαμάσεις, πρέπει να του αλλοιώσεις την ταυτότητα, άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Μαίρη μου αυτό είναι που με τρομάζει και με κάνει ανήμερο θεριό και χωρίς να είμαι ιδικός έγραψα τι είναι Ελληνικός παραδοσιακός χορός! Έγραψα τη μεγαλοσύνη που τον περιβάλει! Στηρίχθηκα στις ασήμαντες λεπτομέρειες των ηρώων του διηγήματος «Αγριοτριαντάφυλλα», το οποίο είχε διασκευαστεί σε χοροθεατρική παράσταση, και στον ήρωα ενός άλλου διηγήματος «Ο Ντούκος». Οι οποίες κατά την κρίση μου είναι οι βασικότερες, όπου αναδεικνύουν τι είναι ελληνικός παραδοσιακός χορός. Το διήγημα «Αγριοτριαντάφυλλα» για την ιδιαίτερη αναφορά του στο χορό, θεωρήθηκε από τη Φιλοσοφική σχολή, του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, το πιο ολοκληρωμένο διήγημα πάνω στο θέμα παραδοσιακού χορού. Κι έτσι επιλέχθηκε και διασκευάστηκε σε χοροθεατρική παράσταση από την Άννα Λάζου. Παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στο 20ο Παγκόσμιο συνέδριο έρευνας χορού. Παίχτηκε στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις εορταστικές εκδηλώσεις, για τα 170 χρόνια λειτουργίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Καθώς και σε διάφορες θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Επίσης στα Αισχύλεια της Ελευσίνας και στο Δήμο κεντρικού Ζαγορίου. Ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός είναι το άνθος και το άρωμα της ψυχής, είναι η κορύφωση της μέθης, είναι ο θρόνος των ηθικών αρχών και αξιών, το φιλότιμο, η αυτοθυσία του ατόμου! Η μοναδικότητα του Έλληνα, ορόσημο οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο!

 

 

«Π»: Μιλήστε μας για το ελληνικό τραγούδι. Δώστε μας τη δική σας οπτική, το δικό σας συναίσθημα γι’αυτό.

Μ.Μ.: Το Ελληνικό τραγούδι, τη μουσική και τους χορούς τους θεωρώ το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ, διότι με αυτά οι σκλαβωμένοι Έλληνες που αιώνες ήταν μακριά και απομονωμένοι από τη μάνα Ελλάδα κράτησαν την ταυτότητα του Έλληνα, διότι έχουν γερές βάσεις, στηρίζονται στους λαϊκούς δημιουργούς. Κι έτσι Μαίρη μου χωρίς βέβαια να μπορώ να τραγουδώ να παίζω μουσική και να χορεύω ασχολήθηκα και ασχολούμαι επισταμένως και μάλιστα πολύπλευρα. Πέραν τα όσα είπα παραπάνω κατέγραψα και παρουσία σε Παγκόσμιο Συνέδριο έρευνας παραδοσιακού χορού με τη χορευτική ομάδα της Ομοσπονδίας Μουργκάνας (7) επτά χορούς της περιοχής όπου και κλέψαμε την παράσταση. Μετά από μερικά χρόνια, κάπου ξέφυγαν από το θέμα όχι μόνο οι ξένοι αλλά και δικοί μας και
τότε έγραψα το διήγημα «Ο Γίδαρης» όπου διαβάζοντάς το ο υπεύθυνος του Συνεδρίου μου είπε ότι του έγραψα τον επικήδειο, διότι με τους Ελληνικούς χορούς κατατρόπωσα όλους τους νέομοντέρνους. Την άλλη χρονιά διασκεύασα την ιστορία του χορού Σαμαντάκα σε χοροθεατρική παράσταση όπου παίχτηκε στο κατάμεστο Θέατρο Δόρα Στράτου από συνέδρους από όλο τον κόσμο, που στο τέλος της παράστασης όλοι οι σύνεδροι αντάμα χορεύαμε Ελληνικούς χορούς. Δεν προσπάθησαν να στηθούν στα νύχια, ούτε και σαν γομάρια να κυλιούνται στα σανίδια ενθουσιασμένοι από τους χορούς που παρουσίαζαν οι άλλοι παρουσιαστές-ερευνητές όπως με τον Ελληνικό χορό που παρουσίασα. Ένα χρόνο μετά έγραψα το διήγημα «ο Μικρός Ευριπίδης», όπου ένας νεαρός αόμματος τραγουδάει και χορεύει, επηρεασμένος από την αόμματη τραγουδίστρια Γιώτα Πανταζή που τραγουδάει στο θέατρο Δόρα Στράτου.

 

«Π»: «Αγριοτριαντάφυλλα». Πού οφείλεται η μεγάλη επιτυχία;

Μ.Μ.: Στην πιο μεγάλη περιπέτεια της υγείας μου. Πέμπτη επέμβαση και πεντάμηνη παραμονή κλινήρης στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα, για να αντιμετωπίσω το θλιβερό γεγονός χρειάστηκε να κάνω την υπέρβαση. Η υπέρβαση ήταν αφαιρετική της πορείας της ζωής μου που είχα διανύσει μέχρι τότε, διότι γύρισα ολοκληρωτικά στα παιδικά μου χρόνια και τα έβλεπα όλα όμορφα, όλα μου δίναν δύναμη κι έτσι πήρα μερικές δικές μου παιδικές εικόνες και τις διάνθισα με το συναίσθημα της στιγμής που το έγραφα, το οποίο είχε τέτοια δύναμη που κάθε πόνο σώματος και ψυχής, κάθε πίκρα, όλες τις στεναχώριες, όλα τα κακά και δυσάρεστα τα περιθωριοποιούσε.

 

«Π»: Πώς σχολιάζετε την Ελλάδα της κρίσης; Τί σας εξοργίζει σήμερα;

Μ.Μ.: Η Ελλάδα της κρίσης; Οι Έλληνες, οι συμπολίτες μας, είναι το μεγάλο πρόβλημα, διότι ο ένας βγάζει το μάτι του άλλου κι ας είναι και αδερφός. Κι όταν δε μπορεί να το βγάλει επειδή υπερτερεί ή απλώς διαφέρει σε κάτι, δε διστάζει να συμμαχήσει με το θανάσιμο εχθρό για να τον εξοντώσει. Παράδειγμα οι σημερινοί Κυβερνήτες μας, πιστό αντίγραφο του 1989 που ξέχασαν τις εκτελέσεις, τις εξορίες, τα βασανιστήρια και εναγκαλιασμένοι έπραξαν κάτι το χειρότερο. Τι με οργίζει, θέλει και ρώτημα: Ένα ισορροπημένο άτομο, τον κάθε λογικά σκεπτόμενο Έλληνα, τι άλλο από την αλλοτρίωση των περισσοτέρων Ελλήνων και σχεδόν στο σύνολο των νέων μας. Όπου και να γυρίσει το μάτι μου ξένες επιγραφές αντικρύζει, σε όποιο κατάστημα κι αν πάω ξένη μουσική με βομβαρδίζει.

 

«Π»: Κάνετε όνειρα; Ποιά είναι τα όνειρά σας;

Μ.Μ.: Για να μπορεί κάποιος να κάνει όνειρα πρέπει να συμβιβαστεί με το θάνατο. Κι επειδή συμβιβάστηκα, έχω το δικαίωμα και μπορώ να κάνω όνειρα. Όνειρό μου λοιπόν είναι να σταματήσουν οι πόλεμοι για να μην υπάρχουν ορφανά, ανάπηροι, άστεγοι, πρόσφυγες. Γι’ αυτό κάνω όνειρα όχι μόνο για τη ζωή αλλά και για το θάνατο. Και αυτό το κάνω γιατί η ζωή είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο που οραματίζεσαι μύρια τόσα όνειρα, που κανένας όχι μόνο να στα πάρει, αλλά ούτε και να στα ανακόψει δεν το μπορεί. Κι αυτή τώρα η στιγμή είναι το ποιο όμορφο όνειρο, διότι μου έδωσες το έναυσμα να ονειρευτό αυτό που δικαιούμαι, το μεγαλείο, την πορεία της ζωής μου.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή