Η αξία και η παγκόσμια προσφορά της ελληνικής Γλώσσας και Γραφής

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η αξία και η παγκόσμια προσφορά  της ελληνικής Γλώσσας και Γραφής

Η γλώσσα είναι η ροή του συναισθήματος στην επικοινωνία. Με τη διαδοχή των λέξεων περνάς από το κλάμα στο γέλιο, από το σοβαρό στο αστείο, από τον πόνο στην οργη, από την ειρωνεία στη σύγκρουση. Όσο κι αν η γλώσσα αδυνατεί να καταγράψει όλα όσα συμβαίνουν παγκόσμια, εξαιτίας των πολλών γλωσσικών κωδίκων, δεν παύει να αποδίδει τον κόσμο πληρέστερα και καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα πληροφόρησης, όπως π.χ. είναι η τέχνη της ζωγραφικής.

Παλιότερα πίστευαν ότι η καλή γνώση και χρήση της γλώσσας ήταν ένα έμφυτο ταλέντο, μια δωρεά του μουσών. Κάποιος γεννιόταν γλωσσικά ταλαντούχος ή ατάλαντος. Αυτός, ο κατά κάποιον τρόπο γλωσσικός ρατσισμός, συνδυαζόταν, όχι φυσικά τυχαία, και με την κοινωνική τάξη, το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι εύποροι ήταν οι ταλαντούχοι και οι φτωχοί οι ατάλαντοι. Σήμερα ξέρουμε ότι τα πάντα μαθαίνονται. Όλη η γνώση είναι προϊόν μάθησης και εμπειρίας.
Η ελληνική μας γλώσσα είναι πολύ πλούσια. Μπορεί να αποδώσει με κάθε λεπτομέρεια και δύναμη το περιεχόμενο των σκέψεών μας. Για τη δύναμη και την αξία της ελληνικής γλώσσας είναι συγκινητική η μαρτυρία της γνωστής Γαλλίδας Ελληνίστριας Jacqueline de Romilly. Στο βιβλίο της «Γιατί η Ελλάδα» αναφέρεται με πάθος στη γραπτή παιδεία, τη γλώσσα που εγκαινίασε με τον Όμηρο και στη συνέχισε με τους τραγικούς και ποιητές του 5ου αιώνα π.Χ. Η ελληνική γλώσσα, κατά την Ελληνίστρια, περικλείει τόση δύναμη στο λόγο και την έννοια που ομιλείται από τους καλλιεργημένους ανθρώπους της ρωμαϊκής εποχής μέχρι την εποχή που γίνεται η γλώσσα του Ευαγγελίου, «είναι η γλώσσα της παιδείας», γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο.
Η γλώσσα, ο γλωσσικός κώδικας είναι ένα σύστημα συμβόλων, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η συνεννόηση των ανθρώπων. Μέσω της γλώσσας αντανακλάται η ιστορική πορεία του κόσμου μας, εκφράζονται τα συναισθήματά μας και επιτυγχάνονται οι γνωστικές διαδικασίες.
Η ελληνική γλώσσα αλλά και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα είναι η ταυτότητα κάθε λαού.
Από τη γλώσσα κάθε χώρας μπορεί κάποιος να καταλάβει τον πολιτισμό, τις παραδόσεις της και την ιστορία της. Επιπλέον, η γλώσσα είναι η εξωτερίκευση του εσωτερικού μας κόσμου και των συναισθημάτων μας. Η γλώσσα φανερώνει την ανατροφή που μας έχουν δώσει οι γονείς μας καθώς και τον τρόπο σκέψης μας.
Φανταστείτε να μην ήταν η ομιλία, ο βασικότερος τρόπος επικοινωνίας αλλά και οι κινήσεις. Πώς θα εκφράζαμε τα προβλήματά μας, τη χαρά μας, τη θλίψη μας, την αγάπη μας, το παράπονό μας, τις ευχές μας και τόσα άλλα χωρίς αυτήν; Σίγουρα κάποιος τρόπος θα υπήρχε αλλά χωρίς το πλούσιο λεξιλόγιο και τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης. Ας το σκεφτούμε λίγο.
Με καμίαν άλλη πνευματική κατάκτηση του ανθρώπινου γένους δεν μπορεί να συγκριθεί η γλώσσα, το σταθερό δηλαδή οργανωμένο σύστημα συμβόλων, με το οποίο συλλαμβάνουμε και ανακοινώνουμε τις σκέψεις, τις επιθυμίες, ή συνειδητοποιούμε και εκφράζουμε τα αισθήματα και τις διαθέσεις μας, προς τους συνανθρώπους μας αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Η κοινωνική συμβίωση καθώς και η εσωτερική ζωή, το ανθρώπινο γενικά σύμπαν θα ήταν αδύνατο να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς το λαμπρό τούτο όργανο που επέτρεψε να γεννηθεί ο λόγος, ο προφορικός και ο γραπτός, ο εξωτερικευμένος και ο ενδιάθετος.
Είναι πραγματικά περίεργο όσο και θαυμαστό αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα.
Για να εμπεδωθεί ή να διευκρινιστεί αλλά και για να υπάρξει ένας στοχασμός ή μια επιθυμία (έφεση), ένα συναίσθημα ή μια συγκεκριμένη τάση, πρέπει να σαρκωθεί φραστικά, να συμβολιστεί μ’ένα γλωσσικό τύπο. Το άρρητο (το ανέκφραστο) δεν έχει υπόσταση μέσα στον ψυχικό μας κόσμο.
Το «καταλαβαίνω» ή το «αισθάνομαι» αλλά δεν μπορώ να το «πω» είναι μύθος, ή πρόφαση για να καλύψει την πνευματική ηρεμία των ματαιόδοξων. Σκεπτόμαστε με λέξεις, αισθανόμαστε με λέξεις – αδιάφορο αν είμαστε ή όχι σε θέση να περιγράψουμε με ακρίβεια και πληρότητα τα βιώματά μας.
Από το άλλο πάλι, οι «λέξεις» που ακούμε ή διαβάζουμε γίνονται μέσα μας σκέψεις και αισθήματα, κινητοποιούν νοητικές και συγκινησιακές δυνάμεις που φωλιάζουν στον εσωτερικό μας κόσμο και εκείνες παράγουν τα βιώματα που αντιστοιχούν στο νόημά τους. Όσο κι αν αντιδράς θεληματικά στην υποβολή που ασκούν οι «λέξεις», είναι αδύνατο να μην υποστείς την επίδρασή τους. Σου μεταδίδουν τον κραδασμό που περιέχουν και «καρφώνονται» στη σκέψη και τα συναισθήματά σου.
Αυτό τον μηχανισμό εκμεταλλεύονται όσοι έργο τους έχουν κάνει τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την «πλύση εγκεφάλου».

Η ΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η γλώσσα παθαίνει κι αυτή ό,τι και πολλές άλλες ανθρώπινες κατακτήσεις: η πολλή και κακή χρήση φθείρει το υλικό της, τις «λέξεις» και λιγοστεύει (ή και εξαφανίζει) την υποβλητική της δύναμη. Σαν τα πολυτριμμένα νομίσματα, χάνουν και οι λέξεις λίγο λίγο την αξία τους και δεν περνούν πια: δεν ερεθίζουν την ευαισθησία μας, δεν δημιουργούν μέσα μας καταστάσεις, δεν ξυπνούν συγκινήσεις ή τάσεις που να απαιτούν άμεση εκτόνωση. Τούτο συμβαίνει στον «κοινό»  λόγο της καθημερινότητας. Τότε η γλώσσα διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο να χάσει τους χυμούς των συμβόλων της, να συρρικνωθεί και να γεράσει. Αν τελικά δεν πεθάνει, είναι γιατί σώζεται από την ποίηση.
Από τη νέκρα έρχεται να σώσει τη γλώσσα ο ποιητής. Αυτός ανασταίνει πάλι τις λέξεις και τις κάνει πλάσματα ζωντανά. Τους ξαναδίνει τον χαμένο τους δυναμισμό. Θησαυροί της γλώσσας, παρωχημένοι, βυθισμένοι στο σκοτάδι, ανυποψίαστοι, ξανάρχονται στην επιφάνεια και οι λέξεις παρίνουν την παρθενική τους αγνότητα, τη δροσιά και τη λάμψη τους, το αρχέγονο κάλλος και τον πηγαίο, τον ανεξάντλητο πλούτο της.
Η συμβατική χρήση της γλώσσας έχει ψευτίσει και ρηχάνει τις λέξεις. Η ποίηση τους ξαναδίνει την αλήθεια και το βάθος τους.
Τώρα πια είναι πλάσματα ζετά από ζωή και ακτινοβολούν ζωή. Ο τεχνίτης είναι εδώ στην κύρια σημασία του όρου ποιητής. Την αλήθεια αυτή βεβαιώνει, νομίζω, η προσωπική πείρα του καθενός. Όταν αναταράζεται  η ζωή μας από κάτι βαθύ και απροσδόκητο και θέλουμε να συντηρήσουμε τη χαρά ή να δοκιμάσουμε τη θλίψη μας, ζητούμε τη βοήθεια της δημιουργικής, της ποιητικής γλώσσας. Πανηγυρίζουμε ή θρηνούμε «ποιητικά» με τον ύμνο ή το μοιρολόγι, ακόμα αυτοσχεδιάζουμε. Τις περισσότερες φορές όμως δανειζόμαστε από καθιερωμένους ποιητές τους στίχους που μας ανακουφίζουν, όπως η τέχνη ξέρει να αλαφρώνει τον άνθρωπο.
(Συνεχίζεται)

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή