Η επιστήμη πωλείται

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η επιστήμη πωλείται

Με μεγάλη συμμετοχή εκπροσώπων από τον ακαδημαϊκό και τον επιχειρηματικό χώρο πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 27 Μαρτίου στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, η ημερίδα που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Αποφοίτων Βρετανικών Πανεπιστημίων (BGS) σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο με θέμα: «Πανεπιστημιακή – Επιχειρηματική Συνεργασία – ΠΕΣ».
Σκοπός της ημερίδας ήταν η διερεύνηση της σύνδεσης και της σχέσης ανάμεσα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις, αναδεικνύοντας τα ελληνικά δεδομένα της σχετικής πανευρωπαϊκής έρευνας που εκπόνησε η επιστημονική ομάδα του BGS. Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι πως οι πανεπιστημιακοί δεν θα πρέπει να κρίνονται μόνο βάσει δημοσιεύσεων αλλά και εφαρμογής της παραγόμενης γνώσης, ενώ για την ευρύτερη εφαρμογή της αποτελεσματικής ΠΕΣ απαιτείται βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου και της διαμορφούμενης πολιτικής, αλλά κυρίως αλλαγή νοοτροπίας και κουλτούρας. (www.ekt.gr, με πληροφορίες από BSG, British Council ). Εάν δεν καταλάβατε το νόημα που κρύβει η τελευταία γενικόλογη φράση είναι γιατί δεν είστε «μυημένοι». Θα το καταλάβετε όμως στη συνέχεια.

α ευρωπαϊκά πρότυπα μεταφέρονται και στην Ελλάδα. Αντιγράφουμε από το «ΒΗΜΑ» (ρεπορτάζ: Μάρνυ Παπαματθαίου): «Με φόντο την παρατεταμένη οικονομική κρίση, τα ελληνικά πανεπιστήμια με ερευνητική δραστηριότητα μεγατόνων μπαίνουν πλέον σε νέα εποχή αναζητώντας μεγάλες και στρατηγικές συμμαχίες με ελληνικές και ξένες εταιρείες που θα τους εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση και τελικά επιβίωση. Οι νέοι πρυτάνεις που αναδείχθηκαν ήδη στα μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας (Πανεπιστήμιο Αθηνών και Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο) θα κληθούν σύντομα να χειριστούν τη λεπτή αυτή περίοδο της “μετάβασης”. Στο θέμα αυτό τον ρόλο “διαμεσολαβητή” αναλαμβάνει ο υπουργός Παιδείας κ. Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος ξεκινά διάλογο για τη σύνδεση ΑΕΙ, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων με στόχο την ανάπτυξη της χώρας. Είναι γνωστό όμως ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των ΑΕΙ δεν τους επιτρέπει να εμπορευτούν εύκολα τα αποτελέσματα της ερευνητικής δουλειάς τους. Ένα “παράθυρο” πάντως έχει ανοίξει ήδη με την ψήφιση του τελευταίου νόμου-πλαισίου το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα ίδρυσης νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) μέσω των οποίων θα μπορούσαν ενδεχομένως να κινηθούν χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.»
Εντυπωσιάζεσαι ακούγοντας τέτοιες ειδήσεις. Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι μέχρι τώρα τα επιστημονικά ερευνητικά μας ιδρύματα ήταν βαλτωμένα, ερευνητικά ξεχασμένα και αποκομμένα από οποιαδήποτε σύγχρονη εξέλιξη. Τώρα όμως που θα συνδεθούν με τις επιχειρήσεις θα μπουν σε άλλη τροχιά. «Ανάπτυξης», στα όρια της γκλαμουριάς. Και ξεχνάς γιατί υπάρχουν τα πανεπιστήμια. Ο ένας λόγος είναι η εκπαίδευση φοιτητών αφού αυτή η κοινωνία χρειάζεται μηχανικούς, πολεοδόμους, δασκάλους, κοινωνιολόγους, τεχνίτες-επιστήμονες, μετεωρολόγους, ψυχολόγους. Ο άλλος λόγος είναι η παραγωγή γνώσης για τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Μελέτες του Πολυτεχνείου για τις ανάγκες των Δήμων, έρευνες για την υγεία του πληθυσμού (επιδημιολογικές κ.α.) νομικές συμβουλές και υποστήριξη σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές χρήσιμες σε πολίτες χαμηλών εισοδημάτων όπως «ο υπολογιστής των 100 δολλαρίων», περιβαλλοντικές μελέτες κλπ. Ώσπου έρχονται οι ειδήσεις από το εξωτερικό για να «ξύσουν» αυτή τη γυαλιστερή επιφάνεια, για να «θαμπώσουν» τη χολυγουντιανή υπερπαραγωγή και να αποκαλύψουν τις κρυφές βλέψεις τέτοιων μακρόπνοων σχεδίων.
Η Deutsche Bank δελεάζει πανεπιστήμια (δημοσίευμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ τώρα): χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγήν στις σχέσεις των επιχειρήσεων με τον ακαδημαϊκό κόσμο αποτελεί, σύμφωνα με δημοσίευμα της International Herald Tribune, μια μυστική συμφωνία της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank με δύο από τα επιφανέστερα πανεπιστήμια της χώρας, για τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού προγράμματος προς όφελος της τράπεζας. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψε η Deutsche Bank με τα δύο κορυφαία γερμανικά πανεπιστήμια, Humboldt University και Technical University of Belrin, η τράπεζα συμφώνησε να καταβάλει 12 εκατ. ευρώ σε διάστημα μιας 4ετίας, αρχής γενομένης από το 2007, για τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού προγράμματος, για την εφαρμογή των προηγμένων μαθηματικών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (Quantitative Products Laboratory), και δύο καθηγητικών εδρών, σε καθένα από τα δύο πανεπιστήμια. Σε αντάλλαγμα, η τράπεζα θα είχε λόγο στην πρόσληψη των δύο καθηγητών και το δικαίωμα να ορίσει τραπεζικούς υπαλλήλους σε θέση βοηθών καθηγητών, που θα μπορούσαν να βαθμολογούν φοιτητές. Τη θεματολογία και τη στρατηγική της έρευνας θα αποφάσιζε μια επιτροπή αποτελούμενη από δύο ακαδημαϊκούς και δύο υπαλλήλους της τράπεζας, μ’ έναν διευθύνοντα σύμβουλο, επίσης τραπεζικό υπάλληλο, η ψήφος του οποίου θα ήταν καθοριστική, σε περίπτωση ισοψηφίας.
Μυστική συμφωνία. Η Deutsche Bank είχε επίσης το δικαίωμα να αναθεωρήσει την ερευνητική εργασία, 60 μέρες πριν από τη δημοσίευσή της, αλλά και να παρεμποδίσει τη δημοσίευση μέχρι και δύο χρόνια. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι το εργαστήριο θα βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τα γραφεία της τράπεζας στο Βερολίνο και θα παρέμενε μυστική. Πράγμα που όντως συνέβη, έως ότου ο Πέτερ Γκρότιαν, πολιτικός επιστήμονας και ομότιμος καθηγητής του Humboldt, απέκτησε αντίγραφό της όταν έγινε μέτοχος της Deutsche Bank, και αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο. «Δεν μπορείς να αποφύγεις την εντύπωση ότι η επιστήμη πωλείται», σχολίασε ο Μίχαελ Χάρτμερ, επικεφαλής της Γερμανικής Ενωσης Πανεπιστημιακών Καθηγητών, στο περιοδικό Der Spiegel. Ο Γεργκ Στάινμπαχ, πρόεδρος του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου, δήλωσε επανειλημμένως ότι τέτοιου είδους όροι είναι συνηθισμένοι, αλλά ο πρόεδρος του Humboldt, Γιαν-Χέντρικ Ολμπερτζ, αναγνώρισε ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, τέτοιου είδους συμβόλαια στο μέλλον θα έπρεπε να διασφαλίζουν «με απόλυτη σαφήνεια και αδιαμφισβήτητο τρόπο την ανεξαρτησία της επιστήμης».
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Κάρι Νέλσον, πρόεδρο της Αμερικανικής Eνωσης Πανεπιστημιακών Καθηγητών. Ο κ. Νέλσον αναφέρθηκε στην περίπτωση του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, το οποίο αποδέχθηκε δωρεά του Συντηρητικού δισεκατομμυριούχου Τσαρλς Κοχ για τη χρηματοδότηση θέσεων του οικονομικού τμήματος του πανεπιστημίου. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, που δημοσιοποιήθηκε τον Μάιο, ο κ. Κοχ έχει το δικαίωμα να επιλέξει τα μελλοντικά μέλη του διδακτικού προσωπικού σ’ ένα καινούργιο πρόγραμμα για την προώθηση της «πολιτικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας». Μετά την αποκάλυψη της μυστικής συμφωνίας μεταξύ Deutsche Bank και Humboldt, ο κ. Νέλσον είπε ότι «αυτό που κάποτε ήταν ακραίο σχέδιο συντηρητικών ιδρυμάτων για να ελέγχουν τους διορισμούς των διδασκόντων έγινε κυρίαρχο ρεύμα».
Άλλο ένα «success story»! Μόνο ο Όργουελ είχε «προβλέψει» τέτοια εξέλιξη. Η ανάπτυξη της γνώσης αντί να υπαγορεύεται από την κοινωνία και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της, να εξαρτάται από τις διαθέσεις των επιχειρήσεων. Όποια πλευρά έρευνας τους συμφέρει θα την αναπτύσουν. Αν πρόκειται να τους φέρει κέρδη, θα τη χρηματοδοτούν. Και μετά θα μας την πουλάνε!
«Οι καθηγητές των ελληνικών ΑΕΙ συνεργάζονται οι ίδιοι με μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, κάνουν έρευνα, πληρώνονται, αλλά τα ίδια τα ιδρύματα δεν το τολμούν», γράφει το ΒΗΜΑ. «Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας» θα έγραφε ο Μπουνιουέλ.

Πήγαινε στην κορυφή