ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΤΣΟΣ, Μουσικός:Η έκφραση, η μουσική είναι πρώτα απ’όλα η αυτοθεραπεία

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΤΣΟΣ, Μουσικός:Η έκφραση, η μουσική είναι  πρώτα απ’όλα η αυτοθεραπεία

Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1959. Σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές, παίρνοντας μαθήματα κιθάρας από τον 92-χρονο τότε, Ανδρέα Αβαγιανό, πολυτάλαντο μουσικοδιδάσκαλο, ιεροψάλτη και διακεκριμένο τρομπετίστα στις οπερέττες των Αθηνών στις αρχές του 20ου αιώνα. Με τον μεγάλο αδελφό του Γιάννη (ακορντεόν – φυσαρμόνικα) δοκιμάστηκε στη μουσική συνοδεία (και) απαγορευμένων τραγουδιών στη διάρκεια της δικτατορίας. Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης συμμετείχε σε νεανικά συγκροτήματα της Λέσβου.

Το 1977, φοιτητής στη Φυσικομαθηματική σχολή Θεσσαλονίκης, με τον Νίκο Ντρέλα, ιδρύουν το συγκρότημα «Δελτίο Καιρού». Συνεχίζει την σπουδή της κιθάρας σε ωδεία της πόλης και το 1985 αποφοιτεί από το μαθηματικό τμήμα της Φ.Μ.Σ. Παρακολούθησε διεθνή σεμινάρια κιθάρας στην Ουγγαρία (1982), στην Κούβα (1983), και στην Ελλάδα (Φεστιβάλ Βόλου 1981-93), όπου μαθήτευσε με τους L. Brouwer καιΗ. Kappel. Το 1987 παίρνει το δίπλωμα της κιθάρας με βαθμό «άριστα παμψηφεί».Ηχογράφησε για τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας (1987).
Πήρε μαθήματα «ανώτερων θεωρητικών» από τον συνθέτη Χρήστο Σαμαρά (πτυχίο αρμονίας 1993), του οποίου το έργο «Μονόλογος» έπαιξε σε πρώτη εκτέλεση (Αίθουσα ΑΠΘ 1993). Το 1993 στο «Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης», του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος (1985), πραγματοποίησε σεμινάριο με θέμα «Μουσικοπαιδαγωγική προσέγγιση της κιθαριστικής». Παρακολούθησε πλήρη κύκλο μουσικοπαιδαγωγικών μαθημάτων στο Μουσικό κολλέγιο Θεσσαλονίκης (1995).
Έχει δώσει ατομικά ρεσιτάλ και έχει διδάξει στα θερινά σεμινάρια του Βόλου (1987-1992), στη μουσική κατασκήνωση της Καβάλας (1990, 1991) και στο μουσικά σεμινάρια του Βερτίσκου (1990).
Έπαιξε σκηνική μουσική σε παραστάσεις της «Πειραματικής Σκηνής» (Των Ερώτων τα Θαύματα 1983) και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Επτά επί Θήβας 1995).
Έγραψε σκηνική μουσική για τους «Βατράχους» τους Αριστοφάνη στο πλαίσιο του προγράμματος θεατρικής παιδείας του Γυμνασίου Λαγκαδά (1993) και του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης (1998). Επίσης έγραψε μουσική για τις παραστάσεις «Δηλητήριο του Θεάτρου» (1999), «Φαίδρα» (2002), του θεάτρου «Λύκη Βυθού» και «Μοσκώβ Σελήμ» του θιάσου «Θεατρική Ρήση» (2005). Συνέθεσε και παρουσίασε μουσική για τη δραματοποιημένη διάλεξη της Ελένης Μερκενίδου «…Μέμνων …Μνήστρα» (1999). Έγραψε μουσική για σόλο πιάνο, κιθάρα , βιολοντσέλο και ούτι, και έχει μελοποιήσει ποίηση των Γιάννη Σκαρίμπα, Στάθη Σαρδέλη, Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και δικούς του στίχους.
Πήρε μαθήματα βιολοντσέλου με τον Ρούσι Ντράγκνεφ (1994). Σπούδασε βυζαντινή μουσική κοντά στον τ. Άρχοντα Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. Eλευθέριο Γεωργιάδη και ασχολήθηκε με την κοσμική ανατολική μουσική παίζοντας ούτι και κανονάκι. Παράλληλα βοηθούμενος και από την σπουδή των μαθηματικών, προσπαθεί να δώσει μια ακόμα ερμηνευτική διατύπωση του θεωρητικού συστήματος της Ανατολικής Μουσικής, έχοντας ως εποπτικό μέσο το μονόχορδο κανόνα.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της σχολής παραδοσιακής μουσικής «Εν Χορδαίς» (1993) όπου δίδαξε στοιχειώδη θεωρία του ανατολικού μουσικού συστήματος και διηύθηνε το εργαστήρι μουσικής προπαίδειας. Παράλληλα έπαιξε βιολοντσέλο στο συγκρότημα λόγιας ανατολικής μουσικής «Εν Χορδαίς» συμμετέχοντας σε συναυλίες, τηλεοπτικές και δισκογραφικές παραγωγές.
Δίδαξε γενική μουσική στο «Ευρωπαϊκό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης» (1995-96), στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (1995-98), στο «Μουσικό Κολλέγιο» (1993-1996) καθώς και σε πλήθος Ωδείων της Β. Ελλάδας. Ιδιαίτερα στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας (1990-1993) με την υποστήριξη του αείμνηστου Γιάννη Μάντακα, εφήρμοσε πρωτότυπα προγράμματα διδασκαλίας που διαμόρφωσαν τόσο φιλόμουσους και καλούς ερασιτέχνες, όσο και μουσικούς βραβευμένους σε πανελλήνιους διαγωνισμούς.
Δίδαξε γενική μουσική στα γυμνάσια Παμφίλων, Μόριας και Μανταμάδου της Λέσβου (1996-97) όπου πραγματοποίησε ειδικό πρόγραμμα προαιρετικών μαθημάτων σε μορφή μουσικών εργαστηρίων. Έκτοτε ερευνά, παίζει και καταγράφει την μουσική της Λέσβου και τη ευρύτερης Αιολικής Ζώνης, καθώς και το επιτελεστικό της πλαίσιο. Από τότε μαθητεύει στον τραγουδιστή Σόλωνα Λέκκα, που τον μυεί στην ουσία αλλά και στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της μουσικής του. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του μουσικού συγκροτήματος «Αρναμους» (1998) που δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μελετώντας και αναδημιουργώντας στο χώρο της μουσικής παράδοσης της Μυτιλήνης. Το 1998 στο πλαίσιο του Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. πραγματοποίησε μουσικοπαιδαγωγικό σεμινάριο για καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Μυτιλήνη.
Εργάστηκε στο πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου» του Πανεπιστημίου Αιγαίου (1997-2000), ως εξωτερικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Επικοινωνίας και Πολιτισμικής Τεκμηρίωσης και συμμετείχε στην συλλογική έκδοση «Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο /Λέσβος 19-20ος αιώνας». Παρακολούθησε δύο εξαμηνιαίους κύκλους μεταπτυχιακών σεμιναρίων στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (1999-2000). Το 2001 μετεγγράφεται ως υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Τον Απρίλιο του 2004 συμμετείχε στη Διεθνή Συνάντηση για τα Λαουτοειδή, του πολιτιστικού οργανισμού «Εν Χορδαίς» στο Μ.Μ.Α, δίνονταςmaster class και παρουσιάζοντας ένα 20-λεπτο πρόγραμμα με έργα του για άταστη κιθάρα.
Διδάσκει κιθάρα στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης όπου και συμμετείχε στην εισηγητική ομάδα επεξεργασίας πολυήμερων εκδρομών και στην ομάδα σχεδιασμού και υλοποίησης της δράσης «Ανοιχτό Σχολείο». Από τον Σεπτέμβριο του 2005 έως το Σεπτέμβριο του 2008 είχε την ευθύνη της κατασκευής και διαχείρισης των αντίστοιχων ιστοσελίδων πολυμεσικής αναπαράστασης.
Από το Φεβρουάριο του 2006, συμμετέχει ως εξωτερικός συνεργάτης στο Εργαστήριο Εικόνας, Ήχου και Πολιτιστικής Αναπαράστασης του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
«ΠΑΛΜΟΣ»: Ειναι τιμή και χαρά για εμένα η συνέντευξη αυτή μαζί σας, κύριε Βασίλη Βέτσο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΤΣΟΣ: Ευχαριστώ πολύ κυρία Γκιώνη, δική μου η τιμή κι η χαρά, λιγάκι παραπάνω, μέσα στους ποταμούς της διαδιακυακής πληφορορίας να σταματήσετε στο ρυάκι μου για να με ακούσετε.
«Π»: Έχετε δική σας γλώσσα να επιδείξετε. Αυτό το ταλέντο πότε το ανακαλύψατε;
Β.Β.: Είναι όλα κλεμμένα λόγια, κυρία Γκιώνη. Απ’ τους παππούδες μου, απ’ όλους τους ανθρώπους που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη της ανοιχτής καρδιά τους. Κι από μικρός είχα ένα «μπίρι μπίρι», πότε στη ζωγραφική μου έβγαινε πότε στις μη χρηστικές κατασκευές, αργότερα στη μουσική, και πάντα στις… ατάκες. «Δυο πουλιά πετούν, τό ’να είναι κορυδαλλός, τ’ άλλο χαμπαρολόγος». Τέτοια εποχή ήτανε το 1965, όταν ξυπνήσαμε «μεθυσμένοι» απ’ την ομορφιά της λεσβιακής εξοχής, κι είχε κολλήσει σ’ αυτό το μοτίβο η γλώσσα μου. Κάπως έτσι. Κι ας ήταν ο χαμπαρολόγος ένα μεγάλο σταχτί έντομο που ερχόταν στο λουξ και στριφογύρναγε σα μικρός πρίγκηπας, στα παιδικά μου βράδια.
«Π»: Πώς βιώνετε την αυθεντικότητά σας, το ταλέντο σας, τη μουσική;
Β.Β.: Επιτρέψτε μου να πω πως δεν υπάρχει «αυθεντικότητα». Κι ο Θεός είναι άναρχος. Αφέντες, είναι αυτοί που κλέβουν και δε μοιράζουν τα κλεμμένα. Λόγια είναι αυτά, στιχάκια, τραγούδια, μουσικές, τα τάλαντα είναι βαριά, κι έχουν ταλαιπωρία για νά’ναι γλυκόλαλα, να λένε την αλήθεια τους, σ’ όλους του ήχους πάνω κλειδωμένα. Εγώ, δωρεάν απαλλοτρίωσα – τον πόνο μου να γιάνω – το μόχθο και τον κόπο των ανθρώπων, δωρεάν τα δίνω. Η έκφραση, η μουσική είναι πρώτα απ’ όλα η αυτοθεραπεία, το… «το κλαδεμένο κλήμα που δακρύζει, κάνει σταφύλι κεχριμπάρι, φέρνει χαρά που δε μπορεί κανείς να σου την πάρει»!
«Π»: Γράφετε έτσι όπως φαίνεται με ευκολία, σαν ένα γάργαρο ρυάκι που κυλά;
Β.Β.: Όχι πάντα. Υπάρχουν για τον καθέναν, καιροί της μοναξιάς, να γλείψει τις πληγές του. Κι έρχεται πάλι η ώρα να τα πεις κι ύστερα να ξανασκεφτείς τί είπες, και πάλι να σιγήσεις. Ο Μπαχ (ρυάκι) ήταν πάντα η μεγάλη μου αγάπη. Ένας ποταμός διαλογισμού, μια πανανθρώπινη προσευχή…
«Π»: Τί σας εμπνέει;
Β.Β.: Το «τίποτα καθόλου»: η κρυμμένη ομορφιά που σώζει το μικρό μεγάλο μας κόσμο. Όλα τα κλεμμένα… «των ανθρώπων τα βάσανα, των ερώτων τα θαύματα». Κι ανοίγω κι εγώ το στόμα μου και λέω τα κοτσάνια μου. Τί να κάνω; Άμα δεν τα πω, θα σκάσω.. Εννιά του Νοεμβρίου ξημερώματα, ένα καμβά βρήκα έτοιμο, να ξεπαστρέψω…
«Π»: Τί είναι ο έρωτας για εσάς ;
Β.Β.: Γλυκά Ψάρια…
Είμαι ερωτευμένος με τη Ζωή.
Της κλέβω το φαΐ
και τρώω και τα λόγια της.
Ψάρια γλυκά πιασμένα απ’ της Γοργόνας μου
τ’ αλατισμένα χέρια.
«Π»: Ποιά τα μελλοντικά σας σχέδια ;
Β.Β.: Πρώτα ο Θεός (ο Μπιραλλάχ), να προλάβω να βάλω σε μια σειρά το αρχείο με τα κλεμμένα λόγια, και να το μοιραστώ. Και να πω κι ένα (…έως άπειρον) τραγούδι για καπάκι.
«Π»: Σας χωρά ο τόπος;
Β.Β.: Σιγά σιγά μαθαίνω πια να είμαι παντού. Κι είναι πάντα ωραίος ο τόπος μας. Βράχος και χώματα, ήλιος και μαύρο κρασί!
«Π»: Τί είναι η μουσική για εσάς;
Β.Β.: Ένας καλός τόπος να κλάψεις για το τίμημα της Ελευθερίας, ένα πανηγύρι στο Φως του Ηλιού, στις είκοσι Ιουλίου, στα Γέλια, που λέμε αλλιώς Πελόπη. Να σε φωτίζει και να βλέπεις παντού..
«Π»: Για ποιόν παίζετε μουσική, για ποιόν γράφετε, για ποιόν πραγουδάτε;
Β.Β.: Γυρίζω πίσω τα τραγούδια της μάνας μου, της Λέσβου, της χαράς και της λύπης.
«Π»: Εμφανίζεστε κάπου και αν ναι, πού;
Β.Β.: Κατά καιρούς, θα έλεγα, πάντα με εναλλακτικό τρόπο, σε όποιο «είδος» μουσικής πράξης εμπλέκομαι. Από το καφενείο και το σπίτι, εργαστήριο των ευλογημένων φίλων, τις φιλότεχνες κρύπτες και σάλες, ως τα Μέγαρα. Δεν κατάφερα να τα αποφύγω, οριστικά.
«Π»: Ποιά είναι η πιο περίεργη ή παράξενη πρόταση που έχετε δεχτεί καλλιτεχνικά;
Β.Β.: Η όμορφη και «παράξενη» ήταν στο Πήλιο, στο μαγευτικά «ατημέλητο» σπίτι του κυρίου Γιώργου, στη Ζαγορά, το 1994. Παίξαμε με τη Γεωργία Συλλαίου, χωρίς ενισχύσεις ήχου, μπροστά σε τριάντα φίλους του, κι ήπιαμε ένα κρασί πάνω στο Πήλιο, σαν θερινοί ημίθεοι.
«Π»: Έχετε κάνει δισκογραφία;
Β.Β.: Με έργα άλλων, ναι. Δικά μου όχι ακόμα. «Βγαίνω» προς το παρόν, μόνο απ’ το youtube κανάλι μου (Βασίλης Βέτσος – Vassilis Vetsos) , τόσο με επιτόπιες δικές μου ηχογραφήσεις – επιτελέσεις, όσο και άλλων φίλων – μυστών του ευρύτερου Μουσικού Λόγου.
«Π»: Είναι η κύρια ασχολία σας η γραφή, σύνθεση και μουσική;
Β.Β.: Nαι, με ταϊζει η μουσική! Υπηρετώ στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης από το 1998, αφού πρώτα είχα τη μεγάλη τύχη να διδαχθώ επί διετία, μουσική, στα σχολεία της Λέσβου από τους μαθητές μου και τους παπούδες τους…
Προηγουμένως εργάστηκα για δεκαπέντε χρόνια σε Ωδεία της Βόρεια Ελλάδας. Κρατώ ανεξίτηλη τη μνήμη και τη φρεσκάδα του Γιάννη Μάντακα, στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας, και την αντισυμβατική, πράγματι καινοτόμο, μουσική θεραπεία του Κάρολου Τρικολίδη στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης.
«Π»: Ποιά είναι τα ιδανικά σας πρότυπα;
Β.Β.: Τα ανθρώπινα μέτρα που απογειώνονται πριν πιάσουν δυο μέτρα γης. Δηλαδή, ο παππούς μου, ο Βασίλης, ο πατέρας μου, η μάνα μου… Ο πατέρας της Ρωμιοσύνης που έφερνε βόλτα τα αντίσκηνα, στο Μακρονήσι, για να μοιράσει τα αντίδωρα της ποίησης του (ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον) κι ο Ιγνάτης Λαούτατζης, που τους μάζευε να τους γιάνει τις πληγές στο αντίσκηνό του, μετά τη συνάντησή τους με τη… γάτα του «νέου Παρθενώνα»… Απλά, καθημερινά πράγματα με τα τραγούδια και τους αμανέδες…
«Π»: Ποιά τα αισθήματά σας για τους ανέγους νέους και τη μετανάστευσή τους;
Β.Β.: ΑΡΠΥΙΑ
Αραχνιασμένη η Ιστορία,
που λογαριάζει στον ιστό της
τα παιδιά μας για αναλώσιμα
προτού, μετά, και αν τ’ αφήσει να διαβούν
τις βρώμικες σελίδες που τους γράφει.
Γκρέμισμα από συθέμελα
της πρέπει απ’ τους μικρούς θεούς της.
Ως εν Ουρανώ και επί της Γης…
«Π»: Τί σκέφτεστε για τη σημερινή κατάσταση έτσι που τη βιώνουμε αυτή καθημερινότητά μας;
Β.Β.: PARALIRIMA
Τι κάθεσαι και χάσκεις
κι ανακατεύεις τη βλακεία σα χαλβάς.
Ξέρουν αυτοί…  παλιά τους τέχνη κόσκινο
.. και μια φιμέ κουκούλα
να αναμασούν εμμονικά
τα σάπια τους τα ούλα.
Πίνουν, καπνίζουν, καλοτρών’
και δυάρα δε σου δίνουν – ούτε δανεική.
Μα σε πατούν σαν το σκυλί
να δώσεις για το «Έθνος»
και την «Αγία Δόση».
Κι άμα ξεράσουνε απ’ το σκασμό
το θανάτο σου θα πουλήσουνε στη λαϊκή
για… «Δημιουργική Καταστροφή»
για καθαγιασμένη «Νέα Κοινωνία»
το αίμα σου αναρουφώντας
με το καλαμάκι… παγωμένο.
«Π»: Τί θάλλάζατε, αν ήταν στο χέρι σας;
Β.Β.: Εμένα και τα πάντα!
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
Εν καινώ η μαγκιά,
εν κενώ η τζάμπα.
Ποιά συνταγή μαγκιάς θες να σου γράψω,
κομμάτια ρημαγμένα πώς να ράψω.
Και πού να βρω χαρτί για να χωρέσει
όλο το κενό που μέσα του έχω πέσει.
«Π»: Λέτε δημόσια την γνώμη σας για ο,τιδήποτε ενοχλείστε;
Β.Β.: Ναι.
ΠΡΟΣΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΝ ΑΛΜΑ
Εις κάθισμα βαρύ, σαν ιστορία
– Βασίλη, κάτσε φρόνιμα,
να γίνης νοικοκύρης,
να κάνεις χίλια όνειρα,
να ζήσεις δυο χιλιάδες,
παράδεισο στην πόρτα σου
κι όλοι να σου δουλεύουν.
Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω
Δούλεψε να φας και κλέψε νά’χεις
Από πίτα που δεν τρως,
μη σε νοιάζει κι αν καεί.
Περιουσίας ο Λόγος.
«Π»: Τί αγαπάτε πολύ;
Β.Β.: Τη Ζωή!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Κοιμήθηκες αργά
μ’ ένα τραγούδι αχάραγο στο στόμα.
Το δρόμο του θα κλέψω
τους πιο παλιούς σου φίλους
για να βρω.
Το πεταχτάρι σαν μου μάθουν
από στήθους να κεντώ
στην πυρκαγιά της Θάλασσας
διάττοντα θά’ ρθω να σε ψαρέψω.
Ένα μπαρμπούνι ολόχρυσο
στης κλίνης μου τη σχάρα
να σε ψήσω.
Ήλιο μ’ Ήλιο πού θα μου πας…
Θα πέσεις!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή