ΒΥΡΩΝ ΚΟΛΑΣΗΣ, Ηθοποιός:Χωρίς το θέατρο θα ήμουν ένα ψάρι της ξηράς

Ο Βύρων Κολάσης ο… νεότερος, θα λέγαμε, φέρει στους ώμους του ένα βαρύ όνομα αφού ο πατέρας του, Βύρων Κολάσης, ήταν ο μεγαλύτερος μουσικός που πέρασε από τη χώρα μας. Μεγάλωσε σ’ένα άκρως καλλιτεχνικό περιβάλλον και, όπως ήταν φυσικό, ο πατέρας αλλά και οι παππούδες του ήθελαν τον Κολάση τζούνιορ να ακολουθήσει τα επαγγελματικά βήματα του πατέρα του. Έτσι έκανε μουσικές σπουδές στο πιάνο και το βιολί. Όμως, λίγο πριν το μεγάλο ξεκίνημά του στη μουσική, έκανε στροφή εκπλήσσοντας μάλλον δυσάρεστα τον πατέρα του με την ανακοίνωσή του πως θα γίνει ηθοποιός.

Ο Βύρων Κολάσης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου. Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πριν καν γίνει μαθητής της δραματικής σχολής, έπαιζε ήδη στο θέατρο.
Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές στις οποίες έχει παίξει είναι πάρα πολλές. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε την «Ετυμηγορία» (1978), τους «Τυχερούς Άτυχους» του Ξενόπουλου (1979), το αλησμόνητο «Λούνα Παρκ» ενώ στα πιο πρόσφατα θα σημειώσουμε τη «Λάμψη» (1997-1998), το «Καλημέρα Ζωή» (1998-2000), τις «Αέρινες Σιωπές» (2000-2003), τις «Φιλοδοξίες» (2003-2005), «Μια αγάπη, μια ζωή» (2003), «Έρωτας με επιδότηση ΟΓΑ» (2005), «Έρωτας» (2006-2008) και «Με λένε Βαγγέλη» (2011 guest).
Εξίζου πολλές και οι θεατρικές του δουλειές όπου πρόσφατα ανέβηκε στο σανίδι για να παίξει στη «Μονομαχία γυναικών» στο Θέατρο Διάχρονο (2011), στους «Βρυκόλακες» του Ίψεν στο θέατρο Διάχρονο (2011-2012), στην «Κυρά της Θάλασσας» του Ίψεν (2012), στον «Επικήδειο» του Ι. Καμπανέλλη στο Θέατρο Ελυζέ (2012).
Στο βιογραφικό του φιγουράρουν και δικές του θεατρικές δουλειές, όπως «Ποια είναι η Στέφανη;», «Σήμα κινδύνου ναρκωτικά», «Βαθιές είναι οι ρίζες (1984-1985, μέσω του Υπουργείου Παιδείας), καθώς και ελληνικές βιντεοταινίες και κινηματογραφικές ταινίες. Την περίοδο 1984-1985 για λογαριασμό της Λιβύης γύρισε την ταινία «Το Κοράνι», η οποία ήταν προσωπική παραγγελία του Μουαμάρ Καντάφι και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ της Λιβύης.
Διετέλεσε καθηγητής θεατρικών σεμιναρίων στο Ωδείο κλασσικής και σύγχρονης μουσικής Σπύρου Μάζη από το 1997 μέχρι το 2011.
«ΠΑΛΜΟΣ»: Πράγματι σηκώνετε ένα βαρύ όνομα στις πλάτες σας ως γιος του αείμνηστου μεγάλου μουσικού Βύρωνα Κολάση. Σας προόριζε για μουσικό. Ποιά ήταν η κουβέντα του πατέρα σας όταν του αναγγείλατε την αποφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
ΒΥΡΩΝ ΚΟΛΑΣΗΣ: Ασφαλώς και δεν ήθελε να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού. Είχαμε μεγάλες συγκρούσεις.
«Π»: Έχετε επίσης βαρύ βιογραφικό. Σας αποζημίωσε η απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός ;
Β.Κ.: Θά’ λεγα ότι στάθηκα πολύ τυχερός σε αυτόν τον τομέα, παρ’όλες τις δυσκολίες και τον πόλεμο που δέχτηκα. Φαίνεται ότι ήταν καρμικό να προχωρήσω στο θεατρικό στερέωμα.
«Π»: Τριάντα πέντε χρόνια περίπου υπηρετείτε την τέχνη. Ήταν όλα τα χρόνια καλά;
Β.Κ.: Θα σας διορθώσω: σαράντα χρόνια γεμάτα!!! Όχι, δεν ήταν όλα ρόδινα… Το καλό ή κακό σε αυτή την δουλειά είναι ότι όσο ανεβαίνεις και εξελίσσεσαι ως καλλιτέχνης, τόσο μεγαλύτερο πόλεμο δέχεσαι, ακριβώς γιατί πρέπει να αποδεικνύεις καθημερινά ότι αξίζεις για την θέση που βρίσκεσαι!
«Π»: Ποιές περιόδους στη δουλειά σας αισθανθήκατε άβολα και γιατί;
Β.Κ.: Όταν ήμουν 18 ετών και περιόδευα μαζί με την Ασπασία Παπαθανασίου με την τραγωδία «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, αρρώστησε ξαφνικά στην Κυπαρισσία ο ηθοποιός που έπαιζε τον ρόλο του παιδαγωγού, Αντώνης Ξενάκης. Έπρεπε μέσα σε μία νύχτα, όχι μόνο να μάθω τον ρόλο, αλλά και να τον ερμηνεύσω. Φανταστείτε λοιπόν ένα 18άχρονο νεαρό να ερμηνεύει ένα ρόλο καρατερίστα – ρολίστα γύρω στα 60 και μάλιστα σε αρχαία τραγωδία. Εσείς θα νιώθατε… βολικά; Παρόλα αυτά, οι παραστάσεις που έδωσα ως παιδαγωγός είχαν αρκετή επιτυχία!
«Π»: Τι σας χαρίζει η τέχνη;
Β.Κ.: Την ίδια τη ζωή, αγαπητή μου. Τό’ χω πει πολλές φορές, ότι χωρίς το θέατρο θα ήμουν ένα ψάρι της ξηράς… Είναι μαγευτικό μέσα σε μία ζωή, να ερμηνεύεις εκατοντάδες διαφορετικούς χαρακτήρες. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο βασανιστικό και συνάμα θαυμάσιο είναι αυτό!
«Π»: Ο ηθοποιός που είναι και σκηνοθέτης, εμβαθύνει στο ρόλο του;
Β.Κ.: Όχι μόνο εμβαθύνει, αλλά είναι σαν ένας μαέστρος που διευθύνει μια συμφωνική ορχήστρα· έχει την ικανότητα να εναρμονίσει όλα τα μουσικά όργανα ούτως ώστε να δημιουργήσει μια μουσική πανδαισία! Με λίγα λόγια, κάθε έργο είτε μικρό είτε μεγάλο είναι μία μουσική δημιουργία όπου καλείται ο σκηνοθέτης να δώσει το καλύτερο και αρτιότερο αποτέλεσμα.
«Π»: Τί σας έδωσε μεγάλη χαρά στην καριέρα σας;
Β.Κ.: H αποδοχή και η αγάπη του κόσμου, όταν βρίσκεσαι κάπου, πίνοντας έναν καφέ, να σε πλησιάζουν κάποιοι και να σου λένε «σ’ ευχαριστώ»…
«Π»: Ποιόν ρόλο θέλετε να ενσαρκώσετε και δεν σας δόθηκε η ευκαιρία;
Β.Κ.: Πιστεύω ότι είμαι σε μια ηλικία, όπως έχω ξαναπεί, όπου κάποιοι κλασικοί ρόλοι κεντρίζουν πλέον το υποκριτικό μου ενδιαφέρον, όπως Μάκβεθ, Οθέλλος, Βασιλιάς Ληρ του Σαίξπηρ, Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή…
«Π»: Ποια ειναι τα όνειρά σας ως σκηνοθέτης;
Β.Κ.: Δεν έχω ιδιαίτερα όνειρα ως σκηνοθέτης. Εκείνο που θά’θελα είναι παίζοντας ή σκηνοθετώντας, αν μου το επιτρέψει ο Θεός για το μέλλον, είναι να αφήσω πίσω μου ένα μικρό πετραδάκι και ας είναι και το μικρότερο απ’όλα, σαν μια θύμηση στον κόσμο.
«Π»: Ποιός ρόλος, κατά την γνώμη σας, είναι κόντρα προς εσάς;
Β.Κ.: Οποιοσδήποτε ρόλος κρύβει ίντριγκα, κακία, μίσος, εκδικητικότητα. Και Δόξα τω Θεώ υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιοι ρόλοι. Όπως αυτός που πρόκειται να παίξω τώρα: τον ρόλο του Πέτερ Στόκμαν από το έργο του Ε. Ίψεν «Ένας εχθρός του λαού» μαζί με τον αξιολογότατο συνάδελφό μου Θωμά Κινδύνη σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
«Π»: Πώς αντιλαμβάνεστε τώρα πια τη μαγεία της σκηνής;
Β.Κ.: Σαν την πρώτη μέρα που αντίκρυσα και πάτησα το πόδι μου πάνω στη σκηνή όταν ήμουν 12 ετών και έπαιξα στο θέατρο Όρβο – που δεν υπάρχει πια – τον ρόλο του νεαρού Φραντς Λίστ στο πλευρό της Μαρίας Αλκαίου, του Βασίλη Διαμαντόπουλου, της Νίκης Τριανταφυλλίδη και μιας πλειάδας θαυμάσιων ηθοποιών. Ένιωσα ακριβώς αυτό που νιώθω κάθε φορά που πατώ το πόδι μου πάνω στο παλκοσένικο. Μαγεία!
«Π»: Ποιόν ηθοποιό έχετε ζηλέψει για ρόλο που υποδήθηκε;
Β.Κ.: Δεν θά’ λεγα ότι έχω ζηλέψει ποτέ μου κάποιον ηθοποιό, απεναντίας θά’λεγα ότι έχω θαυμάσει τον Δημήτρη Χορν όταν έπαιξε στο Ηρώδειο τον Τίμωνα τον Αθηναίο.
«Π»: Ο καλλιτέχνης είναι σήμερα στην κυριολεξία «ήρωας» της τέχνης;
Β.Κ.: Ο καλλιτέχνης, αγαπητή μου, είναι σαν τα πουλιά που πεθαίνουν τραγουδώντας. Υπάρχει ένα πουλί στην Αυστραλία, αν δεν κάνω λάθος, το οποίο εν γνώση του, πηγαίνει και καρφώνεται πάνω σε ένα ακανθώδες κλαρί γνωρίζοντας ότι με αυτή του την κίνηση θα πεθάνει. Αδιαφορεί όμως γιατί κατά τη διάρκεια της εισδοχής του το κελάηδισμα που βγάζει απ’τον πόνο είναι τόσο υπέροχα μαγευτικό που προκειμένου και το ίδιο να το ακούσει προτιμά να πεθάνει. Αυτό είναι ο πραγματικός καλλιτέχνης!
«Π»: Πώς βλέπετε την επιρροή που ασκείται στο τηλεοπτικό κοινό από τον καταιγισμό των τούρικων σειρών;
Β.Κ.: Όπως θα την έβλεπε κάθε αγανακτισμένος Έλληνας, όταν γνωρίζει ότι ολόκληρος ο παγκόσμιος πολιτισμός που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα αιώνες τώρα, παραγκωνίζεται μπροστά στα συμφέροντα και την δουλικότητα – μιας μικρής ευτυχώς κάστας ανθρώπων που διοικούν αυτό τον τόπο.
«Π»: Την Ελλάδα ως χώρα πώς την κρίνετε;
Β.Κ.: Η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού και του παγκόσμιου πνεύματος. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θά’ναι παρόλες τις λυσσαλέες ενέργειες ορισμένων αλλοεθνών γιδοβοσκών οι οποίοι έχουν δει τους εαυτούς τους ως δήθεν σύγχρονους κροίσους.
«Π»: Τι κενό αφήνει ο θάνατος του μεγάλου σκηνοθέτη μας Λευτέρη Βογιατζή;
Β.Κ.: Ο θάνατος ενός μεγάλου σκηνοθέτη ή θεατρανθρώπου, δεν αφήνει ποτέ κανένα κενό. Κι αυτό διότι έχει ήδη θέσει τις βάσεις για τις επερχόμενες γενιές, οι οποίες θα πατήσουν πάνω στο δημιούργημά του και θα συνεχίσουν το έργο του εις το διηνεκές.
«Π»: Ποια είνα τα δικά σας στοιχεία που μεταφέρετε σ΄ένα ρόλο;
Β.Κ.: Πέρα από την παρουσία μου, τίποτα άλλο… Χτίζω τον χαρακτήρα ανάλογα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε ρόλου που επρόκειται να αντιμετωπίσω.
«Π»: Ποιά η σχέση σας με το χιούμορ;
Β.Κ.: Το χιούμορ με ακολουθεί στην καθημερινότητα μου σαν το οξυγόνο που αναπνέω. Αν δεν κάνω χιούμορ και αν δεν αστειευτώ ή με την οικογένειά μου ή με συναδέλφους ή με τον κόσμο, νομίζω ότι είμαι ένας ζωντανός νεκρός!
«Π»: Δέχεστε την πραγματικότητα όπως έρχεται;
Β.Κ.: Δέχομαι την πραγματικότητα όπως είναι, η οποία σας πληροφορώ ότι είναι πολύ χειρότερη από την πραγματικότητα που έρχεται…
«Π»: Είστε ευτυχισμένος;
Β.Κ.: Όπως κάθε άνθρωπος, έχω περάσει και εγώ με τη σειρά μου πολλά συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Την τελευταία 5ετία ,παρ’όλο που το επάγγελμά μας έχει βρεθεί σε βαρέλι δίχως πάτο, στην προσωπική μου ζωή θά’λεγα ότι είμαι από τους πολύ ευτυχισμένους ανθρώπους!

Πήγαινε στην κορυφή