Σε μια ακίνητη κίνηση

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Σε μια  ακίνητη κίνηση

Ήταν ένα αγοράκι, μέσα σε ένα αμάξι. Ένα συνηθισμένο αγοράκι μέσα σε ένα συνηθισμένο αμάξι. Η κίνηση βούιζε στα αυτιά μου, οι συνοδοιπόροι μου ξεχυμένοι στο δρόμο έμοιαζαν να προσπαθούν μανιωδώς να κόψουν τα κεφάλια των μπροστινών τους, σα μια λερναία Ύδρα με τάσεις αυτοκαταστροφικές. Ο εκνευρισμός όλων ηχούσε σα καμπάνα, πάνω από τη μουσική, πάνω από την πλατεία της Ομόνοιας, πέρα από την Αθήνα, την Ελλάδα, τον κόσμο. Πόσες αμφιβολίες, πόσοι προβληματισμοί χωρούσαν σε δυο ώρες μποτιλιαρίσματος, τελικά.

Τα ζητήματα ήταν κυρίως συνοριακής υφής. Αγωνιούσαμε όλοι να καταλάβουμε το μέτρο των δικαιωμάτων μας, το μέγεθος των οφειλών μας. Άνθρωποι σαν και εμάς, πολίτες και οι υπάλληλοι του μετρό, εργαζόμενοι με τελικό προορισμό την ομαλή εξυπηρέτηση του κράτους. Οι μισοί είχαμε πληρώσει το ποσό που μας αναλογούσε προκειμένου να χρησιμοποιούμε ανενόχλητοι και με συνείδηση καθαρή, το πολύτιμο, αθηναϊκής αποκλειστικά πολυτέλειας, μέσο, κάθε μέρα του μήνα. Οι άλλοι μισοί μαχόμασταν να διατηρήσουμε την ψυχραιμίας μας, για χάρη μιας ελπίδας που πρέσβευε πως μια τυχαία συνθήκη απελπισίας δε θα στεκόταν ικανή να διακόψει τους προστατευόμενους, δημοκρατικούς τόνους μας.  Κάπου εκεί ανάμεσα, στο σημείο σύγκλισης των δύο συνόλων, μάλλον έπρεπε να λάβει χώρα η εκσκαφή προς αναζήτηση των θαμμένων συνόρων. Πού τελειώνει η μονάδα και πού αρχίζει η ολότητα; Είναι άραγε η τομή τους κενή; Στο τρέξιμο της τόσης ακινησίας, μου φάνηκε πως στ’ αλήθεια με ακολουθούσε ένα στοιχείο που ανήκε στην τομή αυτή. Άκουσα να μου λέει «συνείδηση», ήμουν κλεισμένη όμως, μέσα σε τέσσερις ρόδες, με μια ταχύτητά που δεν έβρισκε χρόνο να σταθεί.
Ο εγκλωβισμός από την κίνηση κάποτε θα με άφηνε ελεύθερη, θα γυρνούσα στο σημείο από το οποίο ξεκίνησα, όσο μαζί και όσο χώρια γίνεται με κάθε ανθρώπινη πτυχή του συνωστισμού μας. Παίρνοντας την πρωτοβουλία να ξεφύγω για λίγο από το θέμα μου, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χρησιμοποιούμε τη λέξη «κίνηση» για να περιγράψουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση. Φαίνεται πως την εποχή που ήταν η σειρά της λέξης αυτής να καθιερωθεί – δεν ξέρω το λόγο, αλλά το μυαλό μου δέχεται πως κάθε λέξη έχει κατοχυρωθεί επίσημα και συγχρόνως ανεπίσημα κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής «στιγμής» του παρελθόντος – οι άνθρωποι είχαν χιούμορ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το κοινό μας βασανιστήριο είχε αρχή, θα είχε και τέλος.
Ήταν όμως αυτό το αγοράκι. Χωμένο μέσα σε μια αλουμινένια γυάλα που ξερνούσε κορναρίσματα, σα φλογισμένος δράκος εναντίον του ελληνικού σύμπαντος. Γονείς με βλέμμα απαθές, μουδιασμένο, έμοιαζαν νομίζω σε εμάς. Μα το παιδάκι γελούσε, και δεν είχε παρέα. Το είδα να γράφει στο τζάμι, λίγο πριν εκμεταλλευτούμε το χιλιοστό που μας αναλογούσε και μεμιάς ολόκληρη η εικόνα χαθεί. Ξεκινούσε από «ΣΩ…».
Η εικόνα έφυγε, πράγματι, όμως η ηρεμία που προωθούσε την αντικατέστησε επάξια. Ίσως ήταν η ιδέα μου, όμως ο θόρυβος από τις μηχανές συνόδευε τώρα τη φωνή από το ραδιόφωνο και όλοι περίμεναν υπομονετικά ένα νέο Μωυσή, να τους ανοίξει δρόμους αντί για θάλασσες. Θα ήταν ενδιαφέρον να μπαίναμε για λίγο σε μια θέση όπου δεν έχουμε ακόμα καταλάβει τη σχέση βενζίνης και ευρώ, πώς ακριβώς λειτουργεί η ώρα όταν λέει 22.43 και γιατί ενώ σχεδιάζεις ολόσωστα το όνομά σου από τη μέσα μεριά του παραθύρου, όταν βγαίνεις απ’ έξω δεν μπορείς να το διαβάσεις. Ακόμα πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, θα ήταν να αναγνωρίζαμε τη θέση που βρισκόμαστε τώρα. Οδηγώντας με το αντίστροφο της ταχύτητας του φωτός, θα τύχει να περιμένεις για τρία φανάρια έξω από ένα κτήριο που ποτέ δε σε ένοιαζε πόσα παράθυρα έχει. Και αν τα μέτρησες, θυμάσαι πόσα από αυτά ήταν φωτισμένα; Φαντάστηκες ποιοι μένουν μέσα, τι αέρα αναπνέουν, πόσο φοβούνται να περπατήσουν δίπλα σου; Μήπως είναι αυτά, τα μακρινά τέρατα για τα οποία ακούμε στις ειδήσεις; Μήπως είσαι εσύ το δικό τους τέρας;
Δε σου ζητάω να ζωγραφίσεις στο τζάμι. Σου ζητάω να μη διαστάσεις να το αγγίξεις, ακόμα και αν το χέρι σου κρυώσει. Καθάρισε την υγρασία και ας μην είναι ο απαραίτητος για την οδήγησή σου καθρέφτης. Ίσως αν διάβαζες το σύνθημα σε εκείνον τον τοίχο, απέναντι από το φωτισμένο παράθυρο, να σου ήταν πιο εύκολο να ανακαλύψεις την απάντηση που γυρεύαμε τόσες ώρες, περί σωστού και άδικου της απεργίας που μας έφερε εδώ. Ίσως και να εφεύρισκες μια καινούρια, δική σου απάντηση, ίσως και να μας έπειθες όλους. Πρώτα όμως, ακολούθησε το αγοράκι και επέτρεψε στη νύχτα να σε φτάσει.

Πήγαινε στην κορυφή